Καπιταλισμός: μια ιστορία φαντασμάτων
Κείμενο της ινδής κομμουνίστριας συγγραφέα Αρούντατι Ρόι από το 2012 που μιλάει για την εξουσία, εντός και εκτός ινδίας, την αντίσταση εναντίον της και τα ρήγματα που έχει υποστεί η τελευταία αφενός λόγω παρεμβολής του κεφαλαίου και αφετέρου γιατί οι αγώνες από τα κάτω μπορούν να πετύχουν μόνο όταν έχουν χώρο για όλ@. Μετάφραση από τη σελίδα https://www.dawn.com/news/703595/capitalism-a-ghost-story-2
Καπιταλισμός: μια ιστορία φαντασμάτων
Αρούντατι Ρόι, 2012
Στέγη ή σπιτικό; Ναός της νέας Ινδίας ή αποθήκη για τα φαντάσματά της; Μετά από την εμφάνιση της Αντίλια[1], όλο μυστήριο και ήσυχη απειλή, στην οδό Άλταμαουντ της Μουμπάι, τα πράγματα έχουν αλλάξει. «Εδώ είμαστε», είπε ο φίλος που με έφερε. «Καλωσόρισε τον νέο μας Άρχοντα».
Η Αντίλια ανήκει στον πιο πλούσιο άντρα της Ινδίας, τον Μούκες Αμπάνι. Είχα διαβάσει για αυτό το κτήριο, το ακριβότερο που έχει χτιστεί ποτέ, με εικοσιεφτά ορόφους, τρία ελικοδρόμια, εννιά ασανσέρ, κρεμαστούς κήπους, αίθουσες χορού, δωμάτια καιρού, ένα πάρκινγκ έξι ορόφων και εξακόσιους υπηρέτες. Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για το κατακόρυφο γκαζόν — έναν χορταρένιο τοίχο ύψους εικοσιεφτά ορόφων στερεωμένο σε ένα πελώριο μεταλλικό πλέγμα. Το χορτάρι είχε ξεραθεί σε σημεία· κάποια κομμάτια είχαν πέσει σε κομψά ορθογώνια. Ήταν εμφανές ότι η μέθοδος της διάχυσης προς τα κάτω[2] δεν δούλευε.
Όμως η ανάβλυση προς τα πάνω[3] δουλεύει σίγουρα. Γι’ αυτό σε ένα έθνος 1,2 δισ. ατόμων, οι εκατό πλουσιότεροι Ινδοί κατέχουν περιουσία που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο του ΑΕΠ.
Οι φήμες (και οι Τάιμς της Νέας Υόρκης) λένε, ή τουλάχιστον έλεγαν, πως μετά από τόσον κόπο και κηπουρικές εργασίες, οι Αμπάνι δεν ζουν στην Αντίλια. Κανένας δεν ξέρει στα σίγουρα. Κάποιοι ψιθυρίζουν ακόμα για φαντάσματα και γρουσουζιά, για το Βάστου[4] και το φενγκ σούι. Μπορεί να φταίει και ο Καρλ Μαρξ. (Έτσι που έβριζε.) Ο καπιταλισμός, είπε, «που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με τον μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε».
Στην Ινδία, τα 300 εκατομμύρια που ανήκουμε στη νέα μεσαία τάξη που ακολούθησε τις «μεταρρυθμίσεις» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) —την αγορά— ζούμε πλάι πλάι με τα πνεύματα του κάτω κόσμου, με τα στοιχειά νεκρών ποταμών, ξερών πηγαδιών, φαλακρών βουνών και απογυμνωμένων δασών· με τα φαντάσματα των 250.000 υπερχρεωμένων αγροτών που αυτοκτόνησαν και των 800 εκατομμυρίων που φτωχοποιήθηκαν και έχασαν τα πάντα για να ανοίξουν χώρο για εμάς. Και που επιβιώνουν με λιγότερο από είκοσι ινδικές ρουπίες την ημέρα.
Ο Μούκες Αμπάνι έχει περιουσία 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατέχει το πλειοψηφικό μερίδιο ελέγχου της Reliance Industries Limited (RIL), μιας εταιρείας με χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση 47 δισ. δολαρίων και με παγκόσμια επιχειρηματικά συμφέροντα σε πετροχημικά, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ίνες πολυεστέρα, Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, λιανικό εμπόριο τροφίμων, μέση εκπαίδευση, βιολογικές έρευνες, υπηρεσίες αποθήκευσης βλαστοκυττάρων κ.λπ. Η RIL πρόσφατα αγόρασε το 95% των μετοχών της Infotel, ενός τηλεοπτικού ομίλου που ελέγχει εικοσιεφτά ενημερωτικά και ψυχαγωγικά κανάλια, μεταξύ των οποίων βρίσκονται τα CNN-IBN, IBN Live, CNBC, IBN Lokmat και ETV σε όλες σχεδόν τις τοπικές γλώσσες. Η Infotel κατέχει τη μοναδική πανινδική άδεια ευρυζωνικού 4G, μιας πληροφορικής γραμμής υψηλής ταχύτητας που, αν η τεχνολογία λειτουργήσει, μπορεί να καθορίσει το μέλλον της ανταλλαγής πληροφοριών. Ο κ. Αμπάνι είναι επιπλέον ιδιοκτήτης μιας ομάδας κρίκετ.
Η RIL είναι μία από τη χούφτα των εταιρειών που κυβερνούν την Ινδία. Κάποιες άλλες είναι οι Tata, οι Jindal, οι Vedanta, οι Mittal, η Infosys, η Essar, καθώς και η δεύτερη Reliance, ο Όμιλος Reliance Anil Dhirubhai Ambani (ADAG), με ιδιοκτήτη τον Άνιλ Αμπάνι, αδερφό του Μούκες. Η αναπτυξιακή κούρσα τους έχει εξαπλωθεί στην Ευρώπη, την Κεντρική Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Έχουν απλώσει δίχτυα μακριά· ορατά και αόρατα, υπέργεια αλλά και υπόγεια. Για παράδειγμα, ο όμιλος Τάτα ελέγχει πάνω από εκατό εταιρείες σε ογδόντα χώρες. Είναι μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού της Ινδίας. Έχει στην κατοχή του ορυχεία, κοιτάσματα αερίου, χαλυβουργεία, δίκτυα τηλεφωνίας, τηλεόρασης και ευρυζωνικού ίντερνετ και δικές του ιδιωτικές πόλεις. Κατασκευάζει αυτοκίνητα και φορτηγά, ενώ του ανήκουν η αλυσίδα ξενοδοχείων Taj, η Jaguar, η Land Rover, η Daewoo, το τσάι Tetley, μία εκδοτική εταιρεία, μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων, μία μεγάλη φίρμα ιωδιούχου άλατος και ο γίγαντας των καλλυντικών Lakme. Θα μπορούσε εύκολα να έχει για διαφημιστικό σλόγκαν «Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμάς».
Όπως ορίζουν οι κανόνες του Ευαγγελίου της Ανάβλυσης προς τα Πάνω, όσο περισσότερα έχεις, τόσο περισσότερα μπορείς να αποκτήσεις.
Η εποχή της Ιδιωτικοποίησης των Πάντων κατέστησε την Ινδία μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες παγκοσμίως. Κι όμως, όπως σε κάθε σωστή και παραδοσιακή αποικία, μία από τις βασικές εξαγωγές της είναι τα ορυκτά της. Οι καινούργιες μεγαεπιχειρήσεις της Ινδίας, οι Tata, οι Jindal, η Essar, η Reliance, η Sterlite, είναι εκείνες που κατάφεραν να φτάσουν με σπρωξιές και αγκωνιές στην κάνουλα που ξεχύνει χρήματα εξορυγμένα από τα βάθη της γης. Είναι το μεγαλύτερο όνειρο των επιχειρηματιών — να έχουν να πουλήσουν κάτι που δεν χρειάζεται να αγοράσουν.
Η άλλη κύρια πηγή εταιρικού πλούτου προέρχεται από τις τράπεζες γης τους. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, αδύναμες και διεφθαρμένες τοπικές κυβερνήσεις έχουν βοηθήσει χρηματιστές της Γουολ Στριτ, αγροτοβιομηχανικές εταιρείες και Κινέζους δισεκατομμυριούχους να συσσωρεύσουν τεράστια κομμάτια γης. (Φυσικά αυτό συμπεριλαμβάνει και την αρπαγή του νερού.) Στην Ινδία, η γη εκατομμυρίων ανθρώπων τούς αφαιρείται και δίνεται σε ιδιωτικές εταιρείες για λόγους «κοινής ωφέλειας» — Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ΕΟΖ), έργα υποδομών, φράγματα, λεωφόρους, κατασκευή αυτοκινήτων, χημικές μονάδες και πίστες Φόρμουλα 1. (Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας δεν ισχύει ποτέ για τους φτωχούς.) Όπως πάντα, οι ντόπιοι διαβεβαιώνονται πως ο εκτοπισμός τους από τη γη τους και η απαλλοτρίωση όλων των υπαρχόντων τους είναι κομμάτι της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Όμως τώρα πια γνωρίζουμε ότι η σύνδεση της αύξησης του ΑΕΠ με τις θέσεις εργασίας είναι ένας μύθος. Μετά από είκοσι χρόνια «ανάπτυξης», το 60% του εργατικού δυναμικού της Ινδίας αυτοαπασχολείται, ενώ το 90% εργάζεται στον ανοργάνωτο τομέα.
Μετά την Ανεξαρτησία, ως και τη δεκαετία του 1980, τα λαϊκά κινήματα από τους Ναξαλίτες[5] μέχρι το Κίνημα Ολικής Επανάστασης του Τζάγιαπρακας Ναραγιάν[6], αγωνίζονταν για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, για τον αναδασμό της γης από τους φεουδάρχες ιδιοκτήτες στους ακτήμονες χωρικούς. Σήμερα, οποιαδήποτε κουβέντα για αναδασμό γης ή πλούτου θα θεωρούνταν όχι απλώς αντιδημοκρατική μα παλαβή. Ακόμη και τα πιο μαχητικά κινήματα έχουν καταντήσει να αγωνίζονται για να κρατήσουν οι άνθρωποι όση ελάχιστη γη έχουν ακόμα. Τα εκατομμύρια των ακτημόνων, κατά πλειονότητα Ντάλιτ και Αντιβάσι[7], εκδιωγμένοι από τα χωριά τους για να ζήσουν σε τρώγλες και παραγκουπόλεις μικρών και μεγάλων πόλεων, δεν εμφανίζονται ούτε στον ριζοσπαστικό λόγο.
Ενώ ο πλούτος συσσωρεύεται, μέσω της Ανάβλυσης, στη μύτη μιας γυαλιστερής καρφίτσας πάνω στην οποία χορεύουν οι δισεκατομμυριούχοι μας, αλλεπάλληλα κύματα χρημάτων τσακίζουν τους θεσμούς της δημοκρατίας —τα δικαστήρια, τη βουλή— καθώς και τα μμε, βλάπτοντας σοβαρά την ικανότητά τους να λειτουργούν όπως υποτίθεται πως πρέπει. Όσο πιο θορυβώδες γίνεται το καρναβάλι των εκλογών, τόσο λιγότερη είναι η σιγουριά μας για την ύπαρξη δημοκρατίας.
Κάθε νέο σκάνδαλο διαφθοράς που αναδύεται στην Ινδία κάνει το προηγούμενο να φαντάζει ήπιο. Το καλοκαίρι του 2011 ξέσπασε το σκάνδαλο του φάσματος 2G. Μάθαμε ότι επιχειρήσεις είχαν απομυζήσει 40 δισ. δολάρια δημόσιου χρήματος εγκαθιστώντας έναν φιλικά προσκείμενο υπουργό τηλεπικοινωνιών και πληροφοριών ο οποίος υποτιμολόγησε σκανδαλωδώς τις άδειες του τηλεπικοινωνιακού φάσματος 2G και τις παραχώρησε στους φίλους του με παράνομες δημοπρασίες. Οι μαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες που διέρρευσαν στον Τύπο έδειξαν ότι ένα δίκτυο από βιομηχάνους με τις επιχειρήσεις βιτρίνα τους, υπουργούς, μεγαλοδημοσιογράφους και έναν παρουσιαστή ειδήσεων είχαν υποβοηθήσει αυτή την ανοιχτή ληστεία. Οι μαγνητοφωνήσεις δεν ήταν παρά η ακτινογραφία που επιβεβαίωνε μια διάγνωση την οποία ο κόσμος είχε βγάλει από καιρό.
Η ιδιωτικοποίηση και η παράνομη εκποίηση του φάσματος των τηλεπικοινωνιών δεν εμπεριέχει πόλεμο, εκτοπισμό και οικολογική καταστροφή. Αυτά τα έχει η ιδιωτικοποίηση των βουνών, των ποταμών και των δασών της Ινδίας. Αυτή η δεύτερη, ίσως επειδή δεν έχει την απλότητα και τη σαφήνεια ενός ευθέος, ολοφάνερου οικονομικού σκανδάλου ή ίσως επειδή γίνεται στο όνομα της «προόδου» της Ινδίας, δεν έχει την ίδια απήχηση στα μεσαία στρώματα.
Το 2005, οι κυβερνήσεις των πολιτειών του Τσατίσγκαρ, της Ορίσα και του Τζαρκάντ υπέγραψαν εκατοντάδες μνημόνια συνεργασίας με ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις, παραχωρώντας τους βωξίτη, σίδηρο και άλλα ορυκτά αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων για ψίχουλα, παραβιάζοντας ακόμα και τη στρεβλή λογική της ελεύθερης αγοράς. (Τα δικαιώματα των κυβερνήσεων κυμαίνονταν από 0,5% ως 7%.)
Ελάχιστες μέρες μετά την υπογραφή ενός μνημονίου από την κυβέρνηση του Τσατίσγκαρ με τη Χαλυβουργία Τάτα για την κατασκευή μιας ολοκληρωμένης χαλυβουργικής μονάδας στο Μπάσταρ, εγκαινιάστηκε η πολιτοφυλακή Σάλβα Τζούντουμ (Πορεία για την Ειρήνη). Σύμφωνα με την κυβέρνηση, επρόκειτο για μια αυθόρμητη εξέγερση ντόπιων που είχαν κουραστεί να «καταπιέζονται» από τους μαοϊκούς αντάρτες στο δάσος. Τελικά ήταν μια επιχείρηση εκκαθάρισης εδάφους, χρηματοδοτημένη και εξοπλισμένη από την κυβέρνηση και επιδοτούμενη από τις εξορυκτικές εταιρείες. Και στις υπόλοιπες πολιτείες δημιουργήθηκαν παρόμοιες πολιτοφυλακές, με άλλα ονόματα. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως οι μαοϊκοί ήταν η «Μεγαλύτερη Απειλή για την Ασφάλεια της Ινδίας». Αυτό ήταν κήρυξη πολέμου.
Στις 2 Ιανουαρίου του 2006, στο Καλινγκάναγκαρ της γειτονικής πολιτείας Ορίσα, ίσως για να δείξουν τη σοβαρότητα των προθέσεων της κυβέρνησης, δέκα αστυνομικές διμοιρίες κατέφτασαν στον χώρο ενός άλλου εργοστασίου της Χαλυβουργίας Τάτα και άνοιξαν πυρ ενάντια σε χωρικούς που έκαναν συγκέντρωση διαμαρτυρίας σε αυτό που θεωρούσαν ανεπαρκή αποζημίωση για τη γη τους. Σκοτώθηκαν δεκατρία άτομα, μέσα σε αυτά και ένας αστυνομικός, και τραυματίστηκαν τριανταεφτά. Έξι χρόνια αργότερα και παρόλο που τα χωριά παραμένουν πολιορκημένα από ένοπλους αστυνομικούς, η διαμαρτυρία δεν έχει πεθάνει.
Εν τω μεταξύ στο Τσατίσγκαρ, η Σάλβα Τζούντουμ νικούσε εκατοντάδες δασικές κοινότητες καίγοντας, βιάζοντας και δολοφονώντας, εκκενώνοντας εξακόσια χωριά και αναγκάζοντας 50.000 άτομα να εγκατασταθούν σε στρατόπεδα της αστυνομίας και άλλα 350.000 να φύγουν. Ο επικεφαλής υπουργός ανακοίνωσε πως όποιοι δεν έβγαιναν από τα δάση θα θεωρούνταν «τρομοκράτες μαοϊκοί». Έτσι, σε κάποια μέρη της σύγχρονης Ινδίας, το όργωμα του χωραφιού και η σπορά του σπόρου ορίστηκαν ως τρομοκρατικές δραστηριότητες. Εν τέλει οι βιαιοπραγίες της Σάλβα Τζούντουμ πέτυχαν μόνο να δυναμώσουν την αντίσταση και να ενισχύσουν τις γραμμές του μαοϊκού αντάρτικου. Το 2009, η κυβέρνηση εξήγγειλε αυτό που ονόμασε Επιχείρηση Πράσινο Κυνήγι. Διακόσιες χιλιάδες παραστρατιωτικά στρατεύματα μεταφέρθηκαν παντού στο Τσατίσγκαρ, την Ορίσα, το Τζαρκάντ και τη Δυτική Βεγγάλη.
Μετά από τρία χρόνια «συγκρούσεων χαμηλής έντασης» που απέτυχαν να «ξετρυπώσουν» τους αντάρτες από το δάσος, η κεντρική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα στείλει τον στρατό και την αεροπορία της Ινδίας. Αυτό στην Ινδία δεν το αποκαλούμε πόλεμο. Το αποκαλούμε «Δημιουργία Καλού Επενδυτικού Κλίματος». Χιλιάδες στρατιώτες έχουν ήδη μεταφερθεί. Αυτή τη στιγμή κατασκευάζεται το αρχηγείο και οι αεροπορικές βάσεις. Ένας από τους μεγαλύτερους στρατούς του κόσμου ετοιμάζει τώρα κανόνες εμπλοκής για να «αμυνθεί» ενάντια στους πιο φτωχούς, πιο πεινασμένους, πιο κακοσιτισμένους ανθρώπους του κόσμου. Περιμένουμε μόνο να εξαγγελθεί ο Νόμος Περί Ειδικών Εξουσιών των Ένοπλων Δυνάμεων (AFSPA), που θα δώσει στον στρατό δικαστική ατιμωρησία και το δικαίωμα να σκοτώνει «βάσει υποψιών». Κρίνοντας από τις δεκάδες χιλιάδες άγραφους τάφους και ανώνυμες πυρές στο Κασμίρ, τη Μανιπούρ και τη Νάγκαλαντ, μπορούμε να πούμε πως ο στρατός αυτός είναι πολύ υποψιασμένος.
Ενώ γίνονται οι προετοιμασίες για την αποστολή, οι ζούγκλες της Κεντρικής Ινδίας είναι ακόμη σε κατάσταση πολιορκίας, με τους χωρικούς να φοβούνται να βγουν ή να πάνε στην αγορά για τροφή ή για φάρμακα. Εκατοντάδες έχουν φυλακιστεί, κατηγορούμενοι για μαοϊσμό στη βάση δρακόντειων, αντιδημοκρατικών νόμων. Οι φυλακές είναι γεμάτες με Αντιβάσι, πολλοί εκ των οποίων δεν έχουν ιδέα ποιο έγκλημα έχουν διαπράξει. Πρόσφατα η Σόνι Σόρι, Αντιβάσι δασκάλα από το Μπάσταρ, συνελήφθη και βασανίστηκε κατά την κράτησή της. Έβαζαν πέτρες στο αιδοίο της για να «ομολογήσει» πως ήταν αγγελιαφόρος των μαοϊκών. Οι πέτρες αφαιρέθηκαν από το σώμα της σε ένα νοσοκομείο της Καλκούτας, όπου, μετά από δημόσια κατακραυγή, μεταφέρθηκε για ιατρική εξέταση. Σε μια πρόσφατη ακρόαση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ακτιβιστές παρέδωσαν στους δικαστές τις πέτρες σε μια πλαστική τσάντα. Το μόνο αποτέλεσμα των προσπαθειών τους είναι πως η Σόνι Σόρι παραμένει στη φυλακή[8], ενώ ο Άνκιτ Γκαργκ, ο αστυνομικός διοικητής που διεξήγαγε την ανάκριση, παρασημοφορήθηκε με το Προεδρικό Αστυνομικό Μετάλλιο Ανδρείας την Ημέρα της Δημοκρατίας[9].
Η μόνη μας πληροφόρηση για την οικολογική και κοινωνική αναδιοργάνωση της Κεντρικής Ινδίας έρχεται λόγω των μαζικών εξεγέρσεων και του πολέμου. Η κυβέρνηση δεν παρέχει καμιά πληροφορία. Τα μνημόνια είναι όλα απόρρητα. Ένα μέρος των μμε προσπάθησε να δημοσιοποιήσει αυτό που συμβαίνει στην Κεντρική Ινδία. Όμως, τα περισσότερα μμε της Ινδίας είναι ευάλωτα διότι το κύριο μέρος των εισοδημάτων τους προέρχεται από εταιρικές διαφημίσεις. Ακόμα χειρότερα, τώρα πλέον το σύνορο μεταξύ των μμε και των μεγάλων επιχειρήσεων αρχίζει να θολώνει επικίνδυνα. Όπως είδαμε, η RIL ουσιαστικά έχει στην κατοχή της εικοσιεφτά τηλεοπτικά κανάλια. Όμως συμβαίνει και το αντίστροφο. Κάποια κέντρα μμε έχουν πια άμεσα επιχειρηματικά και εταιρικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, μία από τις μεγαλύτερες καθημερινές εφημερίδες της περιοχής, η Ντένικ Βάσκαρ —και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα— έχει 17,5 εκ. αναγνώστες σε δεκατρείς πολιτείες, σε τέσσερις γλώσσες, μεταξύ των οποίων τα αγγλικά και τα χίντι. Της ανήκουν επιπλέον εξηνταεννιά εταιρείες με συμφέροντα στις εξορύξεις, την παραγωγή ενέργειας, την αγορά ακινήτων και την υφαντουργία. Μια πρόσφατη γραπτή αναφορά που κατατέθηκε στο Ανώτερο Δικαστήριο του Τσατίσγκαρ κατηγορεί την DB Power Ltd (μία από τις εταιρείες του ομίλου) για «σκόπιμη χρήση παράνομων μέσων χειραγώγησης» μέσα από εφημερίδες του ίδιου ομίλου με σκοπό να επηρεάσει το αποτέλεσμα μιας δημόσιας διαδικασίας σχετικά με ένα υπαίθριο ανθρακωρυχείο. Δεν συζητάμε αν όντως επιχείρησε να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι τα κέντρα των μμε είναι σε θέση να το κάνουν. Έχουν τη δύναμη για να το κάνουν. Οι νόμοι της χώρας τούς επιτρέπουν να βρίσκονται σε μια θέση εξαιρετικά επιρρεπή σε σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων.
Από άλλα μέρη της χώρας, δεν έρχονται ειδήσεις. Στην αραιοκατοικημένη μα στρατιωτικοποιημένη βορειοανατολική πολιτεία Αρουνάτσαλ Πραντές κατασκευάζονται 168 μεγάλα φράγματα, τα περισσότερα ιδιωτικά. Μεγάλα φράγματα που θα βυθίσουν ολόκληρες επαρχίες κατασκευάζονται στη Μανιπούρ και το Κασμίρ, δυο εξαιρετικά στρατιωτικοποιημένες πολιτείες στις οποίες άνθρωποι μπορεί να σκοτωθούν μόνο και μόνο επειδή διαδηλώνουν ενάντια στις διακοπές ρεύματος. (Αυτό συνέβη στο Κασμίρ πριν λίγες εβδομάδες.) Πώς μπορούν να σταματήσουν ένα φράγμα;
Το πιο μεγαλομανές φράγμα όλων είναι το Κάλπασαρ στο Γκουτζαράτ. Στα σχέδια είναι ένα φράγμα 34 χιλιομέτρων που θα τέμνει κάθετα τον Κόλπο Κάμπατ και θα έχει μία λεωφόρο δέκα λωρίδων και μία σιδηρομική γραμμή. Η σκέψη είναι να απομονωθεί το νερό της θάλασσας και να δημιουργηθεί μια δεξαμενή γλυκού νερού από τα ποτάμια του Γκουτζαράτ. (Άσχετα που τα ποτάμια αυτά είναι σχεδόν ξερά από τα πολλά φράγματα και δηλητηριασμένα από χημικά απόβλητα.) Το φράγμα Κάλπασαρ, που θα ανέβαζε τη στάθμη της θάλασσας και θα μετέβαλλε την οικολογία εκατοντάδων χιλιομέτρων ακτογραμμής, είχε προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες σε επιστήμονες, όπως δείχνει μια αναφορά του 2007. Επανήλθε ξαφνικά για να υδροδοτήσει την Ειδική Επενδυτική Περιοχή (ΕΕΠ) Ντολέρα, σε μία από τις πιο λείψυδρες περιοχές όχι μόνο της Ινδίας αλλά του κόσμου. Το ΕΕΠ είναι μια παραλλαγή του ΕΟΖ (Ειδική Οικονομική Ζώνη), μια ιδιοδιοικούμενη εταιρική δυστοπία βιομηχανικών πάρκων, ιδιωτικών οικισμών και μεγαλουπόλεων. Η ΕΕΠ Ντολέρα θα συνδεθεί με τις άλλες πόλεις του Γκουτζαράτ μέσω ενός δικτύου λεωφόρων με δέκα λωρίδες. Πού θα βρεθούν τα χρήματα για όλα αυτά;
Τον Ιανουάριο του 2011 στο εκθεσιακό κέντρο Μαχάτμα (Γκάντι) Μάντιρ, ο επικεφαλής υπουργός του Γκουτζαράτ Ναρέντρα Μόντι[10] προέδρευσε σε μια συνάντηση δέκα χιλιάδων διεθνών επιχειρηματιών από εκατό χώρες. Σύμφωνα με τα μμε, οι επιχειρηματίες δεσμεύτηκαν να επενδύσουν 450 δισ. δολάρια στο Γκουτζαράτ. Η συνάντηση προγραμματίστηκε εσκεμμένα στη δέκατη επέτειο της σφαγής δύο χιλιάδων μουσουλμάνων τον Φεβρουάριο του 2002. Ο Μόντι κατηγορείται όχι για απλή υποστήριξη αλλά για συνέργεια στον σκοτωμό. Άνθρωποι που είδαν τους αγαπημένους τους να βιάζονται, να ξεκοιλιάζονται και να καίγονται ζωντανοί, δεκάδες χιλιάδες που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, ακόμα περιμένουν μια κίνηση που να μοιάζει με δικαιοσύνη. Όμως ο Μόντι έχει αλλάξει το κίτρινο μαντίλι και το κόκκινο χρώμα στο μέτωπο με ένα κομψό κοστούμι και ελπίζει πως μια επένδυση 450 δισ. δολαρίων θα λειτουργήσει ως «αντίτιμο αίματος» και θα ισοσκελίσει τον ισολογισμό. Και ίσως αυτό να αληθεύει. Οι μεγάλες επιχειρήσεις τον στηρίζουν με ενθουσιασμό. Η άλγεβρα της απέραντης δικαιοσύνης δουλεύει με μυστηριώδεις τρόπους.
Η ΕΕΠ Ντόλερα είναι απλώς μία από τις μικρότερες μπαμπούσκες, τις εσωτερικές, στη δυστοπία που σχεδιάζεται. Θα συνδέεται με τον Βιομηχανικό Διάδρομο Δελχί-Μουμπάι (DMIC), έναν διάδρομο μήκους 1500 και πλάτους 300 χλμ. με εννιά μεγαβιομηχανικές ζώνες, μία εμπορευματική γραμμή υψηλής ταχύτητας, τρία λιμάνια, έξι αεροδρόμια, μία οδό ταχείας κυκλοφορίας χωρίς διασταυρώσεις και ένα εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος 4.000 MW. Ο DMIC είναι ένα κοινό εγχείρημα των κυβερνήσεων της Ινδίας και της Ιαπωνίας και των αντίστοιχων επιχειρηματικών εταίρων τους που έχει προταθεί από το Διεθνές Ινστιτούτο Μακ Κίνσεϊ.
Η ιστοσελίδα του DMIC λέει πως περίπου 180 εκ. άνθρωποι θα «επηρεαστούν» από το εγχείρημα. Δεν αναφέρει με ποιους τρόπους ακριβώς. Προβλέπει την οικοδόμηση αρκετών νέων πόλεων και εκτιμά πως ο πληθυσμός της περιοχής θα αυξηθεί από τα σημερινά 231 εκ. σε 314 εκ. το 2019. Δηλαδή μέσα σε εφτά χρόνια. Ποια ήταν η τελευταία φορά που ένα κράτος, ένας τύραννος ή ένας δικτάτορας πραγματοποίησε μεταφορά πληθυσμού εκατομμυρίων ανθρώπων; Υπάρχει περίπτωση να γίνει ειρηνικά;
Ο ινδικός στρατός ίσως χρειαστεί να ξεκινήσει εκστρατεία στρατολόγησης ώστε να μην πιαστεί απροετοίμαστος όταν θα διαταχθεί να επέμβει σε όλα τα μέρη της Ινδίας. Ως προετοιμασία για τον ρόλο του στην Κεντρική Ινδία, δημοσίευσε το ανανεωμένο δόγμα στρατιωτικών ψυχολογικών επιχειρήσεων, που περιγράφει «μια σχεδιασμένη διαδικασία για τη μετάδοση ενός μηνύματος σε ένα επιλεγμένο κοινό, για την προώθηση συγκεκριμένων θεμάτων που οδηγούν σε επιθυμητές στάσεις και συμπεριφορές, που επηρεάζουν την επίτευξη πολιτικών και στρατιωτικών στόχων της χώρας». Αυτή η διαδικασία της «διαχείρισης αντιλήψεων», έλεγε, θα διεξαγόταν «με τη χρήση μέσων που διαθέτουν οι Υπηρεσίες».
Ο στρατός είναι αρκετά έμπειρος και γνωρίζει πως από μόνη της η εξαναγκαστική βία δεν αρκεί για να πραγματοποιήσει ή να διαχειριστεί κοινωνική μηχανική της κλίμακας που οραματίζονται οι σχεδιαστές της Ινδίας. Ο πόλεμος ενάντια στους φτωχούς είναι απλός. Όμως εμείς οι υπόλοιποι —οι μεσοαστοί, εργαζόμενοι σε γραφεία, διανοούμενοι, «διαμορφωτές απόψεων»— θέλουμε «διαχείριση αντιλήψεων». Και για αυτό πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στην εξαίσια τέχνη της Εταιρικής Φιλανθρωπίας.
Τελευταία, τα μεγαλύτερα εξορυκτικά συγκροτήματα έχουν αγκαλιάσει τις τέχνες — ταινίες, καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις και το κύμα των λογοτεχνικών φεστιβάλ που έχει αντικαταστήσει τη μανία με τα καλλιστεία της δεκαετίας του ’90. Η Vedanta, που αυτή τη στιγμή εξορύσσει βωξίτη καταστρέφοντας τον τόπο της αρχαίας φυλής Ντόνγκρια Κοντ, είναι χορηγός του κινηματογραφικού διαγωνισμού «Δημιουργώντας την Ευτυχία», αναθέτοντας ταινίες για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε νεαρά σπουδαστά κινηματογράφου. Το σλόγκαν της Vedanta είναι «Εξορύσσοντας την Ευτυχία». Ο όμιλος Jindal εκδίδει ένα περιοδικό σύγχρονης τέχνης και στηρίζει κάποιους από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ινδίας (οι οποίοι δουλεύουν φυσικά με ανοξείδωτο ατσάλι). Η Essar ήταν ο βασικός χορηγός του Φεστιβάλ Σκέψης της Tehelka Newsweek που υποσχόταν «συζητήσεις υψηλών οκτανίων» ανάμεσα στους κυριότερους στοχαστές του κόσμου, μεταξύ των οποίων ήταν σημαντικοί συγγραφείς, ακτιβιστές και μέχρι και ο αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι. (Όλα αυτά στην Γκόα, όπου ακτιβίστριες και δημοσιογράφοι αποκάλυπταν τεράστια σκάνδαλα παράνομων εξορύξεων, ενώ έβγαινε στο φως η συμμετοχή της Essar στον πόλεμο που διεξαγόταν στο Μπάσταρ.) Η Tata Steel και η Rio Tinto (που έχει και αυτή μια βρώμικη ιστορία) ήταν από τους κύριους χορηγούς του Λογοτεχνικού Φεστιβάλ της πόλης Τζαϊπούρ (Πλήρες όνομα: Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τζαϊπούρ Κατασκευαστικής Darsan Singh), το οποίο οι γνώστες διαφημίζουν ως «Το Μεγαλύτερο Λογοτεχνικό Θέαμα Στη Γη». Η Counselage, ο «στρατηγικός διαχειριστής εμπορικού σήματος» του ομίλου Tata, χορηγούσε τη σκηνή Τύπου του φεστιβάλ. Πολλοί από τους καλύτερους και σπουδαιότερους συγγραφείς του κόσμου συγκεντρώθηκαν στην Τζαϊπούρ για να μιλήσουν για τον έρωτα, τη λογοτεχνία, την πολιτική και την ποίηση σούφι. Κάποιοι προσπάθησαν να υπερασπιστούν το δικαίωμα του Σαλμάν Ρούσντι στην ελευθερία του λόγου διαβάζοντας αποσπάσματα από το απαγορευμένο βιβλίο του, τους Σατανικούς Στίχους. Σε κάθε τηλεοπτικό κάδρο, σε κάθε φωτογραφία εφημερίδας, διαγραφόταν πίσω τους, σαν καλοσυνάτος, αγαθός οικοδεσπότης, το λογότυπο της Χαλυβουργίας Τάτα (και το μότο της, «Αξίες Πιο Γερές Από Ατσάλι»). Οι εχθροί της ελευθερίας του λόγου ήταν οι δήθεν δολοφονικές ορδές μουσουλμάνων, οι οποίες, όπως μας είπαν οι διοργανωτές του φεστιβάλ, θα μπορούσαν να επιτεθούν ακόμη και στα παρευρισκόμενα σχολιαρόπαιδα. (Είμαστε μάρτυρες του πόσο αβοήθητη είναι η κυβέρνηση και η αστυνομία της Ινδίας μπροστά στους μουσουλμάνους.) Ναι, η σκληροπυρηνική ισλαμική θεολογική σχολή Ντεομπάντι διαφώνησε με την πρόσκληση του Ρούσντι στο φεστιβάλ. Ναι, κάποιοι ισλαμιστές συγκεντρώθηκαν στον χώρο του φεστιβάλ για να διαμαρτυρηθούν και ναι, σκανδαλωδώς, η κυβέρνηση της πολιτείας δεν έκανε τίποτε για να προστατεύσει τον χώρο. Επειδή όση σχέση είχε αυτό το επεισόδιο με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, άλλη τόση είχε με τη δημοκρατία, τις τράπεζες ψήφων και τις εκλογές του Ούταρ Πραντές. Όμως εκείνο που έφτασε στις εφημερίδες ανά τον κόσμο ήταν ο αγώνας της Ελευθερίας του Λόγου ενάντια στον Ισλαμικό Φονταμενταλισμό. Ότι έφτασε είναι σημαντικό. Όμως δεν αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου ο ρόλος των χορηγών του φεστιβάλ στον πόλεμο των δασών, στους σωρούς των πτωμάτων, στις γεμάτες φυλακές. Ούτε ο Νόμος περί Αποτροπής Παράνομων Δραστηριοτήτων και ο Ειδικός Νόμος για τη Δημόσια Ασφάλεια του Τσατίσγκαρ, σύμφωνα με τους οποίους ακόμα και η αντικυβερνητική σκέψη θεωρείται αδίκημα. Ή η υποχρεωτική δημόσια διαβούλευση για τη μονάδα της Χαλυβουργίας Tata στη Λοαντίγκουντα, που οι ντόπιοι διαμαρτύρονται ότι διεξήχθη εκατοντάδες μίλια μακριά, στη Τζάγκνταλπουρ, σε ένα συγκρότημα γραφείων, με ένα μισθωμένο κοινό πενήντα ατόμων και με ένοπλη φρουρά. Πού ήταν τότε η Ελευθερία του Λόγου; Κανείς δεν ανέφερε το Καλινγκάναγκαρ. Κανείς δεν ανέφερε ότι δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκά και σκηνοθέτριες που εργάζονταν σε θέματα που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση της Ινδίας —όπως τον υπόγειο ρόλο που έπαιξε στη γενοκτονία των Ταμίλ στη Σρι Λάνκα ή τους ανώνυμους τάφους που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στο Κασμίρ— δεν έπαιρναν βίζες ή απελαύνονταν κατευθείαν από το αεροδρόμιο.
Όμως ποιος από εμάς τους αμαρτωλούς θα έριχνε τον πρώτο λίθο; Όχι εγώ, που ζω από τα δικαιώματα εκδοτικών επιχειρήσεων. Όλοι βλέπουμε Tata Sky, σερφάρουμε στο Ίντερνετ με το Tata Photon, κινούμαστε με ταξί Tata, μένουμε σε ξενοδοχεία Tata, πίνουμε τσάι Tata σε πορσελάνη Tata και το ανακατεύουμε με κουταλάκια από ατσάλι Tata. Αγοράζουμε βιβλία Tata από βιβλιοπωλεία Tata. Hum Tata ka namak khatey hain[11]. Είμαστε σε κατάσταση πολιορκίας.
Αν ορίσουμε την ηθική καθαρότητα ως κριτήριο για τη ρίψη του λίθου, τότε οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν είναι αυτοί που έχουν κιόλας φιμωθεί. Αυτοί που ζουν έξω από το σύστημα: οι παράνομοι στα δάση, εκείνοι που οι διαμαρτυρίες τους δεν καλύπτονται ποτέ από τον Τύπο, οι φρόνιμοι Απόκληροι, που πηγαίνουν από δικαστήριο σε δικαστήριο, μαρτυρώντας, δίνοντας καταθέσεις.
Όμως το Φεστιβάλ Λογοτεχνίας μάς χάρισε μια στιγμή επιφοίτησης. Ήρθε η Όπρα. Μας είπε πως αγάπησε την Ινδία, πως θα ερχόταν ξανά και ξανά. Μας γέμισε περηφάνια.
Αυτή είναι η κατάληξη-παρωδία της Υψηλής Τέχνης.
Αν και οι Τάτα ασχολούνται με την εταιρική φιλανθρωπία εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια, χορηγώντας υποτροφίες και χρηματοδοτώντας εξαιρετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και νοσοκομεία, οι ινδικές εταιρείες προσκλήθηκαν μόλις πρόσφατα στην Έναστρη Αίθουσα, την Camera Stellata, τον λαμπρόφωτο κόσμο της παγκόσμιας εταιρικής διακυβέρνησης, θανατηφόρας για τους αντιπάλους της μα κατά τ’ άλλα τόσο επιδέξιας που σχεδόν δεν αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει.
Η συνέχεια αυτού του κειμένου μπορεί να φανεί σε μερικούς σαν μια κάπως σκληρή κριτική. Από την άλλη, σύμφωνα με την παράδοση της απόδοσης τιμών στους αντιπάλους, θα μπορούσε να διαβαστεί ως αναγνώριση της διορατικότητας, της ευελιξίας, της ευφυΐας και της ανυποχώρητης αποφασιστικότητας εκείνων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη διασφάλιση του κόσμου για τον καπιταλισμό.
Η συναρπαστική ιστορία τους, που στην εποχή μας έχει ξεθωριάσει από τη μνήμη, ξεκίνησε στις ΗΠΑ στην αρχή του εικοστού αιώνα όταν, εξοπλισμένη με τη νομική μορφή των ιδρυμάτων, η εταιρική φιλανθρωπία άρχισε να αντικαθιστά την ιεραποστολική δραστηριότητα ως νέα περίπολος διάνοιξης δρόμων και συντήρησης συστημάτων του Καπιταλισμού (και του Ιμπεριαλισμού).
Ένα από τα πρώτα ιδρύματα που φτιάχτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το Ίδρυμα Κάρνεγκι, που συστήθηκε το 1911 με κέρδη της Χαλυβουργίας Κάρνεγκι, και το Ίδρυμα Ροκφέλερ, που δημιουργήθηκε το 1914 από τον Τζ. Ντ. Ροκφέλερ, ιδρυτή της εταιρείας Στάνταρντ Όιλ. Οι Τάτα και οι Αμπάνι του καιρού τους.
Κάποιοι από τους θεσμούς που έχουν δεχτεί επιχορηγήσεις, αρχικό κεφάλαιο ή υποστήριξη από το Ίδρυμα Ροκφέλερ είναι ο ΟΗΕ, η CIA, το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (CFR), το εκπληκτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης και, φυσικά, το Κέντρο Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη (όπου χρειάστηκε να σβηστεί από τον τοίχο η τοιχογραφία του Ντιέγο Ριβιέρα επειδή ο σκανταλιάρης είχε απεικονίσει διεφθαρμένους καπιταλιστές και έναν γενναίο Λένιν· η Ελευθερία του Λόγου είχε πάρει ρεπό).
Ο Τζ. Ντ. Ροκφέλερ ήταν ο πρώτος δισεκατομμυριούχος της Αμερικής και ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Υποστήριζε την κατάργηση της δουλείας, τον Αβραάμ Λίνκολν και την αποχή από το αλκοόλ. Πίστευε πως τα λεφτά του τού είχαν δοθεί από τον Θεό, και μπράβο του.
Ιδού μερικοί στίχοι ενός από τα πρώτα ποιήματα του Πάβλο Νερούδα με τον τίτλο «Standard Oil Company»:
Οι χοντροί της αυτοκράτορες
ζούνε στη Νέα Υόρκη. Είναι απαλοί και
χαμογελαστοί δολοφόνοι,
που αγοράζουν μετάξια, νάυλον, πούρα,
τυραννίσκους και διχτάτορες.
Αγοράζουν χώρες, λαούς, θάλασσες,
αστυνομίες, βουλευτιλίκια,
μακρινές περιοχές όπου
οι φτωχοί φυλάνε το καλαμπόκι τους
όπως οι φιλάργυροι το χρυσάφι τους:
Η Standard Oil τούς ξυπνάει,
τους φοράει το χακί τούς δείχνει
ποιος είναι ο εχθρός αδελφός,
και έτσι ο Παραγουάγιος κάνει πόλεμο
και ξεκάνει τον Μπολιβιάνο
με το μυδραλιοβόλο του μες στη σέλβα.
Ένας πρόεδρος δολοφονημένος
για μια σταγόνα πετρέλαιο,
μια υποθήκη για εκατομμύρια
στρέμματα, μια εκτέλεση
στα πεταχτά κάποιο φωτεινό
πετρωμένο θανατερό πρωινό,
ένα καινούργιο στρατόπεδο εγκάθειρκτων
ταραχοποιών, στην Παταγωνία,
μια προδοσία, ένα ντουφεκίδι
κάτω από την πετρελαιωμένη σελήνη,
μια ραφινάτη αλλαγή υπουργών
στην πρωτεύουσα, ένα βουητό
σαν παλίρροια από λάδι,
και σε λίγο το μπήξιμο
των νυχιών, και τότε θα δεις,
πώς λαμπυρίζουνε πάνω στα σύννεφα,
πάνω στα πέλαγα, μέσα στο σπίτι σου,
τα γράμματα της Standard Oil
φωτίζοντας τις επικράτειές της.
Τότε που τα εταιρικά ιδρύματα πρωτοεμφανίστηκαν στις ΗΠΑ, ξέσπασαν σφοδρές αντιπαραθέσεις για την προέλευση, τη νομιμότητα και την έλλειψη λογοδοσίας τους. Κάποιοι πρότειναν πως αν στις εταιρείες περίσσευαν τόσα λεφτά, θα έπρεπε να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους. (Γίνονταν τέτοιες εξωφρενικές προτάσεις εκείνο τον καιρό, ακόμα και στις ΗΠΑ.) Η ιδέα αυτών των ιδρυμάτων, τόσο κοινή σήμερα, ήταν ένα άλμα της επιχειρηματικής φαντασίας. Νομικές οντότητες που δεν πληρώνουν φόρους, που έχουν τεράστιους πόρους και σχεδόν παντοειδή ατζέντα —εντελώς ανεξέλεγκτες, εντελώς αδιαφανείς— υπάρχει καλύτερος τρόπος για να μετασχηματιστεί ο οικονομικός πλούτος σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, για να μετατραπούν τα λεφτά σε εξουσία; Υπάρχει καλύτερος τρόπος για τους τοκογλύφους να δαπανούν ένα ελάχιστο ποσοστό των κερδών τους ώστε να κυβερνούν τον κόσμο; Πώς αλλιώς θα κατέληγε ο Μπιλ Γκέιτς, που πρέπει να παραδεχτούμε πως ξέρει κάποια πράγματα για τους υπολογιστές, να σχεδιάζει πολιτικές για την εκπαίδευση, την υγεία και τη γεωργία, όχι μόνο για την κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά για κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο;
Με τα χρόνια, καθώς οι άνθρωποι έβλεπαν με τα μάτια τους κάποια από τα πραγματικά καλά έργα των ιδρυμάτων (που άνοιγαν δημόσιες βιβλιοθήκες, εξάλειφαν ασθένειες) — άρχισε να θολώνει η άμεση σύνδεση των εταιρειών με τα ιδρύματα που αυτές χορηγούσαν. Στο τέλος, ξεθώριασε εντελώς. Τώρα ακόμη και όσοι θεωρούν εαυτούς αριστερούς δεν ντρέπονται να αποδεχτούν τη γενναιοδωρία τους.
Τη δεκαετία του 1920, ο καπιταλισμός των ΗΠΑ είχε αρχίσει να κοιτάζει προς τα έξω, αναζητώντας πρώτες ύλες και υπερπόντιες αγορές. Τα ιδρύματα άρχιζαν να αναπτύσσουν την ιδέα της παγκόσμιας εταιρικής διακυβέρνησης. Το 1924, τα Ιδρύματα Ροκφέλερ και Κάρνεγκι δημιούργησαν από κοινού αυτό που είναι σήμερα η ισχυρότερη ομάδα πίεσης παγκοσμίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής — το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (CFR), που αργότερα άρχισε να χρηματοδοτείται και από το Ίδρυμα Φορντ. Το 1947, η νεότευκτη CIA δεχόταν υποστήριξη από το CFR και συνεργαζόταν στενά μαζί του. Συνολικά, εικοσιδύο υπουργοί εξωτερικών των ΗΠΑ έχουν γίνει μέλη του CFR. Πέντε μέλη του CFR συμμετείχαν στην καθοδηγητική επιτροπή του 1943 που σχεδίασε τον ΟΗΕ, ενώ το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται το αρχηγείο του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αγοράστηκε με μια επιχορήγηση 8,5 εκ. δολαρίων του Τζ. Ντ. Ροκφέλερ.
Και οι έντεκα πρόεδροι της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 1946 —άνθρωποι που αυτοπαρουσιάζονταν ως ιεραπόστολοι για τους φτωχούς— ήταν μέλη του CFR. (Η εξαίρεση ήταν ο Τζορτζ Γουντς. Ο οποίος ήταν διαχειριστής του Ιδρύματος Ροκφέλερ και αντιπρόεδρος της τράπεζας Τσέις Μανχάταν.)
Στο Μπρέτον Γουντς, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ αποφάσισαν πως το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου θα είναι το δολάριο των ΗΠΑ και πως για να ενισχυθεί η διείσδυση του παγκόσμιου κεφαλαίου θα πρέπει να παγκοσμιοποιηθούν και να τυποποιηθούν οι επιχειρηματικές πρακτικές σε μια ανοιχτή αγορά. Με αυτό τον σκοπό δαπανούν μεγάλα χρηματικά ποσά για να προωθούν την Καλή Διακυβέρνηση (εφόσον αυτοί παίρνουν τις αποφάσεις), την έννοια του Κράτους Δικαίου (εφόσον αυτοί ορίζουν τι είναι δίκαιο) και εκατοντάδες προγράμματα κατά της διαφθοράς (για να συμμαζέψουν το σύστημα που αυτοί έχουν εγκαταστήσει). Δύο από τους πιο αδιαφανείς και ανεξέλεγκτους οργανισμούς παγκοσμίως κυκλοφορούν και απαιτούν διαφάνεια και έλεγχο από τις κυβερνήσεις των φτωχότερων χωρών.
Με δεδομένο ότι η Παγκόσμια Τράπεζα έχει βασικά καθορίσει τις οικονομικές πολιτικές του Τρίτου Κόσμου, ανοίγοντας δια της βίας την αγορά της μιας χώρας μετά την άλλη στο παγκόσμιο κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να πούμε πως η εταιρική φιλανθρωπία αποδείχθηκε η πιο εμπνευσμένη μπίζνα όλων των εποχών.
Τα εταιρικά ιδρύματα μοιράζουν, ανταλλάσσουν και κατευθύνουν την ισχύ τους και τοποθετούν τα κομμάτια τους στη σκακιέρα μέσω ενός συστήματος επίλεκτων λεσχών και δεξαμενών σκέψης, με μέλη που εναλλάσσονται, μπαινοβγαίνοντας από τις περιστρεφόμενες πόρτες τους. Σε αντίθεση με τις διάφορες θεωρίες συνομωσίας που κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μεταξύ αριστερών ομάδων, αυτή η διευθέτηση δεν έχει τίποτα το κρυφό, σατανικό ή μασονικό. Δεν έχει μεγάλη διαφορά από τον τρόπο που οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εικονικές εταιρείες και υπεράκτιους λογαριασμούς για να μεταφέρουν και να διαχειρίζονται τα χρήματά τους — μόνο που εδώ το νόμισμα είναι η εξουσία και όχι το χρήμα.
Το διεθνές ισοδύναμο του CFR είναι η Τριμερής Επιτροπή, που ιδρύθηκε το 1973 από τον Ντέιβιντ Ροκφέλερ, τον πρώην σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι (ιδρυτή και μέλος των Αφγανών μουτζαχεντίν, προγόνων των Ταλιμπάν), την τράπεζα Τσέις Μανχάταν και κάποιες άλλες εκλαμπρότητες του ιδιωτικού τομέα. Είχε ως σκοπό να δημιουργήσει έναν διαρκή δεσμό φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στις ελίτ της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Τώρα πια είναι πενταμερής επιτροπή, μια και περιλαμβάνει μέλη από την Κίνα και από την Ινδία (Ταρούν Ντας από τον CII[12]· Ν. Ρ. Νάραγιανα Μούρτι, πρώην γενικός διευθυντής της Infosys· Τζαμσίντ N. Γκοντρέτζ, διευθύνων σύμβουλος της Godrej· Τζαμσίντ Τζ. Ιρανί, διευθυντής της Tata Sons· και Γκόταμ Τάπαρ, γενικός διευθυντής του ομίλου Avantha).
Το Ινστιτούτο Άσπεν είναι μια διεθνής λέσχη τοπικών ελίτ, επιχειρηματιών, γραφειοκρατών και πολιτικών, με παρακλάδια σε πολλές χώρες. Ο Ταρούν Ντας είναι ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Άσπεν της Ινδίας. Ο Γκόταμ Τάπαρ είναι μέλος του. Πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι του Διεθνούς Ινστιτούτου Μακ Κίνσεϊ (που πρότεινε τον Βιομηχανικό Διάδρομο Δελχί-Μουμπάι) είναι μέλη του CFR, της Τριμερούς Επιτροπής και του Ινστιτούτου Άσπεν.
Το Ίδρυμα Φορντ (το φιλελεύθερο αντίβαρο του πιο συντηρητικού Ιδρύματος Ροκφέλερ, παρόλο που τα δυο αυτά ιδρύματα δουλεύουν συνεχώς μαζί) ιδρύθηκε το 1936. Συχνά παραβλέπεται ότι το Ίδρυμα Φορντ έχει μια πολύ ξεκάθαρη, σαφώς ορισμένη ιδεολογία και ότι συνεργάζεται πάρα πολύ στενά με το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ. Το εγχείρημά του για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την «καλή διακυβέρνηση» εντάσσεται στο σχέδιο του Μπρέτον Γουντς για την τυποποίηση των επιχειρηματικών πρακτικών και την προώθηση της λειτουργικότητας της ελεύθερης αγοράς. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι κομμουνιστές πήραν τη θέση των φασιστών ως Εχθροί Νο 1 του κράτους των ΗΠΑ, ήταν απαραίτητες νέες μορφές θεσμών ώστε να λειτουργούν στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Φορντ χρηματοδότησε τη RAND (Εταιρεία Έρευνας και Ανάπτυξης), μια στρατιωτική δεξαμενή σκέψης που ξεκίνησε με οπλικές έρευνες για τις υπηρεσίες εθνικής άμυνας των ΗΠΑ. Το 1952, για να ματαιώσει «τις αδιάκοπες προσπάθειες των Κομμουνιστών να διεισδύσουν στα ελεύθερα έθνη και να τα διαταράξουν», ίδρυσε το Ταμείο για τη Δημοκρατία, το οποίο στη συνέχεια μετασχηματίστηκε σε Κέντρο για την Έρευνα των Δημοκρατικών Θεσμών, που είχε ως αποστολή του να διεξάγει τον Ψυχρό Πόλεμο με έξυπνο τρόπο, χωρίς Μακαρθικές υπερβολές. Μέσα από την ίδια οπτική θα πρέπει να δούμε και το έργο του Ιδρύματος Φορντ με τα εκατομμύρια δολάρια που έχει επενδύσει στην Ινδία — χρηματοδοτώντας καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και ακτιβιστές, παρέχοντας γενναίες επιχορηγήσεις σε μαθήματα και υποτροφίες πανεπιστημίων.
Οι δηλωμένοι «στόχοι για το μέλλον της ανθρωπότητας» του Ιδρύματος Φορντ περιλαμβάνουν επεμβάσεις, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, σε πολιτικά κινήματα βάσης. Στις ΗΠΑ, το ίδρυμα διέθεσε εκατομμύρια σε υποτροφίες και δάνεια στηρίζοντας το κίνημα των πιστωτικών ενώσεων που ξεκίνησε το 1919 ο ιδιοκτήτης πολυκαταστήματος Έντουαρντ Φιλίν. Ο Φιλίν πίστευε στη δημιουργία μιας κοινωνίας μαζικής κατανάλωσης καταναλωτικών αγαθών παρέχοντας στους εργάτες οικονομικά προσιτή πίστωση — μια ριζοσπαστική ιδέα στον καιρό της. Στην πραγματικότητα, μισή μόνο ριζοσπαστική ιδέα, επειδή το άλλο μισό πιστεύω του Φιλίν ήταν η ισότιμη κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Οι καπιταλιστές άρπαξαν το πρώτο μισό της πρότασης του Φιλίν και, μοιράζοντας «προσιτά» δάνεια δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε εργάτες, μετέτρεψαν την εργατική τάξη των ΗΠΑ σε ανθρώπους μονίμως χρεωμένους, που όλο τρέχουν να φτάσουν τον τρόπο ζωής τους.
Πολλά χρόνια αργότερα, η ίδια ιδέα διαχύθηκε προς τα κάτω κι έφτασε στην πάμφτωχη ύπαιθρο του Μπανγκλαντές, όταν ο Μοχάμεντ Γιούνους και η τράπεζα Γκραμίν έφεραν, με ολέθριες συνέπειες, τη μικροπίστωση σε πεινασμένους χωρικούς. Οι φτωχοί της ινδικής χερσονήσου ζούσαν πάντα μες στο χρέος, στο χέρι του ανελέητου τοκογλύφου του χωριού — του Μπάνια. Όμως η μικροχρηματοδότηση το ανήγαγε και αυτό σε εταιρεία. Οι μικροχρηματοδοτικές εταιρείες της Ινδίας είναι υπεύθυνες για εκατοντάδες αυτοκτονίες — διακοσίων ατόμων μόνο το 2010 στο Άντρα Πραντές. Μια καθημερινή εφημερίδα εθνικής κυκλοφορίας δημοσίευσε πρόσφατα το σημείωμα αυτοκτονίας ενός δεκαοχτάχρονου κοριτσιού που εξαναγκάστηκε να παραδώσει τις τελευταίες της 150 ρουπίες, δίδακτρα για το σχολείο της, σε τραμπούκους υπαλλήλους της μικροχρηματοδοτικής εταιρείας. Το σημείωμα έγραφε: «Να δουλεύετε σκληρά και να κερδίζετε τα λεφτά. Να μην παίρνετε δάνεια».
Η φτώχεια γεννά πολλά λεφτά, όπως και κάμποσα βραβεία Νόμπελ.
Τη δεκαετία του 1950, τα ιδρύματα Ροκφέλερ και Φορντ, που χρηματοδοτούσαν πολλές ΜΚΟ και διεθνείς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, άρχισαν να λειτουργούν ως οιονεί προεκτάσεις του κράτους των ΗΠΑ, το οποίο εκείνο τον καιρό ανέτρεπε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, το Ιράν και την Ινδονησία. (Περίπου τον ίδιο καιρό διείσδυσε και στην Ινδία, που ήταν τότε αδέσμευτη αλλά με σαφή κλίση προς τη Σοβιετική Ένωση.) Το ίδρυμα Φορντ εγκαθίδρυσε στο Πανεπιστήμιο της Ινδονησίας ένα μάθημα οικονομικών α λα ΗΠΑ. Η αφρόκρεμα των Ινδονήσιων σπουδαστών, εκπαιδευμένη στην καταστολή εξεγέρσεων από αξιωματικούς του στρατού των ΗΠΑ, έπαιξε κεντρικό ρόλο στο υποβοηθούμενο από τη CIA πραξικόπημα του 1965 που έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Σουχάρτο. Ο οποίος ξεπλήρωσε τους δασκάλους του σφαγιάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες αντάρτες κομμουνιστές.
Οχτώ χρόνια μετά, νεαροί φοιτητές από τη Χιλή, που έμειναν στην ιστορία ως τα Αγόρια του Σικάγο, καλέστηκαν στις ΗΠΑ για να εκπαιδευτούν στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο από τον Μίλτον Φρίντμαν (με τη χορηγία του Τζ. Ντ. Ροκφέλερ), στα πλαίσια της προετοιμασίας για το υποβοηθούμενο από τη CIA πραξικόπημα του 1973 που σκότωσε τον Σαλβαδόρ Αγιέντε και έφερε τον στρατηγό Πινοσέτ και τη δεκαεφταετή κυριαρχία των εκτελεστικών αποσπασμάτων, των εξαφανίσεων και του τρόμου. Το έγκλημα του Αγιέντε ήταν πως ήταν σοσιαλιστής, εκλεγμένος δημοκρατικά, που εθνικοποίησε τα ορυχεία της Χιλής.
Το 1957, το ίδρυμα Ροκφέλερ καθιέρωσε το Βραβείο Ραμόν Μαγκσέισεϊ για κοινοτικούς ηγέτες στην Ασία. Είχε το όνομα του Ραμόν Μαγκσέισεϊ, προέδρου των Φιλιπίνων, βασικού συμμάχου της αντικομμουνιστικής εκστρατείας των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία. Το 2000, το ίδρυμα Φορντ καθιέρωσε το Βραβείο Ανερχόμενης Ηγεσίας Ραμόν Μαγκσέισεϊ. Το Βραβείο Μαγκσέισεϊ θεωρείται αξιοζήλευτο από καλλιτέχνες, ακτιβιστές και κοινοτικούς οργανωτές στην Ινδία. Το έχουν κερδίσει η Μ. Σ. Σουμπουλακσμί και ο Σάττατζιτ Ράι, ο Τζαϊπρακάς Ναραγιάν αλλά και ένας από τους καλύτερους δημοσιογράφους της Ινδίας, ο Πάλαγκουμι Σαϊνάτ[13]. Όμως αυτοί βοήθησαν περισσότερο το βραβείο Μαγκσέισεϊ από ό,τι τους βοήθησε εκείνο. Και το βραβείο έχει γίνει ανεπίσημο κριτήριο για το ποιοι ακτιβισμοί είναι «αποδεκτοί» και ποιοι όχι.
Είναι ενδιαφέρον ότι το κίνημα του Ανά Χαζάρε ενάντια στη διαφθορά το περασμένο καλοκαίρι [σημ.: του 2011] είχε επικεφαλής τρεις κατόχους του βραβείου Μαγκσέισεϊ — τον Ανά Χαζάρε, τον Αρβίντ Κετζριβάλ και την Κίραν Μπέντι[14]. Μία από τις πολλές ΜΚΟ του Αρβίντ Κετζριβάλ χρηματοδοτείται γενναιόδωρα από το ίδρυμα Φορντ. Η ΜΚΟ της Κίραν Μπέντι χρηματοδοτείται από την Κόκα Κόλα και τη Λήμαν Μπράδερς.
Παρόλο που ο Ανά Χαζάρε αυτοαποκαλείται Γκαντιστής, ο νόμος που απαίτησε —ο νόμος Τζαν Λοκπάλ— ήταν αντιγκαντιστικός, ελιτιστικός και επικίνδυνος. Μια ακούραστη εκστρατεία εταιρικών μμε τον ανακήρυξε φωνή «του λαού». Αντίθετα από το κίνημα Occupy Wall Street στις ΗΠΑ, το κίνημα Χαζάρε δεν έβγαλε μιλιά για τις ιδιωτικοποιήσεις, την εξουσία των εταιρειών και τις οικονομικές «μεταρρυθμίσεις». Αντιθέτως, τα βασικά μμε υποστηρικτές του πέτυχαν να αποτραβήξουν την προσοχή από τεράστια εταιρικά σκάνδαλα (στα οποία είχαν εκτεθεί και προβεβλημένοι δημοσιογράφοι) και μέσω του δημόσιου διασυρμού πολιτικών να απαιτήσουν την περαιτέρω αφαίρεση εξουσιών από την κυβέρνηση, για περισσότερες μεταρρυθμίσεις, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Η αξιολόγηση του 2007 της Παγκόσμιας Τράπεζας από την Ουάσινγκτον έλεγε ότι το κίνημα αυτό θα «συμπλήρωνε αρμονικά» τη στρατηγική «καλής διακυβέρνησης» της τράπεζας. (Το 2008 ο Ανά Χαζάρε έλαβε το βραβείο Εξαιρετικών Δημόσιων Υπηρεσιών της Παγκόσμιας Τράπεζας.)
Όπως κάθε καλός Ιμπεριαλιστής, τα Φιλανθρωποειδή επωμίστηκαν το καθήκον να δημιουργήσουν και να εκπαιδεύσουν έναν διεθνή κύκλο στελεχών που πιστεύουν ότι ο Καπιταλισμός, και κατ’ επέκταση η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι προς το συμφέρον τους. Και που θα βοηθούσαν τη λειτουργία της Παγκόσμιας Εταιρικής Διακυβέρνησης με τους ίδιους τρόπους που υπηρετούν ανέκαθεν την αποικιοκρατία οι τοπικές ελίτ. Έτσι ξεκίνησε η επιδρομή των ιδρυμάτων στην εκπαίδευση και τις τέχνες, που θα γίνονταν η τρίτη σφαίρα επιρροής τους, μετά την εξωτερική πολιτική και την εγχώρια οικονομική πολιτική. Δαπάνησαν (και δαπανούν ακόμα) εκατομμύρια δολάρια σε ακαδημαϊκούς θεσμούς και στην εκπαίδευση.
Η Τζόαν Ρούλοφς, στο θαυμάσιο βιβλίο της Ιδρύματα και Δημόσια Πολιτική: Η μάσκα του πλουραλισμού, περιγράφει πώς τα ιδρύματα άλλαξαν τις παλιές ιδέες για τη διδασκαλία των πολιτικών επιστημών και δημιούργησαν τους κλάδους των «διεθνών» και των «περιφερειακών» σπουδών[15]. Αυτό προσέφερε στις Υπηρεσίες Πληροφοριών και Ασφάλειας των ΗΠΑ μια δεξαμενή στρατολογήσιμων ειδικών στις ξένες γλώσσες και πολιτισμούς. Η CIA και το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ συνεχίζουν να συνεργάζονται με φοιτητές και καθηγητές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για την ηθική πλευρά της ακαδημίας.
Όλες οι εξουσίες βασίζονται στη συλλογή πληροφοριών για τον έλεγχο των ανθρώπων. Καθώς διαδίδεται σε όλη την Ινδία η αντίσταση στις απαλλοτριώσεις γης και τις νέες οικονομικές πολιτικές, στη σκιά του ανοιχτού πολέμου στην Κεντρική Ινδία, η μέθοδος ανάσχεσης της ινδικής κυβέρνησης είναι να ξεκινήσει ένα γιγάντιο βιομετρικό πρόγραμμα, ίσως ένα από τα πιο φιλόδοξα και πολυδάπανα προγράμματα συλλογής πληροφοριών παγκοσμίως — τον Ατομικό Αριθμό Ταυτοποίησης (UID). Οι άνθρωποι δεν έχουν καθαρό πόσιμο νερό, αποχωρητήρια, φαγητό και λεφτά, θα έχουν όμως εκλογικές κάρτες και επιπλέον αριθμούς UID. Είναι σύμπτωση ότι το έργο του UID, με επικεφαλής τον Νάνταν Νιλεκάνι, πρώην γενικό διευθυντή της Infosys, με φαινομενικό σκοπό την «παροχή υπηρεσιών στους φτωχούς», θα μεταγγίσει τεράστια χρηματικά ποσά σε μια κάπως κλονισμένη βιομηχανία πληροφορικής; Η ψηφιοποίηση μιας χώρας με τόσο μεγάλο πληθυσμό παράτυπων και «δυσανίχνευτων» ανθρώπων —στην πλειονότητά τους κατοίκων παραγκουπόλεων, γυρολόγων, Αντιβάσι χωρίς τίτλους γης— θα τους εγκληματοποιήσει, μετατρέποντάς τους από παράτυπους σε παράνομους. Η ιδέα είναι να επιτύχουν μια ψηφιακή εκδοχή της Περίφραξης των Κοινών[16], προσφέροντας τεράστιες δυνατότητες στα χέρια ενός ολοένα πιο σκληρού αστυνομικού κράτους. Η τεχνοκρατική εμμονή του Νιλεκάνι για τη συλλογή δεδομένων ταιριάζει στην εμμονή του Μπιλ Γκέιτς για τις ψηφιακές βάσεις δεδομένων, τους αριθμητικούς στόχους και τις «βαθμολογίες προόδου», λες και η αιτία της πείνας στον κόσμο είναι η έλλειψη πληροφόρησης, αντί για την αποικιοκρατία, το χρέος και τις στρεβλές εταιρικές πολιτικές με πυξίδα το κέρδος.
Τα εταιρικά ιδρύματα είναι οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες των κοινωνικών επιστημών και των τεχνών, χορηγώντας μαθήματα και υποτροφίες φοιτητών στις αναπτυξιακές και τις πολιτισμικές έρευνες, στις επιστήμες της συμπεριφοράς και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ άνοιξαν τις πόρτες τους σε φοιτητές άλλων χωρών, εισέρρευσαν μαζικά εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές, παιδιά των ελίτ του Τρίτου Κόσμου. Σε όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα δίνονταν υποτροφίες. Σήμερα σε χώρες όπως η Ινδία και το Πακιστάν είναι ελάχιστες οι οικογένειες των μεγαλοαστικών στρωμάτων χωρίς απόγονο σπουδασμένο στις ΗΠΑ. Από τις τάξεις τους έχουν προέλθει καλοί διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, μα επίσης και οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί οικονομικών, οι οικονομολόγοι, οι εταιρικοί δικηγόροι, οι τραπεζίτες και οι γραφειοκράτες που βοήθησαν στο άνοιγμα των οικονομιών των χωρών τους για τις παγκόσμιες επιχειρήσεις.
Οι διανοούμενοι της ιδρυματόφιλης εκδοχής της οικονομίας και των πολιτικών επιστημών ανταμείφθηκαν με υποτροφίες, χρηματοδοτήσεις, δωρεές, κονδύλια και θέσεις εργασίας. Εκείνοι με απόψεις που δεν ήταν φιλικές για τα ιδρύματα βρέθηκαν χωρίς χρηματοδότηση, απομονωμένοι στο περιθώριο, με τα μαθήματά τους να καταργούνται. Σταδιακά, ένα συγκεκριμένο φαντασιακό —μια εύθραυστη, επιφανειακή προσποίηση ανεκτικότητας και πολυπολιτισμικότητας (που μεταμορφώνεται στη στιγμή σε ρατσισμό, λυσσασμένο εθνικισμό, εθνικό σωβινισμό ή πολεμοκάπηλη ισλαμοφοβία) υπό την αιγίδα μίας γενικότερης ιδεολογίας πολύ αντίθετης στην πολυφωνία— άρχισε να κυριαρχεί στον διάλογο. Κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό ώστε σταμάτησε να θεωρείται καν ιδεολογία. Έγινε η μοναδική θέση, ο φυσικός τρόπος σκέψης. Διείσδυσε στο κανονικό, αποίκισε το συνηθισμένο, ώσπου η διαφωνία μαζί του άρχισε να φαντάζει παράλογη και δυσνόητη σαν διαφωνία με την ίδια την πραγματικότητα. Από εκεί δεν απείχε πολύ το «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική».
Μόνο τώρα, χάρη στο κίνημα Occupy, εμφανίστηκε μια άλλη γλώσσα στους δρόμους και τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Η θέα φοιτητών με πανό που γράφουν «Ταξικός πόλεμος» ή «Δεν μας πειράζει που έχετε λεφτά, μας πειράζει που αγοράζετε το κράτος μας» είναι, δεδομένων των συνθηκών, σχεδόν ισάξια με επανάσταση.
Έναν αιώνα μετά την αρχή της, η εταιρική φιλανθρωπία είναι τόσο παρούσα στις ζωές μας όσο και η Κόκα-Κόλα. Σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, πολλές εκ των οποίων συνδέονται με τα μεγαλύτερα ιδρύματα μέσω ενός πολυδαίδαλου οικονομικού λαβυρίνθου. Συνολικά, αυτός ο «ανεξάρτητος» τομέας έχει περιουσία αξίας σχεδόν 450 δισ. δολαρίων. Πιο μεγάλο είναι το Ίδρυμα Γκέιτς με 21 δισ. δολάρια· ακολουθούν το Κληροδότημα Λίλυ (16 δισ. δολάρια) και το Ίδρυμα Φορντ (15 δισ. δολάρια).
Όσο το ΔΝΤ επέβαλλε διαρθρωτικές προσαρμογές, εκβιάζοντας κυβερνήσεις για να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την παιδική μέριμνα, την ανάπτυξη, εκεί εισχωρούσαν οι ΜΚΟ. Η Ιδιωτικοποίηση των Πάντων σήμανε επίσης τη ΜΚΟποίηση των Πάντων. Με την εξαφάνιση θέσεων εργασίας και τρόπων βιοπορισμού, οι ΜΚΟ έχουν γίνει σημαντική πηγή απασχόλησης, ακόμη και για όσους βλέπουν καθαρά τον ρόλο τους. Και βεβαίως δεν είναι όλες κακές. Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ΜΚΟ, κάποιες κάνουν εξαιρετικό, ριζοσπαστικό έργο, και θα ήταν κρίμα να βάλουμε όλες τις ΜΚΟ στο ίδιο τσουβάλι. Ωστόσο, οι εταιρικές ΜΚΟ και οι ΜΚΟ των ιδρυμάτων είναι η μέθοδος του παγκόσμιου κεφαλαίου να εισχωρεί δια της χρηματικής οδού σε κινήματα αντίστασης, ακριβώς όπως οι μέτοχοι αγοράζουν μετοχές εταιρειών προσπαθώντας να τις ελέγξουν από μέσα. Κάθονται σαν κόμβοι στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις ροές της παγκόσμιας χρηματοδότησης. Λειτουργούν ως πομποί, δέκτες, απορροφητές δονήσεων, επαγρυπνώντας για τον παραμικρό παλμό, προσέχοντας να μην ενοχλήσουν ποτέ τις κυβερνήσεις των χωρών που τις φιλοξενούν. (Το ίδρυμα Φορντ απαιτεί γραπτή δέσμευση γι’ αυτό από τους οργανισμούς που χρηματοδοτεί.) Άθελά τους (και κάποιες φορές ηθελημένα) λειτουργούν ως κατασκοπευτικοί κόμβοι, των οποίων οι αναφορές, τα εργαστήρια και οι υπόλοιπες ιεραποστολικές τους δραστηριότητες τροφοδοτούν με δεδομένα ένα ολοένα πιο επιθετικό σύστημα επιτήρησης ολοένα πιο σκληρών κρατών. Όσο πιο ταραγμένη είναι μια περιοχή, τόσο περισσότερες ΜΚΟ βρίσκονται σε αυτή.
Υποκριτικά, όταν η κυβέρνηση της Ινδίας ή τμήματα των εταιρικών μμε της θέλουν να κάνουν μια δυσφημιστική εκστρατεία ενάντια σε ένα πραγματικό κίνημα βάσης, όπως το Νάρμαντα Μπατσάο Άντολαν[17] ή η αντίσταση στον πυρηνικό αντιδραστήρα Κούντανκουλαμ, κατηγορούν τα κινήματα αυτά πως είναι ΜΚΟ με «χρηματοδότηση από το εξωτερικό». Γνωρίζουν πολύ καλά πως η αποστολή των περισσότερων ΜΚΟ, ειδικά των καλά χρηματοδοτούμενων, είναι να προωθούν το έργο της εταιρικής παγκοσμιοποίησης και όχι να το εμποδίζουν.
Με όπλα τα δισεκατομμύριά τους, αυτές οι ΜΚΟ έχουν εισχωρήσει στον κόσμο, μετατρέποντας δυνητικούς επαναστάτες σε μισθωτούς ακτιβιστές, χρηματοδοτώντας καλλιτέχνες, διανοούμενους και σκηνοθέτες, απομακρύνοντάς τους απαλά από τη ριζοσπαστική σύγκρουση και ωθώντας τους στην κατεύθυνση της πολυπολιτισμικότητας, της ισότητας των φύλων, της κοινοτικής ανάπτυξης — του λόγου που διατυπώνεται στη γλώσσα των πολιτικών ταυτότητας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ο μετασχηματισμός της έννοιας της δικαιοσύνης στη βιομηχανία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι ένα εννοιολογικό πραξικόπημα στο οποίο οι ΜΚΟ και τα ιδρύματα έχουν παίξει κεντρικό ρόλο. Η στενή εστίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων επιτρέπει μια ανάλυση με βάση τη βιαιότητα, στην οποία η μεγάλη εικόνα μπορεί να αποκρυφτεί και έτσι οι δύο πλευρές μιας σύγκρουσης —για παράδειγμα, οι Μαοϊκοί και η κυβέρνηση της Ινδίας ή ο ισραηλινός στρατός και η Χαμάς— μπορούν να κατηγορηθούν αμφότερες ως Παραβιαστές Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Και τότε η αρπαγή της γης από τις εξορυκτικές επιχειρήσεις όπως και η ιστορία της προσάρτησης παλαιστινιακών εδαφών από το κράτος του Ισραήλ γίνονται υποσημειώσεις που έχουν ελάχιστη βαρύτητα στον διάλογο. Δεν ισχυρίζομαι πως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν σημασία. Είναι σημαντικά, μα δεν αρκούν ως πρίσμα διαμέσου του οποίου θα μπορούμε να δούμε ή να κατανοήσουμε έστω και αμυδρά τις μεγάλες αδικίες του κόσμου στον οποίο ζούμε.
Ένα άλλο εννοιολογικό πραξικόπημα αφορά την ανάμιξη των ιδρυμάτων στο φεμινιστικό κίνημα. Γιατί οι περισσότερες «επίσημες» φεμινίστριες και γυναικείες οργανώσεις της Ινδίας κρατούν απόσταση ασφαλείας από οργανώσεις όπως ας πούμε η Κράντικαρι Αντιβάσι Μαχίλα Σάνγκαταν[18] (Ένωση Επαναστατριών Γυναικών Αντιβάσι) με τα ενενήντα χιλιάδες μέλη που πολεμά την πατριαρχία εντός των κοινοτήτων της και τον εκτοπισμό από τις εξορυκτικές επιχειρήσεις στο δάσος Νταντακαράνια; Γιατί η αναγκαστική απαλλοτρίωση και η εκδίωξη εκατομμυρίων γυναικών από γη που κατείχαν και δούλευαν δεν θεωρείται φεμινιστικό πρόβλημα;
Ο διαχωρισμός του φιλελεύθερου φεμινιστικού κινήματος από τα αντιιμπεριαλιστικά και αντικαπιταλιστικά κινήματα βάσης δεν ξεκίνησε από τα ύπουλα σχέδια των ιδρυμάτων. Ξεκίνησε από την ανικανότητα αυτών των κινημάτων να προσαρμοστούν ώστε να κάνουν χώρο για την ταχεία ριζοσπαστικοποίηση των γυναικών που λάμβανε χώρα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Τα ιδρύματα έδειξαν μεγάλη ευφυΐα αναγνωρίζοντας, και σπεύδοντας να στηρίξουν και να χρηματοδοτήσουν, την αυξανόμενη δυσφορία των γυναικών με τη βία και την πατριαρχία των παραδοσιακών κοινωνιών τους καθώς και των υποτιθέμενα προοδευτικών ηγετών των αριστερών κινημάτων. Σε μια χώρα όπως η Ινδία, το σχίσμα ακολουθούσε επίσης τον διαχωρισμό πόλης-επαρχίας. Τα περισσότερα ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά κινήματα βρίσκονταν στην επαρχία, όπου η πατριαρχία συνέχιζε να κυβερνά τις ζωές των γυναικών. Οι ακτιβίστριες των πόλεων που συμμετείχαν σε αυτά τα κινήματα ήταν επηρεασμένες και εμπνευσμένες από το φεμινιστικό κίνημα της Δύσης και οι προσωπικές τους απελευθερωτικές διαδρομές συχνά συγκρούονταν με το θεωρούμενο ως καθήκον τους από τους άντρες επικεφαλής τους: Να ταιριάξουν με «τις μάζες». Πολλές ακτιβίστριες δεν ήταν διατεθειμένες να περιμένουν άλλο την «επανάσταση» για να δώσει τέλος στην καθημερινή καταπίεση και υποτίμηση των ζωών τους, η οποία προερχόταν και από τους ίδιους τους συντρόφους τους. Ήθελαν η ισότητα των φύλων να είναι απόλυτο, άμεσο και αδιαπραγμάτευτο κομμάτι της επαναστατικής διαδικασίας και όχι απλώς μια μετεπαναστατική υπόσχεση. Ευφυείς, οργισμένες και απογοητευμένες γυναίκες άρχισαν να αποσύρονται και να αναζητούν άλλα μέσα στήριξης και επιβίωσης. Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, περίπου την εποχή που άνοιξαν οι αγορές της Ινδίας, το φιλελεύθερο φεμινιστικό κίνημα της Ινδίας είχε υπερ-ΜΚΟποιηθεί. Πολλές από αυτές τις ΜΚΟ έχουν κάνει δουλειά ζωτικής σημασίας για τα δικαιώματα των λοατκι, την οικιακή βία, το AIDS και τα δικαιώματα των σεξεργατών. Όμως είναι σημαντικό ότι το φιλελεύθερο φεμινιστικό κίνημα δεν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντίστασης ενάντια στις Νέες Οικονομικές Πολιτικές, παρ’ όλο που αυτές πλήττουν πολύ περισσότερο τις γυναίκες. Ελέγχοντας τον διαμοιρασμό των χρημάτων, τα ιδρύματα έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να καθορίζουν το επιτρεπόμενο πεδίο της «πολιτικής» δραστηριότητας. Πλέον, οι χρηματοδοτικοί κανόνες των ΜΚΟ καθορίζουν ποια «ζητήματα» μετράνε ως γυναικεία και ποια όχι.
Παράλληλα, η ΜΚΟποίηση του γυναικείου κινήματος έχει καταστήσει τον δυτικό φιλελεύθερο φεμινισμό (επειδή είναι η βερσιόν με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση) μέτρο και σταθμό του τι είναι φεμινισμός. Οι μάχες, ως συνήθως, δίνονται πάνω στα σώματα των γυναικών, βγάζοντας Botox από τη μία και μπούρκες από την άλλη. (Υπάρχουν και εκείνες που δέχονται διπλό χτύπημα, Botox και μπούρκας μαζί.) Όταν, όπως συνέβη πρόσφατα στη Γαλλία, επιχειρείται ο εξαναγκασμός των γυναικών να βγάλουν την μπούρκα αντί για τη δημιουργία μιας συνθήκης όπου μια γυναίκα θα μπορεί να επιλέγει τι θέλει, αυτό δεν είναι απελευθέρωση αλλά ξεγύμνωμα της γυναίκας. Γίνεται πράξη εξευτελισμού και πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Ο εξαναγκασμός μιας γυναίκας να βγάλει την μπούρκα της είναι εξίσου κακό πράγμα με τον εξαναγκασμό της να τη φορέσει. Το θέμα δεν είναι η μπούρκα. Είναι ο εξαναγκασμός. Η θεώρηση του φύλου με αυτό τον τρόπο, αποκομμένου από το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, το κάνει θέμα ταυτότητας, μάχη ενδυμάτων και αξεσουάρ. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσει τις Δυτικές φιλελεύθερες φεμινιστικές ομάδες ως ηθική κάλυψη όταν εισέβαλε στο Αφγανιστάν το 2001. Οι Αφγανές γυναίκες είχαν (και έχουν) φοβερά προβλήματα υπό την εξουσία των Ταλιμπάν. Όμως αυτά δεν επρόκειτο να λυθούν πετώντας τους βόμβες.
Στο σύμπαν των ΜΚΟ, που έχει αναπτύξει μια δική του παράξενη ανώδυνη γλώσσα, όλα έχουν γίνει «ζητήματα»: μεμονωμένα, επαγγελματικά θέματα ειδικού ενδιαφέροντος. Ανάπτυξη κοινότητας, ανάπτυξη ηγεσίας, ανθρώπινα δικαιώματα, υγεία, εκπαίδευση, αναπαραγωγικά δικαιώματα, AIDS, ορφανά με AIDS — όλα σφραγισμένα ερμητικά σε χωριστές αποθήκες, το καθένα με λεπτομερές και ακριβές δελτίο χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση κατακερμάτισε την αλληλεγγύη με τρόπους που η καταστολή δεν μπόρεσε ποτέ.
Και η φτώχεια, όπως ο φεμινισμός, τίθεται συχνά ως πρόβλημα ταυτότητας. Θαρρείς και οι φτωχοί δεν δημιουργούνται από την αδικία μα είναι απλώς μια χαμένη φυλή που έτυχε να υπάρχει και που θα διασωθεί βραχυπρόθεσμα με ένα σύστημα επανόρθωσης παραπόνων (που παρέχεται από ΜΚΟ σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο), ενώ η μακροπρόθεσμη ανάκαμψή της θα προέλθει από την Καλή Διακυβέρνηση. Υπό το καθεστώς του Παγκόσμιου Εταιρικού Καπιταλισμού, εννοείται.
Η Φτώχεια της Ινδίας, μετά από μια σύντομη παρένθεση παραγκωνισμού της όσο η Ινδία «έλαμπε»[19], έχει επιστρέψει ως εξωτική ταυτότητα στις τέχνες, με πρωτοπόρους ταινίες σαν το Slumdog Millionaire. Σε αυτές τις ιστορίες για τους φτωχούς, για την καταπληκτική ψυχή και την αντοχή τους, δεν υπάρχουν κακοί — εκτός από τους μικρούς, που εμπλουτίζουν την αφήγηση με εντάσεις και τοπικό χρώμα. Οι συγγραφείς αυτών των έργων είναι το σύγχρονο αντίστοιχο των πρώτων ανθρωπολόγων, που δέχονταν επαίνους και τιμές για την «επιτόπια» δουλειά τους, για τα γενναία ταξίδια τους στο άγνωστο. Σπάνια θα δείτε τους πλούσιους να εξετάζονται με τέτοιο τρόπο.
Έχοντας βρει τον τρόπο να ελέγχει κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, εκλογές, δικαστήρια, τα μμε και τη φιλελεύθερη γνώμη, το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο είχε μπροστά του άλλη μία δυσκολία: πώς θα διαχειριζόταν τις αυξανόμενες αναταραχές, την απειλή της «λαϊκής εξουσίας». Πώς την εξημερώνεις; Πώς μετατρέπεις τους διαδηλωτές σε κατοικίδια; Πώς απορροφάς την οργή του κόσμου και την αναδιοχετεύεις σε αδιέξοδα μονοπάτια;
Και εδώ, τα ιδρύματα και οι συνοδοιπόρες οργανώσεις τους έχουν μακρά και ένδοξη ιστορία. Ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι ο ρόλος που έπαιξαν στην αποκλιμάκωση και την αποριζοσπαστικοποίηση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 και στην επιτυχή μεταμόρφωση της Μαύρης Δύναμης σε Μαύρο Καπιταλισμό.
Το ίδρυμα Ροκφέλερ, σε αρμονία με τα ιδανικά του Τζ. Ντ. Ροκφέλερ, είχε στενή συνεργασία με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Πρεσβύτερο (πατέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ). Όμως η επιρροή του Κινγκ ατόνησε με την άνοδο των πιο μαχητικών οργανώσεων — της Φοιτητικής Επιτροπής Μη Βίαιου Συντονισμού (SNCC) και των Μαύρων Πανθήρων. Εμφανίστηκαν τα ιδρύματα Φορντ και Ροκφέλερ. Το 1970, δώρισαν 15 εκ. δολάρια σε «μετριοπαθείς» οργανώσεις μαύρων, προσφέροντας προσωπικό, υποτροφίες, δωρεές, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για όσους δεν είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευση και αρχικό κεφάλαιο για επιχειρήσεις μαύρων ιδιοκτητών. Η καταστολή, οι εσωτερικές συγκρούσεις και η χρυσή παγίδα της χρηματοδότησης οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση των ριζοσπαστικών μαύρων οργανώσεων.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έκανε την απαγορευμένη σύνδεση μεταξύ του Καπιταλισμού, του Ιμπεριαλισμού, του Ρατσισμού και του Πολέμου στο Βιετνάμ. Γι’ αυτό μετά τη δολοφονία του ακόμη και η ανάμνησή του είχε γίνει δηλητήριο, απειλή για τη δημόσια τάξη. Τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις μόχθησαν για να μεταποιήσουν την κληρονομιά του ώστε να μπει σε ένα καλούπι φιλικό προς την αγορά. Το Κέντρο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τη Μη Βίαιη Κοινωνική Αλλαγή, με λειτουργική επιδότηση 2 εκ. δολαρίων, ιδρύθηκε, μεταξύ άλλων, από τις Ford Motor Company, General Motors, Mobil, Western Electric, Proctor and Gamble, US Steel και Monsanto. Το κέντρο διατηρεί τη Βιβλιοθήκη και Αρχείο Κινγκ του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Ανάμεσα στα πολλά προγράμματα που τρέχει το Κέντρο Κινγκ υπάρχουν εγχειρήματα σε «στενή συνεργασία με το υπουργείο άμυνας των ΗΠΑ, το συμβούλιο των ενόπλων δυνάμεων κ.ά.». Συγχορήγησε τη σειρά διαλέξεων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με τίτλο «Το Σύστημα της Ελεύθερης Οικονομίας: Ένας Παράγοντας Μη Βίαιης Κοινωνικής Αλλαγής».
Αμήν.
Ένα παρόμοιο πραξικόπημα έγινε και στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Το 1978, το Ίδρυμα Ροκφέλερ οργάνωσε μια Επιτροπή Έρευνας για την Πολιτική των ΗΠΑ προς τη Νότια Αφρική. Η έκθεσή της προειδοποιούσε για την αυξανόμενη επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και υποστήριζε πως τα στρατηγικά και επιχειρηματικά συμφέροντα των ΗΠΑ (δηλαδή η πρόσβαση στα ορυκτά της Νότιας Αφρικής) θα εξυπηρετούνταν καλύτερα εάν η πολιτική εξουσία μοιραζόταν πραγματικά σε όλες τις φυλές.
Τα ιδρύματα άρχισαν να υποστηρίζουν το ANC. Σύντομα το ANC εναντιώθηκε στις ριζοσπαστικότερες οργανώσεις όπως το κίνημα της Μαύρης Συνείδησης του Στιβ Μπίκο και, σχεδόν, τις εξαφάνισε. Όταν ο Νέλσον Μαντέλα ανέλαβε τη θέση του πρώτου Μαύρου προέδρου της Νότιας Αφρικής, τον έχρισαν ζωντανό άγιο, όχι μόνο επειδή είναι ένας αγωνιστής για την ελευθερία που πέρασε εικοσιεφτά χρόνια στη φυλακή αλλά επίσης επειδή ακολούθησε στην εντέλεια τη Συναίνεση της Ουάσινγκτον[20]. Ο σοσιαλισμός εξαφανίστηκε από το πρόγραμμα του ANC. Η μεγάλη «ειρηνική μετάβαση» της Νότιας Αφρικής, που τόσο εξυμνήθηκε, σήμαινε πως δεν θα υπήρχαν αναδασμοί, ούτε αιτήματα για επανόρθωση, ούτε εθνικοποιήσεις των ορυχείων της Νότιας Αφρικής. Αντίθετα, υπήρξαν ιδιωτικοποιήσεις και διαρθρωτικές προσαρμογές. Ο Μαντέλα έδωσε την ανώτατη βράβευση πολίτη —το Τάγμα της Καλής Ελπίδας— στον παλιό του φίλο και υποστηρικτή στρατηγό Σουχάρτο, φονιά κομμουνιστών στην Ινδονησία. Στη σημερινή Νότια Αφρική, τη χώρα κυβερνούν μια χούφτα πρώην επαναστάτες και συνδικαλιστές με Μερσεντές. Όμως αυτό υπεραρκεί για να διαιωνίζει τον μύθο της απελευθέρωσης των Μαύρων.
Η ανάδυση της Μαύρης Δύναμης στις ΗΠΑ ήταν σημείο έμπνευσης για την ανάδυση ενός ριζοσπαστικού, προοδευτικού κινήματος Ντάλιτ στην Ινδία, με οργανώσεις όπως εκείνη των Ντάλιτ Πανθήρων που αντικατόπτριζαν τις μαχητικές πολιτικές ιδέες των Μαύρων Πανθήρων. Όμως και η Ντάλιτ Δύναμη, με όχι ακριβώς τους ίδιους αλλά παρόμοιους τρόπους, διασπάστηκε και εξουδετερώθηκε και, με άφθονη βοήθεια από δεξιές Ινδουιστικές οργανώσεις και από το Ίδρυμα Φορντ, μετασχηματίζεται όλο και περισσότερο σε Ντάλιτ Καπιταλισμό.
«Η Dalit Inc είναι έτοιμη να δείξει ότι οι μπίζνες ξεπερνούν την κάστα», έγραψε η Ίντιαν Εξπρές τον περασμένο Δεκέμβρη [σημ.: του 2011]. Στη συνέχεια, επικαλέστηκε έναν σύμβουλο του Ντάλιτ Ινδικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DICCI): «Να φέρουμε τον πρωθυπουργό σε μια συγκέντρωση Ντάλιτ δεν είναι δύσκολο στην κοινωνία μας. Όμως για τους επιχειρηματίες Ντάλιτ, το να φωτογραφηθούν σε γεύμα και τσάι με τον Τάτα και τον Γκοντρέτζ είναι ένα όνειρο — και μια απόδειξη πως έχουν πετύχει τον στόχο», όπως είπε. Δεδομένης της κατάστασης στη σύγχρονη Ινδία, θα ήταν κοινωνικά ρατσιστικό και αντιδραστικό το να πούμε πως οι Ντάλιτ επιχειρηματίες δεν πρέπει να έχουν θέση στα μεγάλα σαλόνια. Όμως αν αυτό είναι το όνειρο, το ιδεολογικό υπόβαθρο της πολιτικής των Ντάλιτ, είναι μεγάλο κρίμα. Και μάλλον δεν θα βοηθήσει το ένα εκατομμύριο Ντάλιτ που ακόμη βγάζουν τα προς το ζην με τη χειρωνακτική αποκομιδή — κουβαλώντας στο κεφάλι σκατά ανθρώπων.
Δεν μπορούμε να κρίνουμε πολύ σκληρά τους νεαρούς Ντάλιτ διανοούμενους που δέχονται επιχορηγήσεις από το Ίδρυμα Φορντ. Ποιος άλλος τους προσφέρει μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τον λάκκο του ινδικού συστήματος των καστών; Η μομφή και μεγάλο μέρος της ενοχής για αυτή την κατάσταση ανήκει πάλι στο κομμουνιστικό κίνημα της Ινδίας, η ηγεσία του οποίου εξακολουθεί να προέρχεται κυρίως από ανώτερες κάστες. Εδώ και χρόνια προσπαθεί να χώσει την έννοια της κάστας στη μαρξιστική ταξική ανάλυση. Έχει αποτύχει παταγωδώς, στη θεωρία αλλά και στην πράξη. Το σχίσμα της κοινότητας των Ντάλιτ και της Αριστεράς ξεκίνησε με τη ρήξη ανάμεσα στον οραματιστή ηγέτη των Ντάλιτ Μπίμραο Αμπέντκαρ και στον Σ. Α. Ντανγκέ, συνδικαλιστή και ιδρυτικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας. Η απογοήτευση του Δρ. Αμπέντκαρ με το κομμουνιστικό κόμμα ξεκίνησε με την απεργία των εργατών υφαντουργίας στη Μουμπάι το 1928, όπου κατάλαβε ότι παρά την όλη ρητορική περί εργατικής αλληλεγγύης, το κόμμα δεν έβρισκε μεμπτό το γεγονός πως οι «ανέγγιχτοι» αποκλείονταν από το τμήμα της ύφανσης (και θεωρούνταν κατάλληλοι μόνο για το χαμηλότερα αμειβόμενο τμήμα πλέξης) επειδή στην ύφανση ο εργάτης σάλιωνε το νήμα, κάτι που οι υπόλοιπες κάστες θεωρούσαν «μίανση».
Ο Αμπέντκαρ συνειδητοποίησε ότι σε μια κοινωνία όπου οι ινδουιστικές γραφές θεσμοποιούν την ανεγγιχτότητα και την ανισότητα, ο αγώνας των «ανέγγιχτων» για κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα παραήταν επείγων για να περιμένει ως την επαγγελλόμενη κομμουνιστική επανάσταση. Το ρήγμα ανάμεσα στους Αμπεντκαρίτες και την Αριστερά έχει κοστίσει πολλά και στις δύο πλευρές. Σημαίνει πως η μεγάλη πλειονότητα του Ντάλιτ πληθυσμού, της ραχοκοκαλιάς της ινδικής εργατικής τάξης, στήριξε τις ελπίδες της για σωτηρία και αξιοπρέπεια στον συνταγματισμό, τον καπιταλισμό και σε πολιτικά κόμματα όπως το Μπαχούτζαν Σαμάτζ (BSP), που ενσαρκώνει μια σημαντική, όμως μακροπρόθεσμα ανενεργή, ιδεολογία πολιτικής ταυτοτήτων.
Στις ΗΠΑ, όπως είδαμε, τα εταιρικά ιδρύματα γέννησαν την κουλτούρα των ΜΚΟ. Στην Ινδία, η στοχευμένη εταιρική φιλανθρωπία ξεκίνησε στα σοβαρά τη δεκαετία του 1990, την εποχή των Νέων Οικονομικών Πολιτικών. Η είσοδος στην Έναστρη Αίθουσα κοστίζει ακριβά. Ο Όμιλος Τάτα δώρισε 50 εκ. δολάρια στον φουκαριάρικο οργανισμό της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων του Χάρβαρντ και άλλα 50 εκ. δολάρια στο πανεπιστήμιο Κορνέλ. Ο Νάνταν Νιλεκάνι της Infosys και η σύζυγός του Ροχίνι δώρισαν 5 εκ. δολάρια ως αρχική χρηματοδότηση για την πρωτοβουλία India Initiative του Γέιλ. Το Κέντρο Ανθρωπιστικών Επιστημών του Χάρβαρντ λέγεται πλέον Κέντρο Ανθρωπιστικών Επιστημών Mahindra αφότου δέχτηκε μια άνευ προηγουμένου δωρεά 10 εκ. δολαρίων από τον Άναντ Μαχίντρα του Ομίλου Μαχίντρα.
Πίσω στην Ινδία, ο Όμιλος Τζίνταλ, με μεγάλα συμφέροντα στις εξορύξεις, τα μέταλλα και τον ηλεκτρισμό, διευθύνει τη Σχολή Διεθνούς Δικαίου Jindal, ενώ σύντομα θα ανοίξει τη Σχολή Διακυβέρνησης και Δημόσιας Πολιτικής Jindal. (Το Ίδρυμα Φορντ διευθύνει μια νομική σχολή στο Κονγκό.) Το Ίδρυμα Νέα Ινδία, με ιδρυτή τον Νάνταν Νιλεκάνι, χρηματοδοτούμενο από κέρδη της Infosys, δίνει βραβεία και υποτροφίες σε κοινωνικούς επιστήμονες. Το Ίδρυμα Σιταράμ Τζίνταλ, που χρηματοδοτεί ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Jindal Aluminum Ltd, έχει εξαγγείλει πέντε ετήσια χρηματικά βραβεία δέκα εκατομμυρίων ρουπιών έκαστο, προς ανθρώπους που εργάζονται για την αγροτική ανάπτυξη, την ελάφρυνση της φτώχειας, την εκπαίδευση και την ηθική ανύψωση, το περιβάλλον, καθώς και την ειρήνη και την κοινωνική αρμονία. Το Ίδρυμα Παρατήρησης και Έρευνας (ORF), που αυτή τη στιγμή χρηματοδοτείται από τον Μούκες Αμπάνι, έχει φτιαχτεί στα πρότυπα του Ιδρύματος Ροκφέλερ. Για υπεύθυνους έρευνας και συμβούλους έχει πρώην πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών, στρατηγικούς αναλυτές, πολιτικούς (οι οποίοι παριστάνουν πως τσακώνονται στη Βουλή), δημοσιογράφους και διαμορφωτές πολιτικής.
Οι στόχοι του ORF μοιάζουν αρκετά σαφείς: «να συνδράμει στη διαμόρφωση συναίνεσης υπέρ των οικονομικών μεταρρυθμίσεων». Και να διαμορφώνει και να επηρεάζει την κοινή γνώμη, δημιουργώντας «βιώσιμες, εναλλακτικές πολιτικές επιλογές σε πολυποίκιλους τομείς όπως είναι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε οπισθοδρομημένες επαρχίες και οι στρατηγικές πραγματικού χρόνου ενάντια σε Πυρηνικές, Βιολογικές και Χημικές απειλές».
Στην αρχή με παραξένεψε η επιμονή σε «πυρηνικές, βιολογικές και χημικές απειλές» στους διακηρυγμένους στόχους του ORF. Όμως η απορία μου λιγόστεψε όταν, στη μεγάλη λίστα των «θεσμικών εταίρων» του, βρήκα τα ονόματα της Raytheon και της Lockheed Martin, δύο από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές όπλων παγκοσμίως. Το 2007, η Raytheon ανακοίνωσε ότι έστρεφε την προσοχή της στην Ινδία. Μήπως λοιπόν τουλάχιστον ένα μέρος των 32 δισ. δολαρίων του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού της Ινδίας πρόκειται να ξοδευτεί σε όπλα, κατευθυνόμενους πυραύλους, αεροσκάφη, θωρηκτά και εξοπλισμό παρακολούθησης φτιαγμένο από τη Raytheon και τη Lockheed Martin;
Χρειαζόμαστε όπλα για να κάνουμε πολέμους; Ή χρειαζόμαστε πολέμους για να δημιουργούμε αγορά για όπλα; Στο κάτω κάτω, οι οικονομίες της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Ισραήλ εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οπλική βιομηχανία τους. Είναι το μοναδικό πράγμα που δεν έχουν αναθέσει στην Κίνα.
Στον νέο ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ και Κίνας, η Ινδία προετοιμάζεται για να παίξει τον ρόλο που είχε το Πακιστάν ως σύμμαχος των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία. (Και δείτε τι έπαθε το Πακιστάν.) Πολλοί από τους αρθρογράφους και τους «στρατηγικούς αναλυτές» που υποδαυλίζουν τις εχθρότητες μεταξύ Ινδίας και Κίνας, όπως θα δείτε, μπορούν να συνδεθούν άμεσα ή έμμεσα με Ινδο-Αμερικανικές δεξαμενές σκέψης και ιδρύματα. Η θέση του «στρατηγικού εταίρου» των Ηνωμένων Πολιτειών δεν σημαίνει ότι οι ηγέτες μιλάνε πότε πότε φιλικά στο τηλέφωνο. Σημαίνει συνεργασία (ανάμιξη) σε κάθε επίπεδο. Σημαίνει φιλοξενία Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ σε ινδικό έδαφος (όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα στο BBC ένας διοικητής του Πενταγώνου). Σημαίνει διαμοιρασμό των Πληροφοριών, μεταβολή της πολιτικής στη γεωργία και την ενέργεια, άνοιγμα των τομέων της υγείας και της εκπαίδευσης σε διεθνείς επενδυτές. Σημαίνει άνοιγμα του τομέα της λιανικής. Σημαίνει μια άνιση συνεργασία όπου η Ινδία κρατιέται στην πίστα με κεφαλοκλείδωμα από έναν παρτενέρ που θα την απανθρακώσει έτσι και αρνηθεί να χορέψει μαζί του.
Στη λίστα των «θεσμικών εταίρων» του ORF, θα βρείτε επίσης την εταιρεία RAND, το Ίδρυμα Φορντ, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Ίδρυμα Μπρούκινγκς (με δηλωμένη αποστολή την «παροχή καινοτόμων και πρακτικών υποδείξεων για την προώθηση τριών ευρέων στόχων: της ενδυνάμωσης της αμερικανικής δημοκρατίας· της καλλιέργειας οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, ασφάλειας και ευκαιριών για όλους τους Αμερικανούς· και της εξασφάλισης ενός πιο ανοιχτού, ασφαλούς, ακμαίου και συνεργάσιμου διεθνούς συστήματος»). Θα βρείτε επιπλέον το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ της Γερμανίας. (Καημένη Ρόζα, που πέθανε για την ιδέα του κομμουνισμού, να βρίσκεται το όνομά της σε μια τέτοια λίστα!)
Αν και ο καπιταλισμός βασίζεται θεωρητικά στον ανταγωνισμό, αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας έχουν αποδειχθεί ικανοί για συμπερίληψη και αλληλεγγύη. Οι σπουδαίοι Δυτικοί Καπιταλιστές έχουν κάνει δουλειές με φασίστες, σοσιαλιστές, τυράννους και στρατιωτικούς δικτάτορες. Είναι ευπροσάρμοστοι και διαρκώς καινοτόμοι. Είναι ικανοί για γρήγορη σκέψη και τεράστια τακτική πανουργία.
Όμως παρόλο που κατάφερε να περάσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, παρόλο που έκανε πολέμους και κατέλαβε στρατιωτικά χώρες για να εγκαθιδρύσει «δημοκρατίες» της ελεύθερης αγοράς, ο Καπιταλισμός διατρέχει μία κρίση της οποίας η σοβαρότητα δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί πλήρως. Ο Μαρξ είπε: «Πριν απ’ όλα, η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα».
Το προλεταριάτο, όπως το έβλεπε ο Μαρξ, δέχεται συνεχείς επιθέσεις. Εργοστάσια κλείνουν, θέσεις εξαφανίζονται, συνδικάτα διαλύονται. Με τα χρόνια, αυτοί που αποτελούν το προλεταριάτο έχουν διχαστεί με κάθε δυνατό τρόπο. Στην Ινδία είναι Ινδουιστές εναντίον Μουσουλμάνων, Ινδουιστές εναντίον Χριστιανών, Ντάλιτ εναντίον Αντιβάσι, κάστα εναντίον κάστας, περιοχή εναντίον περιοχής. Και όμως σε όλο τον κόσμο υπάρχει αντίσταση. Στην Κίνα γίνονται αναρίθμητες απεργίες και εξεγέρσεις. Στην Ινδία οι πιο φτωχοί άνθρωποι στον κόσμο αντιστέκονται και βάζουν φρένο σε κάποιες από τις πλουσιότερες εταιρείες.
Ο καπιταλισμός είναι σε κρίση. Η διάχυση προς τα κάτω απέτυχε. Πλέον δυσκολεύει και η ανάβλυση προς τα πάνω. Η διεθνής οικονομική κατάρρευση πλησιάζει. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας έχει καταποντιστεί στο 6,9 τοις εκατό. Οι ξένες επενδύσεις αποσύρονται. Οι μεγάλες πολυεθνικές κρατάνε τεράστιους σωρούς χρημάτων, αβέβαιες πού να τα επενδύσουν, αβέβαιες ως προς την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης. Αυτή είναι μια σπουδαία, δομική ρωγμή στο μεγαθήριο του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Οι πραγματικοί «νεκροθάφτες» του Καπιταλισμού μπορεί να είναι στο τέλος οι ίδιοι οι μεγαλομανείς του καρδινάλιοι, που έχουν μετατρέψει την ιδεολογία σε πίστη. Παρά τη στρατηγική τους ευφυία, φαίνεται πως δυσκολεύονται να κατανοήσουν ένα απλό γεγονός: ότι ο Καπιταλισμός καταστρέφει τον πλανήτη. Τα δυο δοκιμασμένα κόλπα που τον έβγαλαν από τις κρίσεις του παρελθόντος —ο Πόλεμος και η Κατανάλωση— δεν πρόκειται να λειτουργήσουν.
Κάθισα πολλή ώρα έξω από την Αντίλια, κοιτάζοντας τη δύση του ήλιου. Φαντάστηκα τον πύργο να έχει τόσο βάθος όσο και ύψος. Να έχει μία ρίζα βάθους εικοσιεφτά ορόφων, που ελίσσεται κάτω από το έδαφος, ρουφώντας πεινασμένα τροφή από τη γη, μετατρέποντάς τη σε νέφος και χρυσάφι.
Γιατί επέλεξαν οι Αμπάνι να ονομάσουν το κτήριό τους Αντίλια; Antilla λέγονται κάποια μυθικά νησιά με ιστορία που ανάγεται σε έναν ιβηρικό θρύλο του όγδοου αιώνα. Όταν οι Μουσουλμάνοι κατέκτησαν την Ισπανία, έξι Χριστιανοί Βησιγότθοι επίσκοποι έφυγαν με πλοία μαζί με τους ενορίτες τους. Μετά από ημέρες ή εβδομάδες στη θάλασσα, έφτασαν στα νησιά της Αντίλια, όπου αποφάσισαν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν έναν νέο πολιτισμό. Έκαψαν τα πλοία τους για να κόψουν δια παντός τους δεσμούς με τη βαρβαροκρατούμενη πατρίδα τους.
Ονομάζοντας τον πύργο τους Αντίλια, μήπως οι Αμπάνι ελπίζουν να κόψουν τους δεσμούς τους με τη φτώχεια και τη μιζέρια της πατρίδας τους και να δημιουργήσουν έναν νέο πολιτισμό; Είναι μήπως αυτή η τελευταία πράξη του πιο επιτυχημένου αποσχιστικού κινήματος της Ινδίας: της απόσχισης των μεσαίων και των ανώτερων τάξεων προς το διάστημα;
Καθώς έπεφτε η νύχτα στη Μουμπάι, έξω από τις αφιλόξενες πύλες της Αντίλια εμφανίστηκαν φρουροί με ατσαλάκωτα λινά πουκάμισα και τριζάτα γουόκι-τόκι. Άναψαν μεγάλα φώτα, ίσως για να διώξουν τα φαντάσματα. Οι γείτονες διαμαρτύρονται πως τα δυνατά φώτα της Αντίλια έχουν κλέψει τη νύχτα.
Ίσως ήρθε ο καιρός να ξαναπάρουμε τη νύχτα πίσω.
Σημειώσεις
1. Antilla: υπερλούξ ιδιωτική κατοικία στην οδό Άλταμαουντ ή «οδό των δισεκατομμυριούχων» της Μουμπάι.
2. Αναφέρεται στις οικονομικές πολιτικές trickle-down.
3. Αναφέρεται στις οικονομικές πολιτικές gush-up.
4. Vastu: παραδοσιακοί ινδικοί αρχιτεκτονικοί κανόνες.
5. Naxalites: το ΚΚΙ (μαοϊκό), κόμμα επαναστατικό και παράνομο στην Ινδία.
6. Sampoorna Kranti: κίνημα του 1974 με αίτημα την αλλαγή της διεφθαρμένης κυβέρνησης, με ηγέτη τον σοσιαλιστή Τζάγιαπρακας Ναραγιάν.
7. Dalit: οι παρίες — Adivasi: οι ιθαγενείς των φυλών.
8. Η Soni Sori αποφυλακίστηκε το 2014 και μπήκε στην πολιτική σκηνή υπέρ των δικαιωμάτων των φυλών «που εγκλωβίστηκαν στη διαμάχη Μαοϊστών ανταρτών και κυβέρνησης».
9. Η Ημέρα της Δημοκρατίας (26 Ιανουαρίου) είναι η επέτειος της αυτονόμησης από τη βρετανική αυτοκρατορία και της έναρξης ισχύος του ινδικού συντάγματος.
10. Ο Narendra Modi, μετά από καλή θητεία φασίστα στο Γκουτζαράτ, είναι πλέον πρωθυπουργός της Ινδίας.
11. Μάλλον αναφέρεται στο ποίημα Urdu ka namak ju khatey hain του ποιητή Azimuddin Sahil Kalamnoori, που θρηνεί για την απαξίωση των ούρντου: Αυτοί που τρώνε το αλάτι των ούρντου… Εδώ η Ρόι παραφράζει: Εμείς που τρώμε το αλάτι των Τάτα…
12. CII: το ινδικό αντίστοιχο του ΣΕΒ.
13. M. S. Subbulakshmi: τραγουδίστρια της ινδικής κλασικής μουσικής. Satyajit Ray: Ινδός σκηνοθέτης. Palagummi Sainath: Ινδός δημοσιογράφος και συγγραφέας που καλύπτει θέματα κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.
14. Anna Hazare: Ινδός ακτιβιστής ενάντια στη διαφθορά της εξουσίας και υπέρ της οργάνωσης από τα κάτω. Arvind Kejriwal: Ινδός τότε ακτιβιστής κατά της διαφθοράς και τώρα πολιτικός. Kiran Bedi: Ινδή αστυνομικός με έργο στη μεταρρύθμιση των φυλακών.
15. Περιφερειακές σπουδές: διεπιστημονικές σπουδές εξειδίκευσης σε συγκεκριμένες περιοχές του κόσμου.
16. Enclosure of the Commons: η ιδιωτικοποίηση των κοινόχρηστων γαιών στην Αγγλία στα πλαίσια της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου.
17. Narmada Bachao Andolan: κίνημα Αντιβάσι, αγροτών και ακτιβιστών ενάντια στη γιγάντωση του φράγματος του ποταμού Νάρμαντα.
18. Krantikari Adivasi Mahila Sanghatan: Φεμινιστική ομάδα Αντιβάσι που συνεργάζεται με τους Μαοϊκούς και θεωρείται από το κράτος τρομοκρατική οργάνωση.
19. India Shining: Εκλογικό σλόγκαν εθνικιστικής αισιοδοξίας του ακροδεξιού και κυβερνητικού Ινδικού Λαϊκού Κόμματος το 2004.
20. Washington Consensus: αντίστοιχα με το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που επέβαλλαν οι ΗΠΑ στα κράτη που χρειάζονταν την εμπλοκή τους.