spot_img
12.7 C
Kavala
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
spot_img

Το θυμητάρι ενός ελασίτη πολεμιστή

Πρέπει να διαβάσεις!

από Φίλιππας Κυρίτσης

.

Βιβλιοθήκη

Τα ανέκδοτα πολιτικά απομνημονεύματα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944) Λευτέρη Τσικουράκη, ο οποίος εντάχθηκε από τους πρώτους στις γραμμές του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Αθήνας και έδρασε στις ανατολικές συνοικίες της πόλης Βύρωνα και Υμηττό κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής της Ελλάδας με συνέπεια, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, να συλληφθεί και να περάσει πάρα πολλά χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και κατά την περίοδο της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών 1967-1974.


post image

Το βιβλίο «Το θυμητάρι ενός ελασίτη πολεμιστή» του Λευτέρη Τσικουράκη μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται σαν μια ακόμα αυτοβιογραφική αφήγηση ενός από τους πολλούς που συμμετείχαν στην λεγόμενη Εθνική Αντίσταση (1941-1944) και κατόπιν πλήρωσαν αυτήν την συμμετοχή με πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες, όμως δεν είναι μόνο αυτό, για διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα, όπως φαίνεται και από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, παρά την ολοφάνερη προσπάθεια του συγγραφέα του να ευθυγραμμιστεί με τα στερεότυπα του πατριώτη και του κομμουνιστή που θυσιάζεται για τον λαό, τα γραφόμενά του προσγειώνουν πολύ γρήγορα τον αναγνώστη στην πικρή αλήθεια, πως οι άνθρωποι που ενταχθήκανε στις γραμμές της λεγόμενης Εθνικής Αντίστασης και συγκεκριμένα στο Ελληνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ) και στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (Ε.Λ.Α.Σ.), τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, δεν εντάχθηκαν ούτε γιατί ήταν ιδεολόγοι που ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία ούτε εθνικιστές, οι οποίοι στο πρόσωπο των κατακτητών Ιταλών και Γερμανών έβλεπαν εχθρούς του ελληνικού έθνους, το οποίο αυτοί ήθελαν να υπερασπιστούν. Ήταν απλοί άνθρωποι των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας, οι οποίοι ήθελαν να επιβιώσουν και να μην πεθάνουν, ή έστω να βασανίζονται, από την πείνα. Τουλάχιστον οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων που εντάχθηκαν στο Ε.Α.Μ. Ο δικός μου πατέρας, ο οποίος υπήρξε από τους οργανωτές του Ε.Α.Μ. στην Θεσσαλία και μαχητής του Ε.Λ.Α.Σ., γεγονότα τα οποία μου απέκρυψε επιμελώς, αλλά του ξέφυγαν κάποια λόγια γι’ αυτά σε στιγμές αδυναμίας, μου έλεγε ότι ο κόσμος έμπαινε στο Ε.Α.Μ. για να σωθεί από την πείνα. Άλλωστε και στον ύμνο του Ε.Α.Μ. αναφέρεται ότι «το Ε.Α.Μ. μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει και απ’ την σκλαβιά». Αυτό βγαίνει και από τα γραφόμενα του Λευτέρη Τσικουράκη. Συγκεκριμένα, φαίνεται καθαρά, ότι οι φτωχοί των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, πρόσφυγες, κυρίως από την Μικρά Ασία, και παιδιά προσφύγων στην πλειοψηφία τους, βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα ή να πεθάνουν από την πείνα ή να κλέψουν, οι άντρες, ή να εκδοθούν, οι γυναίκες. Και αυτό έκαναν πολλοί άντρες και κάποιες γυναίκες προκειμένου να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Και βέβαια πολλά παιδιά, που πολύ αργότερα έδωσαν θεματολογία στο λαϊκό παιδικό έντυπο «Ο Μικρός Ήρωας». Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο βασανιστική είναι η πείνα και ιδιαίτερα η μακρόχρονη, αν δεν έχει πεινάσει ο ίδιος σε βαθμό να λιμοκτονεί. Είναι δύσκολο να το αντιληφθούν αυτό ακόμη και όσοι έχουν πεινάσει εξαιτίας απεργιών πείνας, όπως εγώ που στην διάρκεια της φυλάκισής μου πέρασα 380 μέρες περίπου σε απεργίες πείνας, και όχι λίγοι σύντροφοι αναρχικοί που έκαναν ή κάνουν απεργία πείνας μέσα στην φυλακή. Άλλο είναι να πεινάς, ενώ μπορείς να μην πεινάς, όπως συμβαίνει με έναν απεργό πείνας, και άλλο να πεινάς χωρίς να το θέλεις, και να συνεχίζεται το μαρτύριό σου σαν να μην συμβαίνει τίποτα για τους άλλους. Και να βλέπεις άλλους να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδάνε, να χορεύουν, και να εκμεταλλεύονται σεξουαλικά κορίτσια και αγόρια που εκδίδονται επειδή πεινάνε. Μια αξιόπιστη εικόνα της πείνας που θέριζε τις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας κατά την εποχή που περιγράφει ο Τσικουράκης, δηλ. από το 1941 ως και το 1944, μπορεί κανείς να βρει στο αριστουργηματικό βιβλίο «Ο μεγάλος λιμός» του Παναγιώτη Δημητρίου, που την έζησε αυτήν την πείνα. Επίσης στο βιβλίο «Στρατιά Σ΄ αγαπώ» του Renzo Biasion, ο οποίος περιγράφει την εκμετάλλευση της πείνας των γυναικών από τους Ιταλούς στρατιώτες που είχαν κατακτήσει την Ελλάδα εκείνη την περίοδο, προκειμένου να ικανοποιήσουν την σεξουαλική τους πείνα. 

Αν ο αγώνας ενάντια στην πείνα, που οδήγησε τους λιμοκτονούντες στις κλοπές και στην πορνεία, συνδυάστηκε με τον αγώνα ενάντια στην σκλαβιά, στην οποία αναφέρεται ο ύμνος του Ε.Α.Μ., αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «ο πεινασμένος άνθρωπος είναι ένας θυμωμένος άνθρωπος», όπως επιγραμματικά αναφέρει ο κορυφαίος εκπρόσωπος της πολιτικοποιημένης Ρέγκε μουσικής Μπομπ Μάρλεϊ. Με λίγα-λόγια οι πεινασμένοι έβλεπαν ότι, όσο διαρκούσε η ιταλογερμανική κατοχή της Ελλάδας, οι ξένοι στρατοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους (αστυνομία, παραστρατιωτικοί, δικαστές, παπάδες κλπ.) θα τους εμπόδιζαν να ικανοποιήσουν ακόμα και την πείνα τους. Και όσους δεν υποτάσσονταν στην μοίρα τους, θα τους φυλάκιζαν ή θα τους σκότωναν. Έτσι, όταν, όσοι κομμουνιστές, που πριν από την ιταλογερμανική κατοχή είχε κλείσει η ελληνική ναζιστική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά στις φυλακές ή στα στρατόπεδα εξορίστων, κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους και ξανάρχιζαν τον αγώνα τους να οργανώσουν τον κόσμο για να επαναστατήσει, οι πεινασμένοι τους ακολουθούσαν. Έτσι άρχισε να μαζικοποιείται το Ε.Α.Μ. και ο Ε.Λ.Α.Σ. στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και οι εαμίτες και ελασίτες να συγκρούονται με τους συνεργάτες των ιταλογερμανών κατακτητών, οι οποίοι τους κατέδιδαν στους κατακτητές, τους κυνηγούσαν, τους συλλαμβάνανε και τους παρέδιδαν στις δυνάμεις κατοχής. Οι συνεργάτες των κατακτητών τηρούσαν τους νόμους και τρώγανε, πίνανε, διασκεδάζανε και εκμεταλλευόντουσαν σεξουαλικά τις λιμοκτονούσες, και οι φτωχοί, που αγωνιζόντουσαν να μην βασανίζονται και να μην πεθαίνουν από την πείνα, ήταν παράνομοι και συγκρουόντουσαν με τους εκπροσώπους του νόμου και της τάξης. Αυτοί οι φουκαράδες που επανδρώσανε την λεγόμενη Εθνική Αντίσταση, τουλάχιστον στην Αθήνα, ήταν ουσιαστικά «τα παιδιά της γαλαρίας», όπως εύστοχα τους χαρακτηρίζει ο μεγάλος Έλληνας μουσικοσυνθέτης του 20ου αιώνα Μάνος Χατζηδάκης.

Αυτόν τον αγώνα για την επιβίωση και την εξέλιξή του σε αγώνα ενάντια στην σκλαβιά αφηγείται ο Λευτέρης Τσικουράκης στο βιβλίο του, όπως τον έζησε ο ίδιος. Και είναι, πολλές φορές χωρίς να το θέλει, ειλικρινής όταν περιγράφει την απουσία οποιουδήποτε επιλεγμένου ηρωισμού από μέρους των κλεφτών και ταυτόχρονα επαναστατών συντρόφων του. Όσα γράφει δείχνουν ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τους κατοίκους των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας: Ή θα συνεργαζόντουσαν με τους κατακτητές ενάντια στους κλέφτες, και γενικά ενάντια στους εχθρούς των κατακτητών, ή θα παρανομούσαν και θα επαναστατούσαν. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο του Τσικουράκη είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε όσους θέλουν να μάθουν το πως και γιατί ξεσπούσαν οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στο παρελθόν, ακόμα και σήμερα σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, όπου υπάρχει κόσμος που πεινάει, μολονότι όσοι συμμετείχαν σε αυτές ήξεραν ότι μπορεί να έχαναν ακόμα και την ίδια τους την ζωή.

Δυστυχώς, όσοι αγωνιστές της λεγόμενης Εθνικής Αντίστασης επέζησαν από την σύγκρουσή τους με τον νόμο και την τάξη, τιμωρήθηκαν με όλους τους τρόπους, από τους ίδιους τους συνεργάτες των κατακτητών, μετά την αποχώρηση των κατακτητών. Το τέλος του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου δεν σήμαινε και το τέλους του πολέμου μεταξύ των συνεργατών των κατακτητών και των εξ ανάγκης αντιπάλων τους στην Ελλάδα. Ο «εθνικοαπελευθερωτικός» πόλεμος, εξαιτίας της επικράτησης των συνεργατών των κατακτητών στην Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των κατακτητών, εξελίχτηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Που και αυτόν τον κέρδισαν οι συνεργάτες των κατακτητών. Γι’ αυτό ο Λευτέρης Τσικουράκης και όλοι οι αγωνιστές σαν και αυτόν, όσοι δεν σκοτώθηκαν, πέρασαν πολλά ή λίγα χρόνια στις φυλακές και στις εξορίες. Ακόμα και όσοι δεν φυλακίστηκαν ή δεν εκτελέστηκαν, υπήρξαν μέχρι την «μεταπολίτευση» του 1974 πολίτες δεύτερης κατηγορίας, πάντα στο έλεος της αστυνομίας, των δικαστών, και γενικά των συνεργατών των κατακτητών και των απογόνων τους. Πολλών από αυτούς η ζωή υπήρξε «μαύρη» και τα παιδιά τους έζησαν σαν «παιδιά ενός κατώτερου θεού». Ακόμα και αργότερα, δηλ. μετά το 1974, τα παιδιά και τα εγγόνια των συνεργατών των κατακτητών υπήρξαν οι «επιτυχημένοι» στην πολιτική και οικονομική ζωή της Ελλάδας, ενώ τα παιδιά των αγωνιστών κατά των κατακτητών, ιδιαίτερα αν αυτοί ανήκαν στις κατώτερες τάξεις, υπήρξαν οι «μαραθωνοδρόμοι» της επιβίωσης.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που κάνει το βιβλίο του Τσικουράκη ιδιαίτερο ως προς τα ανάλογα βιβλία του είδους του, είναι ότι, όσο και να προσπαθεί ο συγγραφέας του να μην δυσαρεστήσει τους αριστερούς συναγωνιστές του, είτε είναι ενταγμένοι είτε όχι στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας, που αυτός υποστηρίζει, δεν καταφέρνει να αποφύγει να πει κάποιες αλήθειες για τις ανεπάρκειες, τα λάθη, τις μηχανορραφίες και τις ραδιουργίες της κομματικής αριστεράς, ως και τις αντιδημοκρατικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες, που χαρακτήρισαν την αντιμετώπιση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης από αυτήν. Και η κριτική του προς την αριστερά διαπερνάει όλο το έργο του ξεκινώντας από την εποχή ακόμη που οι κατακτητές αποχωρούσαν από την Αθήνα, και ο Ε.Λ.Α.Σ. μετατρέπονταν λίγο-πολύ σε εξουσία. Δεν κάνει πολιτική με το αυτοβιογραφικό του έργο. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός και ίσως γι’ αυτό το έργο αυτό είναι ανέκδοτο και ακυκλοφόρητο μέχρι σήμερα, μολονότι δεν επεκτείνεται πέρα από την εποχή της πτώσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974). Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός γιατί σέβεται όλους αυτούς που δεινοπάθησαν εξαιτίας του αγώνα τους, όπως δεινοπάθησε και αυτός, και δεν γνώρισαν από τους κομματικούς εκπροσώπους τον σεβασμό και την στήριξη που δικαιούνταν. Είναι σίγουρο το ότι αρκετοί συναγωνιστές του, όσοι ήταν ακόμη εν ζωή όταν τελείωσε το βιβλίο του και τους μοίρασε φωτοαντίγραφα των δακτυλογραφημένων σελίδων του, θα είπαν «Μπράβο Τσικουράκη! Να κι ένας που δεν φοβάται να πει τις ενοχλητικές αλήθειες για την πολιτική παράταξη, στην οποία αφιέρωσε την πολιτική του δραστηριότητα».

Τέλος, ακόμα και ο τρόπος που παρουσιάζει τις αναμνήσεις του ο Τσικουράκης δεν είναι στερημένος από κάθε λογοτεχνική αξία. Το αντίθετο μάλιστα! Διαβάζοντας το βιβλίο του, αν και δεν είναι δομημένο με απόλυτα σωστή χρονική σειρά και επανέρχεται σε χρονικά διαστήματα για τα οποία έχει ξαναμιλήσει ή απλά επαναλαμβάνει το ίδιο θέμα με άλλο τρόπο, μπορεί κάποιος να μεταφερθεί νοερά στο περιβάλλον των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα από τα γεγονότα που περιγράφει και να ατενίσει, έστω και με αρκετή βοήθεια από την φαντασία του, εκείνους τους άτυχους φτωχούς νέους και νέες της δεκαετίας του 1940, που χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ την δημοκρατία, παρέμεναν αισιόδοξοι ότι τα πράγματα θα αλλάζανε κάποτε και ο φασισμός θα είχε ένα τέλος. Χωρίς να τους ωραιοποιεί, ο Τσικουράκης τους «ξαναζωντανεύει» μόνο και μόνο με την περιγραφή των πράξεων τους. Με λίγα-λόγια το βιβλίο του Τσικουράκη είναι προσιτό και ευχάριστο ακόμη και σε αυτούς που δεν συνηθίζουν να διαβάζουν βιβλία. Για ανθρώπους που έχουν κάποια γνώση εκείνης της εποχής, όπως τα παιδιά των συναγωνιστών του Τσικουράκη, και αρκετή φαντασία, το βιβλίο αυτό είναι συγκινητικό. 

Το βιβλίο προλογίζει η Σοφία Αργυρίου-Κυρίτση, κόρη ενός γείτονα και συναγωνιστή του Λευτέρη Τσικουράκη, του Γιώργου Αργυρίου, ο οποίος, εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης, μετά την ήττα της λεγόμενης εξέγερσης της Αθήνας, τον Δεκέμβρη του 1944, συλλήφθηκε και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο, όντας πολύ νέος (17 χρονών) για να υποστεί μια ακόμα πιο σκληρή εκδικητική μεταχείριση από την αντικομουνιστική κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, μετά την ήττα του κινήματος του Δεκέμβρη του 1944. Και, δυστυχώς, όπως ανέφερα παραπάνω για όσους αγωνιστές δεν πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους στις φυλακές και στις εξορίες, η ζωή και αυτού υπήρξε «μαύρη» μέσα στο μεταπολεμικό ελληνικό κράτος, όπου οι συνεργάτες των κατακτητών, όσοι δεν διώχθηκαν τον πρώτο καιρό μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, εξασφάλισαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και προνομιακή μεταχείριση. Υπήρξε η ζωή ενός «πολίτη δεύτερης κατηγορίας» που ακόμα και κατά την διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974 κακοποιήθηκε επανειλημμένα από την αστυνομία και στερήθηκε ακόμη και την δυνατότητα να συντηρήσει την οικογένειά του. Μία μαύρη ζωή που τελείωσε πρόωρα με αποτέλεσμα ο Γιώργος Αργυρίου να μην προλάβει να πάρει ποτέ στα χέρια του το τιμητικό δίπλωμα που του απονεμήθηκε για την συμμετοχή του στην λεγόμενη Εθνική Αντίσταση (1941-1944).

Στην οικογένεια αυτού του αγωνιστή, του Γιώργου Αργυρίου, χάρισε ένα φωτοτυπημένο αντίτυπο της δακτυλογραφημένης αυτοβιογραφίας του ο Λευτέρης Τσικουράκης με αφιέρωση-αναφορά στον συναγωνιστή του Γιώργο Αργυρίου και αυτό το αντίτυπο αποτέλεσε την ύλη του βιβλίου που δίνουμε σήμερα στην δημοσιότητα με την ευχή, αν υποπέσει στην αντίληψη κάποιων μακρινών συγγενών του Τσικουράκη, αν μπορούν, να το εκδώσουν, ώστε να βρει μια θέση που του αξίζει στις βιβλιοθήκες που φιλοξενούν τις αναμνήσεις άλλων αγωνιστών της λεγόμενης Εθνικής Αντίστασης.

Μια έξοχη παρουσίαση του βιβλίου μπορεί να βρει επίσης κανείς και στο Shades Magazine: https://theshadesmag.wordpress.com/2020/12/25/to-thimitari-enos-elasiti/

Το βιβλίο, για το οποίο αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη της επιμέλειας, μπορεί να το διαβάσει ή να το κατεβάσει κανείς εδώ:

- Advertisement -spot_img

More articles

Τελευταία Νέα