spot_img
6.6 C
Kavala
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
spot_img

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΒΙΑΘΑΝ. Οι δομικοί λόγοι της πολιτικής ήττας της μαρξιστικής και της μαρξίζουσας αριστεράς

Πρέπει να διαβάσεις!

από Διεθνιστική αναρχική ομάδα

.

Αναλύσεις

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΒΙΑΘΑΝ. Σημειώσεις ενάντια στο κράτος. Οι δομικοί λόγοι της πολιτικής ήττας της μαρξιστικής και της μαρξίζουσας αριστεράς. Το κείμενο υπάρχει και σε μορφή PDF και διατίθεται επίσης σε μπροσούρα, από το βιβλιοπωλείο των συναδέλφων, στην Αθήνα.


 Προλεγόμενα

Τέλος των ιδεολογιών αλλά όχι ακριβώς. Κανένας πολιτικός μηχανισμός δεν θα μπορέσει να τις αποχωριστεί εντελώς. Οι ουσιαστικές μεταβολές πού έχουν επέλθει μέσα στη παραγωγική δομή του κεφάλαιου-μεταβολές που, σε παγκόσμιο επίπεδο, συνέβησαν κατά τη περίοδο της τελευταίας τριακονταετίας, με σημαντικό σταθμό για την Ευρώπη τη πτώση του τείχους του Βερολίνου και εφεξής- άδειασαν απρόσμενα από τη σημασία τους σχεδόν όλα τα ιδεολογικά προκαλύμματα που υπήρχαν. Με το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί ταυτόχρονα να υποστηριχτεί με κανένα απολύτως τρόπο ότι η πολιτική λειτουργία, ως διαχειριστική και κατασταλτική δράση του κράτους, κατόρθωσε να προσαρμοστεί περισσότερο στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Πολύ γρήγορα πίσω από τα παλιά φαντάσματα ακολούθησαν άλλα, των οποίων δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπιστούν επακριβώς τα χαρακτηριστικά, όντας στη πλειοψηφία τους ακόμη ιδεολογικά προκαλύμματα σε διαδικασία σχηματισμού. Μπορούμε όμως σίγουρα να πούμε ότι ο στόχος τους εξακολουθεί να παραμένει αυτός ο παντοτινός: η εξάσκηση πίεσης πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα και τα παράλογα ένστικτα, ώστε να κατορθώσουν τελικά να υποδείξουν και να επιβάλουν συμπεριφορές που είναι κατάλληλες μονάχα για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης που έχει επιβληθεί από πλευράς της άρχουσας ελίτ και της “τάξης” που αυτή εκπροσωπεί. Στην ελληνική επικράτεια είχαμε άλλωστε πλουσιοπάροχα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, τα συγκεκριμένα δείγματα γραφής της εξάσκησης αυτών ακριβώς των μεθόδων που ήταν πολύμορφες και που καλώς ή κακώς επέτρεψαν τελικά στο πολιτικό σύστημα να φτάσει στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023. (1) Όσο αφορά λοιπόν το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή το τέλος των ιδεολογιών, αυτή απεικονίζεται ξεκάθαρα αφενός μεν μέσα στη νέα κυβέρνηση του κεφάλαιου, από την διανομή των υπουργείων Υγείας, Παιδείας και Δικαιοσύνης στα πρώην πολιτικά στελέχη του σημιτικού ΠΑΣΟΚ (2). Το γεγονός αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο από πολιτικής-δηλαδή κατασταλτικής- άποψης αν αναλογιστούμε βαθύτερα τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες στη σημερινή και διαρκώς επιταχυνόμενη με ξέφρενους ρυθμούς, μεταβιομηχανική αναδιάρθρωση του κράτους-κεφάλαιου σε διεθνές επίπεδο. Αφετέρου, απεικονίζεται επίσης αναμφισβήτητα στο “τέλος εποχής” της επονομαζόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα και της πολιτικής παραίτησης, ως προέδρου του κόμματος, του ιστορικού αρχηγού της, αλλά επίσης και στην εκλογική “ανικανότητα” εισόδου στη βουλή του ΜΕΡΑ 25. Κάποιοι μάλιστα θέλησαν ακόμη και να παρομοιάσουν ιστορικά τις προσωπικότητες του Τσίπρα και του Ζαχαριάδη. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, λέμε εμείς! Αν η υποτέλεια του πρώτου στους “σοβιετικούς” πάτρωνές του, υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες της ήττας ενός ολόκληρου εθνικοαπελευθερωτικού λαϊκού κινήματος και της ένοπλης αντίστασης του στις δυνάμεις κατοχής, όχι λιγότερο, ο συμβιβασμός του δεύτερου στις ίδιες αυτές δυνάμεις, εβδομήντα χρόνια αργότερα, καθόρισε επίσης τα πράγματα, για δεύτερη φορά στην ιστορία, προς το αποκλειστικό όφελος και τη διάσωση του αστικού συστήματος κυριαρχίας, με τη σημαντική διαφορά όμως ότι ο Τσίπρας δεν αξίωσε ποτέ ότι ήταν επαναστάτης. Αυτό το πράγμα είτε ενδιέφερε ελάχιστα, είτε δεν το κατάλαβαν όλοι αυτοί που ψήφισαν- όχι- με ποσοστό 62% το καλοκαίρι του 2015. Σε αυτά τα δυό τελευταία γεγονότα χρειάζεται όμως ίσως να σταθούμε λίγο παραπάνω. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι η ιστορία του καπιταλισμού-την οποία δεν γνωρίζουν αλλά όμως ερμηνεύουν ως ένα αιώνιο παρόν οι διάφοροι εξωνημένοι δημοσιογράφοι, συνειδητοί υπηρέτες του συστήματος-είναι η ιστορία μιας συνεχιζόμενης τερατογένεσης, όπως ακριβώς συνέβη άλλο τόσο πριν με τη φεουδαρχία. Το εκτενές αναλυτικό κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια σημαντική προσπάθεια από τη πλευρά μας για να φωτιστούν σήμερα ξανά όλες οι ιστορικά σημαντικές διαστάσεις αυτού του προβλήματος. Διότι χωρίς μια αυστηρά δική μας ταξική ανάλυση της ιστορίας, δεν θα γίνει δυνατό ποτέ να προκύψει μια πιο ελεύθερη και καλύτερη κοινωνία που δεν περιοριστήκαμε μόνο να ονειρευόμαστε, αλλά που συνεχίζουμε με όλα τα διαθέσιμα μέσα να αγωνιζόμαστε συνεχώς για αυτή. Πολλοί αριστεροί, αλλά και αναρχικοί, συνεχίζουν, παρόλα όσα έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν γύρω μας, να διατείνονται ότι μπορεί οι ιδεολογίες να πέθαναν μεν, οι ιδέες όμως εξακολουθούν να επιζούν. Η διαπίστωση αυτή είναι σωστή, απόλυτα σωστή μάλιστα, με την προϋπόθεση όμως ότι σίγουρα αυτές οι ιδέες δεν ανήκουν πλέον σήμερα (διότι δεν μπορούν να ανήκουν εξ ορισμού) σε κανένα είδος υπάρχουσας πολιτικής αριστεράς, παρεκτός ίσως της ελευθεριακής, αν υπάρχουν ακόμη αριστεροί που αυτοχαρακτηρίζονται ως τέτοιοι. Όπως ακριβώς θα διαφανεί και από την ανάγνωση της ανάλυσης που ακολουθεί, η σημαντικότερη δομική αιτία της πολιτικής ήττας και όχι κατ’ ανάγκη και των ιδεών, κάθε είδους αριστεράς μέχρι σήμερα, από τον καιρό της πρώτης διεθνούς, συνίσταται στο άλυτο από πλευράς της ζήτημα-το οποίο διατρέχει ολόκληρη τη μαρξιστική σκέψη- του κράτους. Για όσο καιρό ακόμη οι εναπομείναντες αριστεροί-με τους οποίους υπήρξαμε και συνοδοιπόροι, φτάνοντας σε πολλές ιστορικές συγκυρίες να αγωνιστούμε σκληρά μαζί για κοινωνική ισότητα και ελευθερία-εξακολουθούν ακόμη να μην επιλύουν αποφασιστικά το γόρδιο δεσμό της ιστορίας τους, δεν θα καταστεί ποτέ δυνατό να υπάρξει ουσιαστική συνεισφορά της αριστεράς στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Η περίπτωση του σταλινικού Κ.Κ.Ε., είναι πιστεύουμε από τις περισσότερο ενδεικτικές και χαρακτηριστικές της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής σύγχρονης ιστορίας, η οποία θα πρέπει να διδάσκει και να χρησιμεύει ακόμη σήμερα ως παράδειγμα προς αποφυγή, πάντα σε συνάρτηση και στη κατεύθυνση της προαναφερόμενης προοπτικής. Ζούμε -όπως είπαμε προηγουμένως-μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα γενικευμένης τερατογένεσης που οι άρχουσες ελίτ εξουσίας, σε παγκόσμιο επίπεδο, προσπαθούν απεγνωσμένα πλέον να μας πλασάρουν σαν το μόνο εφικτό και περίπου σαν την επερχόμενη άφιξη στην υποσχόμενη “γη της επαγγελίας”. Αν κάποιος δεν είναι απόλυτα πεισμένος για το γεγονός αυτό δεν ωφελεί απολύτως σε τίποτα να συνεχίσει την ανάγνωση αυτού του κειμένου. Αν μάθαμε όλοι μας κάτι από αυτή την οδυνηρή εμπειρία, τουλάχιστο των δεκαπέντε τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, αυτό είναι, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ατομική“ιδεολογική” τοποθέτηση ότι, δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση αν εξακολουθήσουμε να ασχολούμαστε σχεδόν αποκλειστικά, και συνήθως κατόπιν εορτής, με τα αποτελέσματά της (οικονομικές κρίσεις, υγειονομικές κρίσεις, πολεμικές κρίσεις, επισιτιστικές κρίσεις, περιβαλλοντικές κρίσεις, δολοφονίες πολιτών κατ΄εξακολούθηση από την αστυνομία, οργανωμένο πνίξιμο των μεταναστών στη Μεσόγειο, δολοφονίες εργαζομένων στους χώρους εργασίας αλλά και μετακίνησης (βλέπε Τέμπη), ηλεκτρονική παρακολούθηση και φακέλωμα των πάντων και ο κατάλογος δεν συμμαζεύεται). Η απλή οργή και η απογοήτευση δεν είναι οπωσδήποτε αρκετές, ακόμη και για τον προφανέστατο πλέον λόγο ότι μονάχα ή εξουσία γνωρίζει μέχρι στιγμής καλά πως να τις εκμεταλλεύεται και να τις χειραγωγεί κοινωνικά και πολιτικά, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τα συμφέροντά της. Χρειάζεται να εντοπίσουμε τις πραγματικές αιτίες για να τις εξουδετερώσουμε. Η ύπαρξη του κράτους σε οποιαδήποτε μορφή του, ήταν και συνεχίζει να είναι η θεμελιώδης πολιτική αιτία όλων των προαναφερόμενων κοινωνικών στρεβλώσεων, οι οποίες δεν συνεχίζουν να παράγουν τίποτε λιγότερο παρά άγνοια, παραπληροφόρηση,“αδιαφορία” (βλέπε τα ποσοστά αποχής στις εκλογές), εκμετάλλευση, κοινωνικό αποκλεισμό. Σε όποιον αυτά τα προβλήματα φαίνονται λίγα είναι ανώφελο να ψάξει το γιατί.

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΒΙΑΘΑΝ

Σημειώσεις ενάντια στο κράτος. Οι δομικοί λόγοι της πολιτικής ήττας της μαρξιστικής και της μαρξίζουσας αριστεράς.

Η “θέληση δύναμης” υπήρξε μέχρι τώρα μια από τις ισχυρότερες μηχανές στην ανάπτυξη των μορφών της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ιδέα ότι όλα τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα είναι μονάχα αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικονομικών συνθηκών δεν στέκει σε μια προσεκτική θεώρηση. Rudolf Rocker

[Το κεφάλαιο του Μαρξ είναι] το μοναδικό σπουδαίο κείμενο δαιμονολογίας που παρήγαγε η αστική εποχή.

Roberto Calasso

Αρνούμαι να αποδεχτώ τη δύση της παγκόσμιας τάξης μας.

John Mc Cain (γνωστό νεο-συντηρητικό αμερικάνικο “γεράκι”, στη διάσκεψη ασφάλειας του Μονάχου το 2017)

Ενάντια στο αιώνιο παρόν

Αν υπάρχει ένα ζήτημα που η διακηρυγμένη πανδημία έβαλε ξανά στην ημερήσια διάταξη, αυτό είναι δίχως αμφιβολία το ζήτημα του κράτους. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Έπειτα από πολλά χρόνια κατά τα οποία, από δεξιά μέχρι αριστερά, ορκίζονταν στη παρακμή του ή και στην προοδευτική του εξαφάνιση, το κράτος επανεμφανίστηκε στην ολότητά του. Αν κανείς, μπροστά από την αξίωσή του να παρεμβαίνει, να ρυθμίζει, να επιτρέπει ή να αρνείται τις πιο λεπτές και ευαίσθητες συμπεριφορές, δεν μπόρεσε να αρνηθεί τον κατάφωρα αστυνομικό του χαρακτήρα (με τόσους δισταγμούς και φόβους της επανόρθωσης του ηθικού κράτους που, από τα αριστερά στα δεξιά, είχαν πολιορκήσει ακόμη και οι πιο πεπεισμένοι κρατιστές), αυτή τη φορά, το κράτος δεν παρέλειψε επίσης να κάνει αισθητή την παρουσία του και από οικονομικής άποψης, ανάμεσα στις έκτακτες παρεμβάσεις παραγωγικής αναδιάταξης (όπως στη περίπτωση των εργοστασίων που μεταβλήθηκαν εν μία νυκτί σε παραγωγούς υγειονομικών μασκών) και στην αγιοποίηση και την ευλογία του “καλού” δημοσίου χρέους, λειτουργικού πρώτα στην αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και κατόπι στην “επανεκκίνηση της οικονομίας” που βέβαια ακόμη υπολείπεται να επιβεβαιωθεί ως γεγονός. Αν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας η επιστροφή του κράτους χαιρετίστηκε με τυμπανοκρουσίες (με τέτοιου μεγέθους προπαγανδιστική επένδυση που θα έπρεπε να είναι αρκετή ώστε να καταδείξει τις πραγματικές προθέσεις της κυρίαρχης τάξης), στα κατώτερα στρώματα δεν έκανε τίποτα λιγότερο από το να δώσει το έναυσμα για τις πιο απίθανες υποθέσεις, ιδιαίτερα όσο αφορά τους διάφορους αγωνιστικούς χώρους που αναφέρονται, με ποικιλία αποχρώσεων, στη μαρξιστική σκέψη. Ενώ ολόκληρος ο μεταμοντέρνος και ταυτοτικός γαλαξίας στην ουσία αγνόησε το όλο ζήτημα, υποβαθμίζοντας το πρόβλημα της “πανδημίας” σε ένα απλό πρόβλημα πολιτικής θέλησης (που θα χαρακτηρίζονταν από μια περισσότερο ως λιγότερο “ικανή” διαχείρισή του: σαν δηλαδή οι διάφοροι πολιτικοί στο μπαλκόνι να αποφάσιζαν στη βάση της “ευαισθησίας” τους, στον ίδιο βαθμό με τους κοινούς θνητούς και όχι υπολογίζοντας πρωτίστως συγκεκριμένες συστημικές παραμέτρους!) πολλοί “κομμουνιστές” δεν έκαναν τίποτε το διαφορετικό από το να αποκαλύψουν την ουσιαστική τους σύγχυση που ανέκαθεν διατρέχει την ιστορική τους παράδοση αναφορικά με αυτό το πρόβλημα. Περισσότερο ή λιγότερο ενσυνείδητα, αποκαλύπτοντας μια υφέρπουσα υποτέλεια της σκέψης τους στον μαρξισμό, πολλοί αναρχικοί, με τη σειρά τους παπαγάλισαν τις αναλύσεις τους! Άλλοι παρέμειναν απλά σιωπηλοί! Κάποιος άλλος, για να διαχωρίσει τον εαυτό του από “τους ηλίθιους που ψηφίζουν τον Τραμπ”, δεν δίστασε να πετάξει κατευθείαν στη θάλασσα δεκαετίες κριτικής ενάντια στις βιοτεχνολογίες ακόμη και ενάντια σε ολόκληρο τον “πολιτισμό”. Μεταξύ εγκωμίων στον κινέζικο κολεκτιβισμό και απίθανων υποθέσεων πάνω στην υπερβασιμότητα του κοινωνικού, που κατά βάθος θα κατέληγε να κάνει να συμφωνήσουν ο Μαρξ με τον Χομπς(!), εξουσιαστικοί και “ελευθεριακοί” μαρξιστές, παρέα με μαρξιστοπληγέντες αναρχικούς, από χώρα σε χώρα και από τη μια ήπειρο στην άλλη, επανέλαβαν το ίδιο χυδαιομαρξιστικό απόφθεγμα: γεννημένο για να ανοικοδομήσει κοινωνίες ρημαγμένες από τον ταξικό πόλεμο, το κράτος δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από τον μεροληπτούντα διαιτητή του (θα έτεινε δηλαδή να δικαιώσει τον ισχυρότερο μεταξύ των αντιμαχομένων, τείνοντας να γίνει, χωρίς όμως αυτό να είναι αναγκαίο, ο χωροφύλακάς του)! Όμως στο βαθμό που αυτό είναι το ιστορικό εποικοδόμημα των “κοινωνικών σχέσεων παραγωγής”, το κράτος θα αποτελούσε επίσης τον εγγυητή της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, παρότι αυτό το γεγονός επιτελείται μέσα στην αλλοτριωμένη μορφή του καπιταλισμού, φροντίζοντας ιδιαίτερα για την συντήρηση στη ζωή της εργατικής δύναμης. Με φτωχές λέξεις: αν η οικονομική βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η εξαγωγή της υπεραξίας, αυτό μπορεί να συμβαίνει μονάχα μέχρις ότου η εκμεταλλευόμενη τάξη θα μπορεί να επιβιώσει και να είναι άρα ικανή να εργάζεται ! Αν “πεθάνουμε όλοι” και δεν απομένει κανείς πλέον για να τον εκμεταλλευτεί, το κεφάλαιο θα πεθάνει, όπως ακριβώς ο Σαμψών με τους Φιλισταίους (που τους πήρε μαζί του). Ενώ βέβαια αυτή η θορυβώδης ανοησία δεν στέκει ούτε μετά από μια πρώτη καθαρά υλιστική ανάλυση (μια ασθένεια που σκοτώνει σχεδόν αποκλειστικά ηλικιωμένους και άτομα ήδη προσβεβλημένα από άλλες παθολογίες είναι ένα πραγματικό μάννα εξ ουρανού σε καιρούς δρακόντειας μείωσης του κοινωνικού κράτους, βγάζοντας στην κυριολεξία από τη μέση χιλιάδες επί χιλιάδων αντιπαραγωγικά άτομα και τις αντίστοιχες συντάξεις τους), αποκαλύπτει επίσης μια θεώρηση της σχέσης μεταξύ κράτους και κεφαλαίου που παρέμεινε στάσιμη στην εποχή του φιλελεύθερου φιλελευθερισμού, τυπωμένη πάνω σε ένα φαντασιακό που ανήκει αποκλειστικά στον δέκατο ένατο αιώνα: την εποχή του laissez-faire, όταν το κράτος έμοιαζε πραγματικά να παρουσιάζεται στη σκηνή -με κάποια όρια όπως θα δούμε-σχεδόν σαν “ένα σύστημα συναγερμού και προστασίας της έπαυλης των αφεντικών” (σύμφωνα με μια πνευματώδη έκφραση κάποιων συντρόφων)! Με διαφορετικά λόγια σαν απλός χωροφύλακας. Τοποθετημένη με αυτό τον τρόπο, η καπιταλιστική δυναμική απομειώνεται σε μια κατάσταση αιώνιου παρόντος, μέσα στην οποία οι οικονομικοί “δρώντες” και ο πολιτικός τους αντιπρόσωπος παίζουν από εποχή σε εποχή τον ίδιο ακριβώς ρόλο. Για αυτό το λόγο θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η ιστορία του καπιταλισμού έχει ένα πριν και ένα μετά, αγκαλιάζοντας ωστόσο μια χρονική περίοδο που πηγαίνει από τους αιώνες της αποκαλούμενης πρωτογενούς συσσώρευσης (θα μπορούσαμε να πούμε, από την “ανακάλυψη” της Αμερικής, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία) μέχρι έναν εικοστό αιώνα που σημαδεύτηκε πρώτα από τον προστατευτισμό και από τον οικονομικό προγραμματισμό και έπειτα από την εφαρμοσμένη επιστήμη στη βιομηχανία (χωρίς να υπολογίσουμε ορισμένα λαμπρά μεσαιωνικά παρελθόντα: για αυτά θα μιλήσουμε μετά). Από πλευράς της, η ιστορία του κράτους (ή καλύτερα της “μορφής-κράτος”) είναι ακόμη πιο παλιά και αγκαλιάζει αρκετές χιλιετίες. Κατά τη ταπεινή μου γνώμη, όχι μονάχα δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί στο ελάχιστο αυτό το σύνολο των προβλημάτων (η σχέση μεταξύ εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, “καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής” ως μιας ιστορικά καθορισμένης μορφής της και πολιτικής εξουσίας), χωρίς δηλαδή να θεωρηθεί ο καπιταλισμός ως συσσώρευση του κεφαλαίου συν το κράτος! Αλλά κυρίως, δεν θα καταστεί ποτέ εφικτό να προχωρήσουμε προς ένα πιο ελεύθερο και δίκαιο κόσμο χωρίς να υποβάλουμε σε (πραγματική) κριτική το κράτος καθεαυτό. Χωρίς να αξιώνω καμιά απολύτως ολοκληρωμένη μελέτη αλλά ούτε και το αλάνθαστο, θα ήθελα να εκθέσω ορισμένες κριτικές σημειώσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Ως νάνος που καταλαβαίνει ελάχιστα πράγματα από πολιτική οικονομία, θα ανέβω συχνά, κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, πάνω στους ώμους ενός γίγαντα: του εκλιπόντος ιστορικού της οικονομίας Τζοβάνι Αρίγκι, και του μεγαλειώδους του έργου: Ο μακρύς εικοστός αιώνας.

Το ζήτημα του κράτους

Το ζήτημα του κράτους αποτελεί ένα πραγματικό και καθαυτό λαβύρινθο, που δεν σταματά ποτέ να διακλαδίζεται σε περισσότερες κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά συνδέεται και εμπίπτει μέσα στο περισσότερο πολύπλοκο ζήτημα της εξουσίας! Από την άλλη, πρόκειται για ένα φαινόμενο που κατά τη διάρκεια των χιλιετηρίδων επανεμφανίστηκε πολλές φορές με διαφορετικές μορφές, των οποίων τα κοινά χαρακτηριστικά από εποχή σε εποχή, δεν είναι αναγκαστικά περισσότερα από αυτά τα οποία διαφέρουν. Η πολιτική φιλοσοφία, που ασχολείται με το αντικείμενο, διαιρέθηκε ως επί το πλείστο σε δυο κατευθυντήριες γραμμές: τη μαρξιστική, στην οποία εν μέρει αναφερθήκαμε προηγουμένως και τη “συμβολαιογραφική”, της οποίας ο Χομπς είναι χωρίς αμφιβολία ο πιο συνεπής αντιπρόσωπος. Η πρώτη τοποθετεί στο επίκεντρο την κοινωνία και τις σχέσεις παραγωγής, εφορμώντας από μια ιδέα του ανθρώπινου όντος, κοινωνική και αγελαία εκ φύσεως και εξηγώντας τη λειτουργία του κράτους με αφετηρία ακριβώς αυτές! Η δεύτερη, αντίθετα, τοποθετεί στο επίκεντρο τα άτομα και την “ακοινώνητη κοινωνικότητά” τους (όπως θα πει αργότερα ο Καντ), αναρωτώμενος πως είναι δυνατό άτομα που εκ φύσεως διαφέρουν, ωθούμενα από ένα τυφλό ένστικτο αυτοσυντήρησης και κυριαρχούμενα από τα καπρίτσια του πάθους τους, να κατορθώνουν να συμβιώσουν: το κράτος προκύπτει (σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία) ως ένας τεχνητός και καταναγκαστικός μεν μηχανισμός, πλην όμως αναγκαίος. Βάζοντας στην άκρη τις αναρχο-πρωτογονιστικές ερμηνείες (που ενώ καταδικάζουν τα κακώς κείμενα καταλήγουν να δικαιολογήσουν το κράτος, που θα αναδύονταν ήδη κατά τη διάρκεια των ελαχίστων επιπέδων κοινωνικής πολυπλοκότητας: μια εξήγηση βοηθητικού ρόλου), σε αυτές τις σπουδαίες φιλοσοφικές κατευθύνσεις θα μπορούσε να προστεθεί μια τρίτη, δοσμένη από πλευράς της ιστοριογραφίας και της ανθρωπολογίας, στην οποία αναφέρονται πολλοί αναρχικοί: το κράτος θα προέρχονταν μαζί από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, είτε αυτές είναι οικονομικές ή άλλου χαρακτήρα (όπως άλλωστε θέλει επίσης και η μαρξιστική παράδοση) και από την άγρια και βίαια κατάκτηση που επιχείρησαν ορισμένες ανθρώπινες ομάδες σε βάρος άλλων (όπως οι “μυθικοί” ινδοευρωπαίοι της ύστερης νεολιθικής εποχής σε βάρος των αρχαίων ευρωπαϊκών πληθυσμών και των δραβιδών στην Ινδία: μια ερμηνεία προς απόδειξη της οποίας η Λιθουανή αρχαιολόγος Μαρία Γκιμπούτας προμήθευσε ήδη αρκετές πειστικές τεκμηριώσεις, διεθνώς πλέον αποδεκτές). Η εκπαίδευση και ο υφιστάμενος πολιτισμός (και στο εσωτερικό αυτού του τελευταίου, η θρησκεία) δομημένοι από τις κυρίαρχες κάστες προς αποκλειστική τους χρήση και κατανάλωση, θα επέφεραν μετά την αναπαραγωγή και τη μετάδοση του ίδιου κοινωνικο-πολιτισμικού μοντέλου από γενιά σε γενιά, νομιμοποιώντας το μονοπώλιο της βίας λίγων προνομιούχων. Ανεξαιρέτως των ενδεχομένων διαφωνιών από πλευράς όλων των “φιλοσόφων” που ασχολούνται συνήθως με αφηρημένα σχήματα, θυσιάζοντας την αντίσταση της ύλης στη συνέπεια της καθαρής και διακριτής σκέψης, αυτή η τελευταία υπόθεση έχει στο πλευρό της το προφανές στοιχείο της εμπειρικής απόδειξης. Παρόλα αυτά, αν αυτή δίνει μια καλή εξήγηση, εν τοις πράγμασι, για ποιό λόγο αναδύεται το κράτος, αυτή δεν είναι αρκετή να εξηγήσει γιατί συνεχίζει να επιβιώνει, και προπαντός για ποιό λόγο, με αφετηρία διαφορετικές υλικές, ιστορικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις, τα ανθρώπινα όντα καταλήγουν να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Αν όμως αυτή η εξήγηση μπορεί να σταθεί στα πόδια της όσον αφορά την αρχαία Ρώμη και “λειτουργεί” πολύ καλά όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος των συγχρόνων κρατών, γεννημένων από τις στρατιωτικά οργανωμένες συμμορίες των “βαρβάρων” λαών (στα λατινικά, ο λαός [populus] ετυμολογικά σημαίνει “συμμορία πλιατσικολόγων”, αντίθετα, αδυνατεί απολύτως να εξηγήσει ορισμένες άλλες περιπτώσεις. Για ποιό λόγο, για παράδειγμα, η Ελβετική Συνομοσπονδία, που αναδύθηκε από την ενωμένη αντίσταση διαφορετικών ανθρωπίνων ομάδων ακόμη και σε γλωσσικό επίπεδο, θα κατέληγε αργότερα να υιοθετήσει με τη σειρά της το κρατικό μοντέλο (με συνταγματολόγο τον Καποδίστρια); Η απάντηση θα μπορούσε να μας οδηγήσει ξανά στο μαρξιστικό παράδειγμα: γεννώντας κοινωνικές διαφορές, κατά συνέπεια συγκρούσεις, η οικονομική δραστηριότητα καθιστά αναγκαίο έναν εξουσιαστικό μηχανισμό διαμεσολάβησης, ανώτερο από την κοινωνία. Μια εξήγηση πολύ πιθανά ακριβέστατη (δεδομένης και της μετέπειτα εκτέλεσης του Καποδίστρια από τους “Έλληνες συμπατριώτες” του και κατόπιν “εθνικούς ήρωες”, τους Μαυρομιχαλαίους Μανιάτες οπλαρχηγούς και τσιφλικάδες) που όμως από μια άλλη πλευρά αποκλείει άλλες απόψεις της υλικής ζωής, με τις αναπόφευκτες επιπτώσεις της πάνω στη συλλογική ψυχολογία (όσον αφορά πάντα την ελβετική περίπτωση, τη μισθοφορική δραστηριότητα που εξασκούσαν τα καντόνια με χρονική αφετηρία τον ύστερο μεσαίωνα, με ιδιαίτερο τρόπο στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας των Αψβούργων)! Σε κάθε περίπτωση όμως τα παραπάνω δεν εξηγούν γιατί υπήρξαν (και συνεχίζουν να υπάρχουν) πληθυσμοί χωρίς κράτος που χαρακτηρίζονται από οικονομικές διαφορές, έστω και ελάχιστες, μεταξύ Κλαν και οικογενειών, οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά νομάδες ή αποτελούμενοι από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι επίσης γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Δεν ισχύει επίσης απολύτως ούτε ή ένσταση ότι η κρατική οργάνωση “θα ενεργοποιούνταν” με αφετηρία την πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη υλική ευμάρεια, τουλάχιστο αν θεωρείται αξιόπιστη η ιστορική αναδόμηση της Γκιμπούτας, σύμφωνα με την οποία η αρχαία (νεολιθική) ισότιμη κοινωνία θα ήταν ήδη αρκετά εξελιγμένη (κατέχοντας την τέχνη της κεραμικής, της κατασκευής πλίθινων τούβλων και του ασβέστη και σε ορισμένες περιπτώσεις-ίσως-έχοντας εφεύρει μια υποτυπώδη μορφή γραφής). Επίσης, πως να αρνηθούμε ακόμη ότι κατά τη διάρκεια εξεγερσιακών διαδικασιών περισσότερο ή λιγότερο “ελευθεριακής” φύσης -από την Ισπανία του 1936 στη σύγχρονη Τσιάπας, περνώντας από την Ουκρανία του 1917-21-εκατομμύρια ανθρώπινα όντα είναι ικανά να να δώσουν ζωή σε μη κρατικές μορφές ισότιμης συμβίωσης, μέσα σε συνθήκες ανεπτυγμένης γεωργίας ή ακόμη και μέτριας βιομηχανικής ανάπτυξης; Η σύγκριση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων “κρατών” περιπλέκει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, με αφετηρία την χρησιμοποιούμενη ορολογία. Δίνοντας στην ουσία ως δεδομένη την ύπαρξη του κράτους, η κυρίαρχη ιστοριογραφία προσδιορίζει με τον ίδιο όρο τόσο τις ελληνικές πόλεις όσο και την αρχαία ρωμαϊκή res publica και τα σύγχρονα κράτη: ενώ οι διαφορές τους βγάζουν μάτι με αφετηρία τα ίδια τα ονόματα με τα οποία οι αρχαίοι αυτο-προσδιόριζαν τις μορφές των “πολιτικών κοινοτήτων” τους. Ενώ ο σύγχρονος όρος “κράτος”, αρχίζει να προφέρεται στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, αιωρούμενος μεταξύ του νοήματος της “προσωπικής περιουσίας ενός ηγεμόνα” και της “πολιτικο-κρατικής οργάνωσης” (όπως συναντάται στον Μακιαβέλι), πόλις σημαίνει απλά “άστυ”, ενώ res publica είναι η “ιδιοκτησία του λαού”, ή διαφορετικά, το σύνολο των πολιτών που μπορούν να φέρουν όπλα (υπενθυμίζουμε την διασύνδεση μεταξύ “λεηλασίας” και populus, της οποίας ο όρος publicus είναι μια διαφοροποίηση) και δεν μπορούν να παρθούν σαν σκλάβοι. Περνώντας από τα λόγια στα γεγονότα, δεν είναι μικρής σημασίας το γεγονός ότι στην Αθήνα η αστυνομία αποτελούνταν αποκλειστικά από σκλάβους που ασχολούνταν με το να επιτηρούν άλλους σκλάβους, ενώ δεν μπορούσαν να αγγίξουν τους “ελεύθερους πολίτες”! Το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα επαγγελματικό και διαχωρισμένο δικαστικό σώμα, αλλά αντίθετα οι υποθέσεις συζητούνταν από μια συνέλευση εκατοντάδων εκλεγμένων με κλήρο πολιτών, ενώ η δικαστική λειτουργία-εκτός των περιπτώσεων που διακινδύνευαν να προκαλέσουν την οργή των θεών πάνω στη πόλη, όπως η βλασφημία και πατροκτονία-εξασκούνταν μονάχα με αφετηρία μια μήνυση! Το ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν απευθείας από συνελεύσεις πολιτών, περισσότερο ή λιγότερο διευρυμένες ή περιορισμένες ανάλογα της ατομικής οικονομικής κατάστασης και των ιστορικών συγκυριών…. Αντίστροφα, αν η Ρώμη κατέληξε αρκετά σύντομα να γίνει ένα κράτος με την σύγχρονη σημασία του όρου, προσλαμβάνοντας σε όλες τις διαστάσεις και εξολοκλήρου τα χαρακτηριστικά αυτά κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της (γνωστών ως αυτοκρατορία), είναι επίσης αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων διέθετε μια πολυμορφία συμβουλίων (από τις “κουριατικές επιτροπές” στις μετέπειτα “εκατονταρχικές” μέχρι τη Γερουσία, περνώντας από τη συνέλευση του λαού και των ρητόρων της), που αρκετά συχνά βρίσκονταν και σε ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ τους. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο το γεγονός ότι ο Τόμας Χομπς, πού ήταν ένα κάθαρμα αλλά δεν ήταν ένας ηλίθιος, έκανε λόγο μέσα στο De cive για την “αναρχία των Ελλήνων και των Ρωμαίων”, υπονοώντας αυτό ακριβώς το πράγμα που διαφοροποιεί το σύγχρονο κράτος από τις αρχαίες πόλεις: την απόλυτη ανωτερότητα του κράτους απέναντι στην κοινωνία

Εξουσία, κυριαρχία, κράτος

Λέγαμε πριν ότι ο λαβύρινθος του κράτους διακλαδίζεται επίσης διαμέσου του ζητήματος της εξουσίας. Αυτό δεν το ξεχάσαμε βέβαια. Μέσα σε ένα άρθρο των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα (1980) με τίτλο : Εξουσία, αρχή, κυριαρχία, ο αναρχικός Αμεντέο Μπέρτολο προτείνει μια διαφοροποίηση μεταξύ αυτών των όρων σπάνιας προσοχής. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι εκείνη μεταξύ “εξουσίας” και “κυριαρχίας”, ένα είδος “επί ξηρού ακμής” της αναρχίας. Ο Μπέρτολο παρατηρεί σωστά το διφορούμενο του όρου “εξουσία”, που αιωρείται ανέκαθεν μεταξύ ενός “μπορώ να πράξω” και ενός “μπορώ να εξαναγκάσω τους άλλους να πράξουν” και κατά συνέπεια προειδοποιεί αναφορικά με τη χρήση του ως συνώνυμο της πολιτικής, οικονομικής ή αυτής που απορρέει από τη κατοχή συγκεκριμένων κοινωνικών “status” εξουσίας κ.λ.π. Η πρότασή του συνίσταται στη χρήση της λέξης με την κοινωνικο-ανθρωπολογική της έννοια, ως λειτουργία-παρούσα σε διαφορετικές μορφές μέσα σε κάθε δυνατή ή φανταστική κοινωνία-λήψης αποφάσεων καθώς και του σεβασμού τους διαμέσου κυρώσεων (είτε πρόκειται για “θετικές” είτε για “αρνητικές” κυρώσεις, βραβεία και διακρίσεις ή αντιστάσεις και τιμωρητικές ποινές). Η “κυριαρχία” σ’ αυτό το σημείο γίνεται μια “άνιση κατανομή της εξουσίας”. Εκεί όπου εγώ και όλοι οι άλλοι μπορούμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα χωρίς να διαμεσολαβεί καμιά κύρωση, εκεί όπου μπορούμε να συνεισφέρουμε με τον ίδιο τρόπο στην επεξεργασία των κανόνων, στην τροποποίηση, την αλλαγή ή την κατάργησή τους! Εκεί όπου όλοι μπορούμε να απαιτήσουμε και να επιβάλουμε το σεβασμό τους, δεν υφίσταται κυριαρχία. Αντίστροφα, η κοινωνικά καθορισμένη εξουσία των ανθρώπων να “μπορούν να εξαναγκάσουν να πράξουν” κάτι οι γυναίκες, ή να “μπορούν να πράξουν” πράγματα που οι γυναίκες δεν μπορούν να πράξουν, είναι ήδη μια μορφή κυριαρχίας με όλες τις προϋποθέσεις, όπως ακριβώς και οι ανάλογες αντιστοιχήσεις εξουσίας μεταξύ π.χ. του μαφιόζου “αρχηγού” της γειτονιάς και των κατοίκων της, του αφεντικού και των εργατών κ.λ.π. Εδώ αφήνω στην άκρη το διαλογισμό του Μπέρτολο αναφορικά με την έννοια της “αρχής” που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν με ενδιαφέρει και αναρωτιέμαι σ’ αυτό το σημείο τι ακριβώς διαφοροποιεί την κυριαρχία του κράτους. Το κρατικό δόγμα προσδιορίζει, με αφετηρία τον ύστερο μεσαίωνα, τρία διακριτά στοιχεία: την κυριαρχία, τον λαό και το έδαφος. Το πρώτο στοιχείο θα έβρισκε τη νομιμοποίησή του στο δεύτερο και τα όρια του στο τρίτο. Όμως, για όποιον, όπως οι αναρχικοί, σκέφτεται ότι το κράτος είναι μια κατάφωρη παραβίαση και κατάχρηση της ατομικής ικανότητας απόφασης (στον ίδιο βαθμό με την πατριαρχία για να δώσουμε ένα εύλογο παράδειγμα), θεωρώντας κατά συνέπεια ότι όλα αυτά αναφορικά με τη νομιμοποίηση δεν είναι τίποτε περισσότερο από λόγια του αέρα και άρα κατ’ ουσία ψέμματα, μονάχα το τρίτο στοιχείο-το έδαφος-είναι πραγματικά ενδιαφέρον. Ενώ κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, πράγματι, βλέπει στο επίκεντρό της τη προσωπική σχέση μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου (όπως είναι προφανές μέσα στην εξουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, μεταξύ αφεντικού και σκλάβου, μεταξύ ενήλικα και παιδιού, ακόμη και αν σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση η κατάχρηση δικαιολογείται εξαιτίας της φύσης), η κυριαρχία του κράτους εξασκείται πριν από όλα τα υπόλοιπα ως έλεγχος του χώρου από πλευράς ενός οργανισμού που σφετερίζεται το δικαίωμα να παίρνει και να επιβάλλει τις αποφάσεις στο εσωτερικό του. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στις “διάφορες θεωρίες της εξουσίας” και ας τις εξετάσουμε ακριβώς κάτω από αυτή την άποψη. Τι το κοινό έχουν αναμεταξύ τους; Έχουν το στοιχείο της σύγκρουσης (είτε αυτή γίνεται για τους πόρους είτε για τη διαχείρισή τους, όπου η δεύτερη έχει μεταξύ των άλλων τη σημαντικότατη λειτουργία να ρυθμίσει τη διανομή των πρώτων) στο εσωτερικό ενός καθορισμένου γεωγραφικού χώρου (την Ανατολική Μεσόγειο για παράδειγμα, για να μην πηγαίνουμε πιο μακριά). Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος επίσης είτε την “μαρξιστική” εξήγηση είτε και την “αναρχική” για τις οποίες ήδη μιλήσαμε και ας ασχοληθούμε σοβαρά με τη θέση του Χομπς που όπως προείπαμε, ήταν ένα κάθαρμα αλλά όχι ένας ηλίθιος. Μέσα στο έργο του “De cive, ο Χομπς αντιπαραθέτει το “φυσικό δίκαιο” με τον “φυσικό (της λογικής) νόμο”. Το φυσικό δίκαιο, κατά την άποψή του, είναι, για να το πούμε απλά, το «υποκειμενικό δίκαιο» καθαυτό του ατόμου, το οποίο είναι ακόμη απομονωμένο δηλαδή που δεν έφτασε ακόμη στο “επίπεδο του πολιτισμού”, να φροντίζει για την αυτοσυντήρησή του, ιδιοποιούμενο τους πόρους τους οποίους χρειάζεται και μεριμνώντας για την άμυνά του όπως νομίζει καλύτερα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς του να επιτεθεί πρώτο. Πράγματι, από τη στιγμή κατά την οποία δεν υπάρχει “ένας τρίτος” (το κράτος, δηλαδή ο τεχνητός άνθρωπος) ώστε να εγγυηθεί για το λόγο του γείτονά μου, εγώ δεν έχω καμιά εγγύηση αναφορικά με τις συμφωνίες που καθιστούν δυνατή τη συμβίωσή μας, χαρακτηρισμένη από την αναγκαιότητα πρόσβασης σε περιορισμένους πόρους ή σε κάθε περίπτωση αποκτώμενους μονάχα διαμέσου αξιοσημείωτων προσπαθειών: κατ’ αυτό τον τρόπο η επίθεση καταλήγει να συμπίπτει με το δικαίωμα στην άμυνα. Έτσι, καταλήγουμε στο θεμελιώδες μέχρι σήμερα για την πολιτική σκέψη αξίωμα του Τόμας Χομπς, του διαρκούς αγώνα όλων εναντίον όλων (bellum omnium erga omnes). Ενάντια στο φυσικό δίκαιο, που αν αφεθεί στον εαυτό του καταλήγει στην αυτοκατάργησή του (το ένστικτο της αυτοσυντήρησης καταλήγει πράγματι να καταβροχθίσει τον εαυτό του μέσα στη παγκόσμια σύγκρουση), υψώνεται ο “φυσικός νόμος” ή “λογικός νόμος”, που προστάζει πρωτίστως να “επιτευχθεί η ειρήνη, και, αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, να αναζητηθεί βοήθεια για τη διεξαγωγή του πολέμου”. Με αφετηρία αυτό το πράγμα, τα ανθρώπινα όντα πραγματοποιούν συμφωνίες μεταξύ τους, με “σαφή χαρακτηριστικά”, έτσι ώστε να μεταβιβάσουν το φυσικό τους δίκαιο (κατοχή των πόρων και δικαίωμα στην άμυνα) σε “ένα τεχνητό ον” (το κράτος) , που εγγυάται τις αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ των ατόμων, χωρίς όμως να έχει καμιά υποχρέωση απέναντί τους. (3) Τουλάχιστο εκατό πενήντα χρόνια ανθρωπολογίας είχαν ως αποτέλεσμα να διαψεύδουν συνεχώς αυτή τη φαντασμαγορική ανακατασκευή: τα ανθρώπινα όντα δεν ζούσαν ποτέ απομονωμένα (ο Μαρξ, που βασίστηκε αναφορικά με αυτό το συμπέρασμα πάνω στην καλύτερη ανθρωπολογία της εποχής του, είχε σωστά προαισθανθεί ότι ο άνθρωπος, από καταγωγής του, είναι ένα “αγελαίο ζώο”, που “μονάχα μέσα στην κοινωνία μπορεί να απομονωθεί”: τα υπόλοιπα είναι “ανέκδοτα τύπου Ροβινσώνα Κρούσου”)! Οι “συμφωνίες υποταγής” που έγιναν με “σαφή χαρακτηριστικά” αποτελούν περισσότερο την εξαίρεση (που συναντάται κυρίως κατά τη φεουδαρχική εποχή) παρά τον κανόνα! Και τέλος, και σημαντικότερο, τα άτομα, στο εσωτερικό μη κρατικοποιημένων κοινοτήτων ή απομακρυσμένων από την κεντρική εξουσία (όπως στα βουνά) διευθέτησαν ανέκαθεν τις υποθέσεις τους άμεσα , χωρίς ή ενάντια στη κρατική εξουσία. Παρόλα αυτά, ο διαλογισμός του Χομπς μπορεί να περιλάβει ένα στοιχείο αλήθειας. Αν περάσουμε από το επίπεδο της σχέσης μεταξύ ατόμων της ίδιας ομάδας στη σχέση μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων, η συζήτηση αλλάζει: η φονική σύγκρουση είναι αρκετά συχνή, ίσως και να αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Μεταξύ των φυλετικών κοινωνιών της Νότιας Αμερικής που έχουν περιγραφεί από τον Κλάστρ, ο πόλεμος μεταξύ των κοινοτήτων είναι διαρκής, ακόμη και αν είναι λιγότερο καταστροφικός από τον πόλεμο μεταξύ πολιτισμένων (μην έχοντας ως στόχο του την εδαφική κατάκτηση, σταματά στην απλή ταπείνωση του αντιπάλου και συχνά ξαναρχίζει μέχρις ότου δεν σταματά η αλυσίδα των αντεκδικήσεων: χωρίς ποτέ να φτάσει όμως ούτε στον εξανδραποδισμό ομάδων από άλλες, αλλά ούτε και πολύ λιγότερο στο μέγεθος των καταστροφών που προκαλούν μεταξύ τους οι συγκρούσεις των ¨ανώτερων” πολιτισμών. Γιατί όμως; “ Μέχρις ότου ο άνθρωπος που σε συναντά δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του…”, λέει ο ποιητής μέσα σε ένα γνωστό τραγούδι των Ρομά. Στο εσωτερικό των ίδιων κοινοτήτων, στη δεδομένη συνεργασία που προκύπτει στο επίπεδο της καθημερινής τους ζωής, τα ανθρώπινα όντα τείνουν να αναγνωριστούν αμοιβαία. Η αποτροπή των συγκρούσεων, προτού να επεκταθούν και να πλήξουν ολόκληρη την ομάδα, γίνεται σε αυτό το σημείο μια απλή υπόθεση κοινωνικού ενστίκτου. Όλα αυτά φυσικά μέχρι τη χρονική στιγμή που η κοινωνία μοιάζει πλέον να βαδίζει μπροστά από μόνη της, μέσα στη σύγχρονη και απρόσωπη μορφή της, διαμέσου των παραγόμενων αυτοματισμών από τη διαπλοκή της γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και της οικονομικής δραστηριότητας! Ή διαφορετικά, μέχρι τη χρονική στιγμή που η κοινωνική οργάνωση δεν προκύπτει ανεξάρτητα από την ίδια την ενεργή συνεισφορά των ατόμων, οι πάντες γνωρίζουν, περισσότερο ή λιγότερο ασυνείδητα, ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από τη συνεργασία όλων με όλους! (το ακριβώς αντίθετο από τη θέση του Χομπς). Αν σε περίπτωση σύγκρουσης μπαίνει στο παιχνίδι η διαμεσολάβηση του “σοφού”, των γερόντων, ή της συνέλευσης, είναι παρόλα αυτά ολόκληρη η ομάδα, άμεσα ή έμμεσα, που πιέζει να βρεθεί λύση. Αντίστροφα, όταν δεν υπάρχει η αμοιβαία αναγνώριση, όπως συμβαίνει στη περίπτωση των ξεχωριστών μεταξύ τους ομάδων, μπορεί να είναι αρκετή η ελάχιστη πρόφαση…και ξεσπά κόλαση. Είναι γνωστό από την άλλη ότι, μέσα στους πολέμους, πάντοτε και με ιδιαίτερο τρόπο στις αρχαιότερες εποχές, ο πρώτος παράγοντας που δίνει το πλεονέκτημα είναι ο δημογραφικός: κανονικά μεταξύ δυό στρατών ο αριθμητικά μικρότερος ηττάται. Απέναντι από πολυπληθέστερους και πολεμοχαρείς πληθυσμούς και τις πρώτες μορφές ιμπεριαλισμού, οι κοινότητες μπορούν ή όχι να “αναζητήσουν βοήθεια για τον πόλεμο”, ομοσπονδιοποιούμενες με άλλες κοινότητες (γεγονός που δεν είναι σπάνιο). Αλλά επειδή ακριβώς η αμοιβαία αναγνώριση-η αίσθηση ότι κάποιος ανήκει στην ίδια κοινότητα-είναι περισσότερο επίπτωση παρά αιτία της συνεργασίας, είναι πιο εύκολο ώστε ενωμένες να βρεθούν εκείνες οι ανθρώπινες ομάδες που υποτάσσονται από ισχυρότερες και βιαιότερες ομάδες, που τους επιβάλλουν μια εξαναγκαστική ένωση, συνενώνοντάς τες σε ένα σύμπλεγμα δυνάμεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανώτερη κυρίαρχη-ή καλύτερα κάστα-τάξη είναι η ομάδα των πολεμιστών και των κατακτητών, που με τη πάροδο του χρόνου παρουσιάζεται σαν “προστάτιδα” και απαιτεί βέβαια εισφορές και προνόμια! Με την πάροδο των γενεών, η πολεμική κάστα μετατρέπεται αργά σε διευθύνουσα και ιδιοκτήτρια τάξη, αναθέτοντας εξολοκλήρου ή εν μέρει το πολεμικό επάγγελμα σε άλλους. Η λειτουργία του κράτους, κατά συνέπεια, δεν είναι τόσο να ευνοήσει την ένωση, αλλά μάλλον να αποτρέψει την αποσύνθεση. Για άλλη μια φορά λοιπόν, μαζί με τον Χομπς: “ πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί κάτι περισσότερο άπαξ όλοι αυτοί που συναίνεσαν αρχικά στην ειρήνη και στην αμοιβαία συνδρομή, με στόχο το κοινό καλό, να απαγορευθεί δια του φόβου να υποπέσουν ξανά στη διαφωνία, όταν ένα δικό τους ιδιωτικό αγαθό θα διαφοροποιηθεί από το κοινό καλό”. Εδώ ο Χομπς αναμφίβολα έχει δίκιο: οποιαδήποτε και αν είναι η καταγωγή του, το κράτος είναι το τεχνητό κοινωνικό κατασκεύασμα που “απαγορεύει δια του φόβου” τη διαφωνία και τη διάσπαση απέναντι στον εχθρό (προτού να στραφεί στο εσωτερικό του): ή διαφορετικά, είναι ουσιαστικά μια πολεμική τεχνολογία με στόχο τον πόλεμο. Πρέπει να αναγνωριστεί επιπλέον το γεγονός ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά αποτελεσματική τεχνολογία η οποία έχει περάσει μέσα από τη δοκιμασία της ιστορίας. Από πλευράς τους άλλωστε, οι πιο εξισωτικές και ειρηνικές κοινωνίες επιβιώνουν στο περιθώριο, ή διαφορετικά συντρίβονται ή αφομοιώνονται, ή επίσης, προκειμένου να αμυνθούν, υιοθετούν με τη σειρά τους αυτό το κάτι περισσότερο (4). Σε κάθε περίπτωση, δεν υποστηρίζω ότι τα πράγματα συνέβησαν πάντα με αυτό τον τρόπο (αλλά ως επί το πλείστο). Ορισμένες φορές είναι, για παράδειγμα, δυνατό να παρατηρηθεί μια κοινωνική πρωτοκαθεδρία της γραφειοκρατικής ή της θρησκευτικής τάξης (αν και γενικά αυτές τοποθετούνται δίπλα στη στρατιωτική τάξη, περισσότερο από ότι επάνω από αυτή)! Άλλες φορές, αντίθετα, παρατηρείται μια πρωτοκαθεδρία του οικονομικού παράγοντα (το κράτος αναδύεται επίσης για να ρυθμίσει τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις στη κοινότητα), όμως πάντοτε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε σχέση με την ίδια την πολεμική δραστηριότητα. Αναφορικά με αυτό ακριβώς το πράγμα η αρχαία ιστορία μας προμηθεύει άλλη μια υπόμνηση. Όπως είναι γνωστό, η Ρώμη μετεξελίχθηκε σε μια εντελώς αριστοκρατική δημοκρατία με το πέρασμα από τις “κουριατικές επιτροπές” (τη “δημοκρατική” συνέλευση που συγκέντρωνε όλα τα γένη (gentes), δηλαδή τα Κλαν που είχαν ισοδύναμο δικαίωμα ψήφου) στις “εκατονταρχικές επιτροπές”: κατανομή της ψήφου ανάλογα με την ιδιοκτησία και κατά συνέπεια ανάλογα με τον διαδραματιζόμενο ρόλο μέσα στον πολεμικό εξοπλισμό της εκατονταρχίας (ανάλογα με τον αριθμό των εξοπλισμένων ανδρών, πεζών ή ιππέων, που κάθε εκατονταρχία μπορούσε να τοποθετήσει στο πεδίο της μάχης: ζήτημα πλούτου και ιδιοκτησίας δηλαδή, δεδομένου ότι τα όπλα κοστίζουν) Αντίθετα, η Αθήνα πέρασε στη “δημοκρατία”-επινοώντας και το όνομα-τη στιγμή που οι φτωχότεροι (οικονομικά) πολίτες απαίτησαν τον πραγματικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν μέσα στους περσικούς πολέμους: δεν διέθεταν προσωπικό πολεμικό εξοπλισμό! Όμως χωρίς τη μυϊκή δύναμη των χεριών τους, ο αθηναϊκός πολεμικός στόλος που αποτελούσε τη πραγματική δύναμη της πόλης, δεν θα μπορούσε ποτέ να κινηθεί. Όποιος είναι ο πραγματικός συντελεστής της δύναμης της πόλης απαιτεί (σε αυτή την περίπτωση) την ίδια τη δύναμη της πόλης. Με αυτόν ακριβώς το τρόπο, ο πολεμικός και ο ταξικός παράγοντας τείνουν να διαπλεχθούν αμοιβαία, να συστοιχηθούν και να επικαλυφθούν και συχνά να συμπέσουν! Ενώ η ταξική σύγκρουση πρέπει να παρεμποδιστεί, ή, τουλάχιστο να περιοριστεί, στο βαθμό που είναι παράγοντας αποσύνθεσης. Τα όπλα παίρνουν θέση ακριβώς στη διασταύρωση του ενός με τον άλλο.

Οι σύγχρονοι

Στη σύγχρονη εποχή (που αρχίζει παραδόξως, από τον μεσαίωνα) τα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι αρχαίες κοινωνίες ήταν περισσότερο κοινωνίες των “καστών” παρά “ταξικές”, ακόμη και αν αυτές οι τελευταίες δεν ήταν τελείως απούσες (αυτό εξαρτάται ξεκάθαρα από το συνολικό πλαίσιο). Σε κάθε περίπτωση, για να εκφραστούμε με σύγχρονους όρους , είναι δυνατό να ειπωθεί ότι στο εσωτερικό τους οι “πολιτικές” και οι οικονομικές ελίτ ήταν πάνω κάτω ταυτόσημες, ενώ η “κοινωνική κινητικότητα” ήταν απούσα ή τουλάχιστο ισχνή. Οι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών διεύθυναν το κράτος και αντίστροφα. Η “σύγχρονη” ιστορία είναι επίσης η ιστορία μιας αργής μετάβασης από μια κοινωνία αποτελούμενη από κάστες σε μια κοινωνία αποτελούμενη από τάξεις. Μας περνάει όμως συνεχώς από το νου η ιδέα ότι στο σύγχρονο κόσμο ο τροχός της ιστορίας έχει αρχίσει ήδη να γυρίζει, από αυτή την άποψη, σε αντίστροφη κατεύθυνση. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αποτελεί μια τετριμμένη διαπίστωση να ειπωθεί ότι όταν γίνεται λόγος περί “νεωτερικότητας” γίνεται λόγος για τον καπιταλισμό. Όμως τι ακριβώς υπονοείται διαμέσου αυτής της λέξης; Ας κάνουμε ακόμη ένα βήμα πίσω. Στη πράξη, ολόκληρη η μεσαιωνική ιστορία είναι η ιστορία αποτυχημένων προσπαθειών να επανασυσταθεί ένα κράτος πάνω στο μοντέλο των Ρωμαίων και ειδικότερα στο ρωμαϊκό μοντέλο των αυτοκρατορικών χρόνων. Όμως οι διάδοχοι των βασιλιάδων και των αποκαλούμενων αυτοκρατόρων συγκρούονταν επανειλημμένα είτε με την αναρχία των εξουσιών που ήταν χαρακτηριστική της εποχής (από τους φεουδάρχες γαιοκτήμονες απέναντι στις πολλαπλές μορφές αυτοοργάνωσης των αγροτικών και των αστικών μαζών, περνώντας από τον μισητό ανταγωνισμό της εκκλησίας), είτε με τα τεχνικά και τα πολιτικά όρια της στρατιωτικής τους δύναμης, αποτελούμενης από ένα πολύ περιορισμένο αριθμό ενόπλων ευγενών και πάντοτε έτοιμων να προβάλουν τα προσωπικά τους συμφέροντα απέναντι σε αυτά του στέμματος. Από την άλλη πλευρά, ο καπιταλισμός, με την γενικότερη δυνατή σημασία του όρου του “χρήματος που γεννά άλλο χρήμα” και της κοινωνικής εξουσίας που προκύπτει, παρέμεινε, μέχρι το τέλος του μεσαίωνα, ένα δυναμικό αλλά περιθωριακό φαινόμενο περιφερειακού χαρακτήρα, συνδεδεμένο με λίγες “ελεύθερες πόλεις” της γερμανο-φλαμανδικής Χάνσας και της Ιταλίας. Ακόμη και στη περίπτωση που πολλές πόλεις-αλλά όχι όλες-ανέπτυξαν αργά ή γρήγορα κρατικές ή ημικρατικές μορφές οργάνωσης, η κυριαρχία τους δεν επεκτάθηκε ποτέ πέραν του τοπικού επιπέδου. Αντίθετα, υπήρξε ακριβώς η συνάντηση μεταξύ των υπό σχηματισμό εθνικών μοναρχιών και των εμπόρων που στο μεταξύ είχαν γίνει τραπεζίτες που μετέβαλε αργά αλλά σταθερά αμφότερους σε μια πραγματική δύναμη, με τα εγκαίνια ενός μοντέλου που προορίζονταν να διαρκέσει μέχρι τις ημέρες μας και που δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί: τα έντοκα δάνεια για να χρηματοδοτηθούν οι πόλεμοι. Είναι με αφετηρία αυτή τη σχέση που ο καπιταλισμός αρχίζει να μεταβάλλεται, από απλό κοινωνικό φαινόμενο, σε αυθεντικό σύστημα, προορισμένο να “ξαναφτιάξει τον κόσμο” κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Είναι από εκείνη τη χρονική στιγμή που τα κράτη σε διαδικασία σχηματισμού αρχίζουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους εξυπηρετώντας παράλληλα αυτά των κατόχων της καινούριας φιλοσοφικής λίθου: του χρήματος. Ας δώσουμε το λόγο στο διαφωτισμένο αστό Μαξ Βέμπερ: “Στην αρχαιότητα η πολιτική ελευθερία εξαφανίστηκε προς όφελος μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας που οργανώθηκε γραφειοκρατικά, στο εσωτερικό της οποίας δεν υπήρχε πλέον χώρος για έναν πολιτικό καπιταλισμό[…] [Σε] διαφορά με αυτό που είχε συμβεί στις προηγούμενες φάσεις, [στη σύγχρονη εποχή οι πόλεις] υπέκυψαν στη κυριαρχία εθνικών κρατών που βρίσκονταν μεταξύ τους σε ανταγωνισμό και σε διαρκή σύγκρουση για την εξουσία, είτε με ειρηνική είτε με πολεμική μορφή. Αυτή η ανταγωνιστική σύγκρουση καθόρισε τις μέγιστες ευκαιρίες για τον σύγχρονο δυτικό καπιταλισμό. Το κάθε επιμέρους κράτος έπρεπε να ανταγωνιστεί για το κεφάλαιο, που μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα και του υποδείκνυε τις συνθήκες υπό τις οποίες ήταν διαθέσιμο να του προσφέρει την αναγκαία βοήθεια ώστε να καταστεί μια δύναμη[…] Είναι κατά συνέπεια το κλειστό εθνικό κράτος αυτό που εγγυάται στον καπιταλισμό τις ευκαιρίες για να συνεχίσει να υπάρχει” (από τον Τζοβάνι Αρίγκι, σημ.) Μεταξύ του κράτους και του κεφάλαιου γεννιέται μια συμβιωτική σχέση: το ένα καθορίζει την δύναμη του άλλου. Η “ανακάλυψη” της Αμερικής θα ωθήσει ιδιαίτερα αυτή τη συμβίωση. Εγκαινιασμένη από την ισπανική μοναρχία και ακολουθούμενη από όλες τις υπόλοιπες κρατικές δυνάμεις υπό διαδικασία σχηματισμού, η κατάκτηση του Νέου Κόσμου πλημμύρισε την Ευρώπη με καινούρια προϊόντα και πλούτο κάθε είδους, με αφετηρία το φημισμένο περουβιανό ασήμι που πλούτισε τους Γενουάτες τραπεζίτες, χρηματοδότες του ισπανικού στέμματος. Η καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα ερεθίστηκε! Τα κρατικά ταμεία γέμισαν. Η σύμπραξη (με σημερινούς όρους αποκαλούμενη ιδιωτικού-δημοσίου) μεταξύ των στεμμάτων και των κάθε είδους επιχειρηματιών (τυχοδιωκτών) ενδυναμώθηκε. Στην αποικιοποίηση του κόσμου που άρχισε από τα δυτικά, υπήρξε κεντρικός ο ρόλος των “προνομιούχων εταιριών”: οι διάφορες “εταιρίες των δυτικών και των ανατολικών Ινδιών τις οποίες ίδρυσαν όλα τα ισχυρότερα κράτη. Οργανωμένες ομαδοποιήσεις εμπόρων και τυχοδιωκτών υπό μορφή ανωνύμων εταιριών, που δρούσαν με μεγάλα περιθώρια αυτονομίας, αλλά μονάχα υπό τον έλεγχο των αντιστοίχων κρατών αναφοράς τους, υπό την ένοπλη προστασία τους και την υποχρέωση να επιτεύξουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Μακριά από την ανακάλυψη της πυρίτιδας από πλευράς της τωρινής πολιτικής οικονομίας που το διεθνές οικονομικό φόρουμ του Νταβός έσπευσε να υιοθετήσει, διαμέσου του πρόσφατου σχέδιου του που ονομάστηκε “Η μεγάλη επανεκκίνηση” (Great Reset), ο “καπιταλισμός των τοκογλύφων” (stakeholder capitalism) είναι η πρώτη μορφή καπιταλισμού ως ολική κοινωνική σχέση στην οποία το κεφάλαιο ξαναεπιστρέφει συνεχώς. Η συνταγή είναι σαφέστατη: Όποιος φροντίζοντας για τα συμφέροντα του, φροντίζει για τα συμφέροντα του κράτους, επωφελείται με τη σειρά του. Απαλλοτρίωση Ιδιοποιούμενο την κοινοτική ικανότητα άμυνας και επίθεσης στο εσωτερικό της καταναγκαστικής εδαφικής επικράτειας και ενοποίησης, το κράτος, στην αρχαία αλλά και στη σύγχρονη μορφή του, διεξάγει ένα προοδευτικό και συστηματικό πόλεμο στην αναρχία των εξουσιών που θεμελιώνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις ((είτε πρόκειται για Κλαν, φέουδα, γειτονίες, αστικές ή αγροτικές κοινότητες ή συντεχνίες επαγγελμάτων), οι οποίες από πλευράς του γίνονται αντιληπτές ως ανταγωνιστικά εμπόδια ως προς την ολοκληρωτική μορφή του. Απαλλοτριώνοντας “όλα τα δυνατά περιεχόμενα μιας συλλογικής δράσης” (Βέμπερ: πολιτικές κοινότητες), με αφετηρία τη χρήση της βίας, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εφοδιαστεί με ένα συχνά υπερτροφικό αστυνομικο-γραφειοκρατικό μηχανισμό που κατά κόρο έχει ως στόχο την διάλυσή και την εσαεί διοίκησή τους από πλευράς του και που απαιτεί με τη σειρά της μια διαρκή αποστράγγιση των κάθε είδους πόρων, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό της. Κατ΄αυτό τον τρόπο το κράτος είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί διαρκώς ένα μηχανισμό ανάλογο της ρουλέτας του καζίνου όσον αφορά τη δράση του, αμβλύνοντας την καταπίεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ορισμένες φορές μετατρέποντας την ίδια τη κοινωνική δυναμική σε βαμπίρ και κατευθύνοντας την στον πόλεμο, ή διαφορετικά αναδιανέμοντας τα πολεμικά λάφυρα που προήλθαν από τις νίκες μεταξύ των υπηκόων του, με τρόπο ώστε να εξαγοράσει τη συναίνεσή τους (μια δυναμική που στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα προσέλαβε ένα συγκεκριμένο όνομα: σοσιαλ-ιμπεριαλισμός). Απόλυτα συνεπές με τη βαθειά λογική του, το κράτος συμμετέχει για αυτό το λόγο στο γενικό κίνημα απαλλοτρίωσης που σημαδεύει την άνοδο του καπιταλισμού κατά τους πρώτους αιώνες της σύγχρονης εποχής. Αν στο εξωτερικό, σε σύμπνοια με την τάση του να επεκταθεί εδαφικά, η πρωταρχική ώθηση για απαλλοτρίωση δίδεται απευθείας από το κράτος με την αποικιοκρατία, στο εσωτερικό αυτή η κίνηση φαίνεται να χαρακτηρίζεται πράγματι από ένα κίνημα από τα κάτω των “παραγωγικών δυνάμεων”. Η γνωστή περίπτωση των “περιφράξεων γης” (enclosures) γεννήθηκε από τις οικονομικές μεταβολές που προκάλεσε στην Ευρώπη η μαύρη πανούκλα, που για περίπου ένα αιώνα ξεκλήρισε σε αλλεπάλληλα κύματα την ήπειρο με χρονική αφετηρία το 1347-48. Όντας στην ουσία αποδεκατισμένη στο μισό του πληθυσμού της, η Ευρώπη ανακάλυψε ξαφνικά ότι ήταν πιο πλούσια (ο πλούτος που είχε παραχθεί προηγουμένως ήταν τώρα στη κατοχή των επιζήσαντων). Αν αυτό το γεγονός από τη μια πλευρά μετατόπισε τις σχέσεις δύναμης προς όφελος των λαϊκών τάξεων (που όντας λιγότερες αριθμητικά αξίωναν περισσότερα), τροφοδοτώντας μια σειρά κοινωνικών αναταραχών ακόμη και εξεγέρσεων που σίγουρα διέσπειραν αρκετό φόβο ανάμεσα στις διευθύνουσες τάξεις της εποχής εκείνης, ο καινούριος λαϊκός πλούτος ερέθισε νέες καταναλωτικές συνήθειες, ειδικότερα σε κρέας και μάλλινα ενδύματα. Τα δάση, τα έλη και οι αγροτικές καλλιέργειες καταστράφηκαν προς όφελος των βοσκότοπων. Όταν ο μάλλινος πυρετός έφτασε στην Αγγλία, οι τοπικοί ιδιοκτήτες γης άρχισαν να επεκτείνουν τις ιδιοκτησίες τους προς ζημιά των μικρών γεωργών που εκδιώχτηκαν από τη γη και εξαναγκάστηκαν να περιφέρονται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο. Στην αρχή, το ασθενές αγγλικό βασίλειο του Ερρίκου του έβδομου και των διαδόχων του προσπάθησε περισσότερο να περιορίσει αυτή την μεγάλη μεταβολή παρά να επωφεληθεί από αυτή, εφαρμόζοντας όμως δύο μέτρα και δύο σταθμά, ανάλογα με τη ταξική καταγωγή: πρόστιμα στους ιδιοκτήτες της γης που κατέστρεφαν τις μικροεκμεταλλεύσεις (που κατόπιν διαγράφονταν από τους ειρηνοδίκες), δρακόντια μέτρα (βασανισμοί, εξανδραποδισμός, θάνατος) για τους περιπλανώμενους, αποδοχή του τετελεσμένου γεγονότος από τη βουλή. Μέχρι τη στιγμή που στον αγγλικό θρόνο ανέβηκε τελικά μια κρατική διαχειρίστρια ολκής: η βασίλισσα Ελισάβετ που έκανε εκείνες τις δομικές μεταρρυθμίσεις που έβαλαν τα θεμέλια της βρετανικής καπιταλιστικής πρωτοκαθεδρίας. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας της η Ελισάβετ σταθεροποίησε την αξία της στερλίνας! Προώθησε το χρηματιστήριο αξιών του Λονδίνου! Ξεκίνησε την αποικιοποίηση της Ιρλανδίας και την Βρετανική διείσδυση στο Νέο κόσμο (ως γνωστό, η πρώτη αποικία αφιερώθηκε στην “παρθένο βασίλισσα” υπό το όνομα της Βιρτζίνια)! Χρηματοδότησε τις πρώτες εταιρίες στις οποίες έδωσε προνόμια με τον χρυσό που απέσπασε από τις ισπανικές γαλέρες, διαμέσου του πειρατικού ναυτικού πολέμου υπό την καθοδήγηση του γνωστού αρχιπειρατή Σερ Φράνσις Ντρέηκ! Θέσπισε το περίφημο Statute of officers, ένα είδος “πρώτης κάρτας εργασίας” με αποτέλεσμα την πειθάρχηση από τα πάνω των επαγγελματικών συντεχνιών, με σημαντική επίπτωση που αναζητούνταν με κάθε τρόπο, να μετακινηθεί μέρος της εργατικής δύναμης από τον κλωστοϋφαντουργικό τομέα, που ήταν κυρίαρχος μέχρι τότε, στον τομέα των ορυχείων και της σιδηρουργίας! Επίσης, με τον ξακουστό Poor Law του 1572, επέβαλε στην εκκλησία και τις τοπικές επισκοπές να συντηρούν τους περιπλανώμενους με αντάλλαγμα τη προσφορά καταναγκαστικής εργασίας, μεταβάλλοντάς τες, εν τοις πράγμασι, στα πρώτα γραφεία ευρέσεως εργασίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο! Επιπλέον, με τη προώθηση της Virginia Company, ξεκίνησε η μεταγωγή στο Νέο Κόσμο πολλών χιλιάδων φτωχών νοικιασμένων σκλάβων διαμέσου συμβολαίου, υπό την απειλή της φυλακής, των βασανιστηρίων ή του απαγχονισμού. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα ο εκκλησιαστικός ποιητής Τζον Ντον μπορούσε να ανακοινώσει σε ένα ψαλμό του 1622, ότι “ αν πράγματι ολόκληρη η χώρα ήταν μια φυλακή κατά τρόπο που να εξανάγκαζε τους τεμπέληδες να εργαστούν, αυτό θα ήταν θαυμάσιο”. Στις ημέρες μας, οι μεταρρυθμίσεις της Ελισάβετ θα μπορούσαν να αποκαλεστούν: νέα αναπτυξιακά και μεταρρυθμιστικά προγράμματα (βλέπε Μητσοτάκης Α.Ε. και CIA, ή το πολυπόθητο επιτελικό κράτος της λματ). (5) και (6) Αν αυτή η ίδια διαδικασία θα ξαναπροτείνονταν στο μέλλον, με διαφορετικούς χρόνους και τρόπους, μέσα σε όλες τις χώρες που κατευθύνονταν να γίνουν κεντρικοί πόλοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όποιος στα αλήθεια δεν αναγνωρίζει μέσα σ’ αυτή τον κεντρικό ρόλο του κράτους, υποβαθμίζοντάς τον αντίθετα σε απλό “συνοδό” των “παραγωγικών δυνάμεων” που αναπτύσσονται σχεδόν με αυτόματο τρόπο, σίγουρα δεν έχει μάθει τίποτα από την ιστορία. Είναι σίγουρα άλλο τόσο αλήθεια ότι αυτή η “μεγάλη μεταβολή” δέχτηκε την πρώτη ώθησή της στο κέντρο της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της εποχής εκείνης, με αφετηρία την απρόσωπη ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας! Όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι η κρατική παρέμβαση εξέτρεψε σημαντικά αυτή την πορεία. Αν το αγγλικό κράτος θα είχε περιοριστεί σε μια απλή παρέμβαση χωροφύλακα, το “κίνημα των παραγωγικών δυνάμεων” που θα είχε αφεθεί στον εαυτό του δεν θα είχε γεννήσει τίποτε περισσότερο από έναν ασθενή ημι-φεουδαρχικό καπιταλισμό γεωκτημόνων και μικρών βιοτεχών και όχι αντίθετα την πρώτη πραγματικά καπιταλιστική δύναμη της ιστορίας. Τέλος, αν θα ξανασυναντήσουμε τον υφαντουργικό τομέα μέσα στη βιομηχανική επανάσταση, οι τύχες του βρετανικού κρατικο-καπιταλιστικού συμπλέγματος θα κριθούν πραγματικά από τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων, που έγινε δυνατός εξαιτίας της αποικιοποίησης της Βόρειας Αμερικής! Από τον εξορυκτικό και τον σιδηρουργικό τομέα που θα καταστήσει την Αγγλία τον πρώτο εξαγωγέα ντουφεκιών και κανονιών και ακολούθως, τον πρώτο διεθνή κατασκευαστή σιδηροδρόμων! Από το δουλεμπόριο των αφρικανικών πληθυσμών που διαχειρίζονταν οι προνομιούχες αγγλικές εταιρίες, που με τη συνθήκη της Ουτρέχτης του 1709 απέκτησαν το μονοπώλιο! Από τη νομισματική σταθεροποίηση, που ανέδειξε τη στερλίνα το πρώτο νόμισμα παγκόσμιων συναλλαγών. (7)

Το κρατικό πλέγμα

Παρόλα τα περιοδικά της παράπονα ενάντια στην κρατική παρεμβατικότητα και προς όφελος της επιχειρηματικής ελευθερίας, η αστική τάξη, τόσο ενδόμυχα όσο και στο επίπεδο των πραγματικών πολιτικών σχεδιασμών της, ήταν ανέκαθεν άγρια κρατικιστική. Διαπαιδαγωγημένη μέσα στους κόλπους του κράτους, βρήκε το κατάλληλο μέσο ώστε να επεκτείνει τις ληστείες και τα εμπόριά της και ταυτόχρονα να γονατίσει τις λαϊκές τάξεις στη νεογέννητη μισθωτή εργασία, υπερβαίνοντας τα όρια της αστικής της διάστασης και την αναποτελεσματικότητα της φεουδαρχικής εκμετάλλευσης. Θεμελιωμένο πάνω στον εκβιασμό παροχής προϊόντων και υπηρεσιών, το φεουδαρχικό σύστημα απαιτούσε τον άμεσο έλεγχο του εργατικού δυναμικού, με την επιβολή σκληρών φυσικών τιμωριών (όπως οι ακρωτηριασμοί) σε όποιον δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της “συμφωνίας”. Ο παραδειγματισμός των τιμωρητικών μέτρων παρόλα αυτά δεν υπήρξε ποτέ αρκετός (είτε μιλάμε για τη δυτική Ευρώπη είτε για την οθωμανική αυτοκρατορία) για να διασφαλίσει, ώστε ο δούλος να παρουσιαστεί κανονονικά στα κτήματα του τσιφλικά για εργασία, ούτε και ότι δεν θα του έδινε τα χειρότερα προϊόντα από την εξαναγκαστική καλλιέργεια της γης, ούτε άλλο τόσο ότι θα τον εμπόδιζε αρκετές φορές να διαφύγει στις πόλεις ή στα βουνά. Οι καινούριες παραγωγικές και πολιτικές δυνάμεις πίεζαν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: την οργάνωση της πείνας. Όλα τα γεγονότα συνέκλιναν να γίνει αυτό το πράγμα: από τη μια πλευρά η στέρηση των μέσων επιβίωσης και παραγωγής (η καλλιεργήσιμη γη και τα κληρονομικά δικαιώματα στα δάση, στα έλη και στα βοσκοτόπια)! Από την άλλη οι ασταμάτητοι και διαρκώς καταστροφικότεροι πόλεμοι που συνόδεψαν πρώτα το σχηματισμό των κρατών και μετά τον μεταξύ τους αγώνα για το διαμοιρασμό του κόσμου, με το πέρασμα από τις φεουδαρχικές ακολουθίες, αποτελούμενες από ορισμένες εκατοντάδες ενόπλων ιππέων, σε διαρκώς μεγαλύτερους στρατούς σχηματισμένους από δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες στρατιώτες, ως επί το πλείστο μισθοφόρους, που για αιώνες (κυρίως όμως το δέκατο έκτο και το δέκατο έβδομο αιώνα, προτού την οργάνωση των σταθερών εθνικών στρατών) ρήμαξαν την Ευρώπη σε αναζήτηση εργασίας, διαδίδοντας επιδημίες μεταξύ του πληθυσμού και λεηλατώντας χωριά και ορισμένες φορές και πόλεις. Σε αυτή τη φάση, το κράτος επιβάλει στο κεφάλαιο την δική του μορφή περισσότερο από να απορροφήσει το ίδιο το κοσμοπολίτικο πνεύμα του: οι πόλεμοι δεν αποφασίζουν μονάχα το διαμοιρασμό των εδαφών, αλλά επίσης και αυτόν των εμπορικών μονοπωλίων! Ενώ στο εσωτερικό των εθνικών μοναρχιών διατηρούνται αυστηρές μορφές ρύθμισης της οικονομικής ζωής (όπως παρατηρεί ο Κροπότκιν μέσα στο έργο του: Το κράτος και ο ιστορικός ρόλος του, οι καινούριες συντεχνίες που προέκυψαν άνωθεν ιδιοποιούνται το όνομα και τη λειτουργία των παλιών μεσαιωνικών επαγγελματικών ενώσεων), μέχρι τα έσχατα όρια αυτής της λογικής υπερ-διεύθυνσης των πάντων που αποκαλέστηκε μερκαντιλισμός της γαλλικής μοναρχίας. Ενώ λοιπόν οι διακρατικές συμφωνίες οργανώνουν τη κυκλοφορία του κεφαλαίου στο εσωτερικό του πλέγματός τους, το δρομολογημένο σύμπλεγμα αποτελούμενο από τη πείνα και την αστυνομική καταδίωξη εξαναγκάζει τις λαϊκές τάξεις να ξεπουλούν τον εαυτό τους στα παλιά και τα καινούρια αφεντικά, ανατρέποντας έτσι τις σχέσεις δύναμης του περασμένου “αιώνα της πανούκλας”. Η αστική λογοτεχνία του δέκατου όγδοου αιώνα, ιδιαίτερα η σκοτσέζικη και η αγγλική, ξεχειλίζει από εγκώμια της πείνας ως μοχλού της εργατικότητας. Ένα γνωστός εκδότης της εποχής εκείνης, ο Χάτσεσον, συνθέτει με τον ακόλουθο τρόπο το πνεύμα της εποχής: “Ένας από τους μεγάλους στόχους των πολιτικών νόμων είναι να ενδυναμώσουν τους φυσικούς νόμους διαμέσου των πολιτικών κυρώσεων […] ο λαουτζίκος πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και να καθοδηγηθεί από τους νόμους προς τους καλύτερους τρόπους διαχείρισης των υποθέσεων του και προς τις μηχανικές τέχνες”! Και ακόμη, ο Άρθουρ Γιανγκ, (1771), “όλοι εκτός των ηλιθίων, γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να κρατηθούν μέσα στη φτώχεια, διαφορετικά δεν θα εργάζονταν”. Με τις επαναστάσεις της περιόδου μεταξύ του 1642 και του 1688 στην Αγγλία, του 1776 στην Αμερική και κυρίως του 1789 στη Γαλλία, η αστική τάξη θα τεθεί επικεφαλής πλατειών λαϊκών κινημάτων, ενάντια σε μια κατάσταση που είχε γίνει ανυπόφορη, κατακτώντας (και κληρονομώντας) τη κρατική μηχανή και ρυθμίζοντας στο εσωτερικό της την τόσο πολυπόθητη ελευθερία του επιχειρείν. Όπως υπενθυμίζει ο Μαρξ στον περίφημο πρώτο τόμο του κεφάλαιου, είναι η συνταγματική μοναρχία που προέκυψε από την ένδοξη επανάσταση του 1688 που επιβάλει τελικά δια νόμου την περίφραξη της κοινοτικής γης (αντί να περιοριστεί, όπως στο παρελθόν, να νομιμοποιήσει τη κλοπή κατόπιν εορτής)! Είναι αυτή που διαμέσου του νόμου ξεπουλά την κρατική περιουσία στους αστούς βουλευτές της ! ( ενώ στην σημερινή περίπτωση της ελληνικής αποικίας χρέους η διαδικασία αυτή ονομάζεται υπερταμείο, στην υπηρεσία των ξένων δανειστών) και είναι επίσης επί βασιλείας του Γεωργίου του δεύτερου (1727-1760), όταν “ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είχε αναπτυχθεί με επαρκή τρόπο ώστε να καταστήσει ανέφικτη και περιττή μια νομοθετική ρύθμιση του μισθού […] που δεν είχε κανένα απολύτως ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει τα παλιά όπλα σε περίπτωση ανάγκης” (στο ίδιο), καθορίζοντας τους μισθούς προς τα κάτω (πέραν της απαγόρευσης των εργατικών ενώσεων). Στην Ένωση που προέκυψε από την αμερικανική επανάσταση, ήταν ακριβώς οι ισχυρότεροι καπιταλιστές που συνδέονταν με τους χρηματιστικούς κύκλους της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης που απαίτησαν και κατόρθωσαν να επιβάλλουν την ίδρυση ενός πραγματικού και καθαυτού ομοσπονδιακού κράτους (με δικό του στρατό και κεντρική κυβέρνηση) ενάντια στην αντίθετη υπόθεση να διατηρηθεί η αυτονομία των αποικιών και οι τελωνειακοί φόροι για την προστασία της βιομηχανικής παραγωγής, ενώ οι μεγάλοι γαιοκτήμονες του Νότου, που πουλούσαν το βαμβάκι στην Αγγλία που είχε επιτέλους εκβιομηχανιστεί, ήθελαν την “ελεύθερη αγορά” (τον εικοστό αιώνα αυτή η θέση θα αντιστραφεί). Τέλος, αν η μακρινή και θυελλώδης διαδρομή της γαλλικής επανάστασης είχε το επίτευγμα να επαναδιαπραγματευθεί άπαξ και δια παντός τη σχέση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των υπηκόων (περιορίζοντας την ισχύ της), αυτή, τουλάχιστο κάτω από μια άποψη, τελειοποίησε την κρατική μηχανή, εφοδιάζοντάς την με μια συγκεκριμένη ιδεολογία: το έθνος. Από τότε και στο εξής, οι πολυλογίες για τη “νομιμότητα” της εξουσίας βγήκαν έξω από τις συζητήσεις των ειδικών για να γίνουν λαϊκές, αφήνοντας μεταξύ άλλων ως κληρονομιά στις μελλοντικές γενεές, μέσα στις ασταμάτητες συζητήσεις αναφορικά με τα “δικαιώματα” και τις “υποχρεώσεις” των πολιτών, τον πεφωτισμένο θεσμό της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας.

Η διακυβέρνηση των αντιφάσεων

Αν η καπιταλιστική κοινωνία δεν σταμάτησε ποτέ να αναπαράγεται επίσης και μέσω απαλλοτρίωσης, είναι αναμφισβήτητο ότι η πλήρης σύγχρονη εξάπλωσή της και ιδιαίτερα κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, έχει σημαδευτεί από τη συσσώρευση του κεφαλαίου θεμελιωμένη στην αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης: την παραγωγή και την πώληση εμπορευμάτων θεμελιωμένη στη χρονική μίσθωση χεριών, μυαλών, ανθρώπινου ιδρώτα και αίματος απομειωμένων σε εμπορεύματα. Έλειπε μονάχα μια “παραγωγική δύναμη” για να καταστήσει την κλοπή της εργασίας τον κύριο μοχλό της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Κατέφτασε με την ατμομηχανή και τη γέννηση του εργοστασιακού συστήματος. Με το άλμα που αποτύπωσε στη παραγωγή, η εισαγωγή των μηχανών επέβαλε την αναγκαιότητα της διεύρυνσης των δικτύων του πλέγματος μέσα στο οποίο κυκλοφορούσε το κεφάλαιο: αυξανόμενα διαρκώς σε ποσότητες που δεν είχε ποτέ συμβεί στο παρελθόν από τις μηχανές, τα εμπορεύματα αναζητούσαν και απαιτούσαν πάντοτε περισσότερες αγορές. Παραφράζοντας τον Μαρξ, αν στην Αγγλία τα καινούρια αφεντικά και οι αυθεντικοί καπιταλιστές ήταν “οι οικονομολόγοι” αυτής της μεταβολής, τα γαλλικά αφεντικά ήταν με τη σειρά τους το πολιτικό μυαλό: η ελευθερία του επιχειρείν που κατοχυρώθηκε από την επανάσταση, με τη κατάργηση όλων των φεουδαρχικών προνομίων και των αποκαλούμενων “συντεχνιών” της ancien regime, προκαθόρισε, αν και για λίγο, εκείνο τον φιλελευθερισμό που οι καινούριοι βιομηχανικοί “σατανικοί μύλοι” (Γουίλιαμ Μπλέικ) θα επέβαλαν αργότερα παντού. Διαμέσου των κατακτήσεων και των καινούριων αστικών και ποινικών κωδίκων της αστικής τάξης, η πολιτική ιδιοφυϊα του Ναπολέοντα-έκφραση ενός γαλλικού πνεύματος που βρίσκονταν πάντα στη πρωτοπορία των καιρών-εισήγαγε τον πολιτικό φιλελευθερισμό μέσα στις νέες επαναστατικές δημοκρατίες καθώς και στα διάφορα κράτη δορυφόρους της αυτοκρατορίας, επιταχύνοντας τη τεχνολογική επανάσταση: αν οι καινούριες μηχανές απαιτούσαν μια καινούρια οικονομία, η καινούρια οικονομία απαιτούσε τις καινούριες μηχανές. Από τη πλευρά της, η αποκαλούμενη Επανόρθωση του καθεστώτος αργότερα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να αποδεχθεί αυτό το τετελεσμένο γεγονός, αφομοιώνοντας τόσο την πρώτη όσο και τις δεύτερες. Είναι ακριβώς σε αυτή τη χρονική φάση λοιπόν που η δομική βία του κράτους αρχίζει να εκτυλίσσεται και να αποκρύπτεται πίσω από το πέπλο της θεσμικής βίας, με φαινομενικά αναρχική μορφή, από πλευράς των νέων κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, προσφέροντας έτσι στις κυρίαρχες τάξεις το ιδεολογικό πλεονέκτημα να μπορεί να κανονικοποιήσει είτε τη μια είτε την άλλη: οι κοινωνικές αδικίες αρχίζουν να φαίνονται ως προϊόντα μιας ανεπανόρθωτα διεστραμμένης ανθρώπινης φύσης, στις οποίες με τη σειρά του το κράτος φροντίζει να βάλει φραγμό. Μαζί με την ελευθερία του επιχειρείν και με τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, όμως, η κληρονομιά που άφησε η μεγάλη επανάσταση στη Γαλλία ήταν -για μια ακόμη φορά!-η οριστική κατάργηση των δικαιωμάτων στη κοινοτική γη, που βρέθηκε στο επίκεντρο της ταξικής σύγκρουσης τουλάχιστο κατά τα πρώτα χρόνια της επαναστατικής δεκαετίας. Έτσι, το τετελεσμένο γεγονός αρχίζει να φαίνεται πλέον ως αιώνιο. Και η κοινοτική γη; Μα φυσικά δεν υπήρξε ποτέ. Η αστυνομία δεν κάνει ποτέ διαφορετκή δουλειά παρά να προστατεύει αυτό που πάντα ήταν και θα είναι κράτος, ανεξαρτήτως ιδεολογικής μορφής, οθωμανικό ή ελληνικό για παράδειγμα. Κατ΄αυτόν ακριβώς το τρόπο το κράτος αρχίζει να παρουσιάζεται πλέον στη σκηνή ως ο καθαρός εξισορροπητής των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούνται “από μόνες τους”, υπό τη φυσική ώθηση του ανταγωνισμού της αγοράς! (όπως θα υποστηρίξει εν μέρει και ο Άνταμ Σμιθ, ένας από τους θεωρούμενους πατέρες του οικονομικού φιλελευθερισμού). Η δομική βία των αφεντικών ενάντια στους δούλους αποκρύπτεται έτσι αριστοτεχνικά πίσω από το αιώνιο παρόν του κράτους. Με τη σειρά της, η κρατική μηχανή απορροφά πλήρως τις λογικές, τις απαιτήσεις και τους ρυθμούς του κεφάλαιου, επωμιζόμενη επιπλέον την αποστολή να κυβερνήσει τις αντιφάσεις, προσθέτοντας τις απλά στις αστυνομικές της λειτουργίες, ενάντια στις κυριαρχούμενες τάξεις. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες γίνονται έτσι η καρδιά του συστήματος που, στη πρώτη φάση του ώριμου καπιταλισμού, αξιώνει να χτυπά σε σταθερό ρυθμό με τον κανόνα χρυσού (gold standard). Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ότι, ακόμη και στις περιόδους της φιλελεύθερης μέθης κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, το κράτος συνεχίζει να διαμορφώνει τις πρωταρχικές γραμμές της συστημικής ανάπτυξης: επενδύσεις στις υποδομές (ιδιαίτερα στους σιδηρόδρομους), πολεμικοί εξοπλισμοί και στρατιωτικές κατακτήσεις, διαμέσου του παλιού καλού συστήματος του δημοσίου χρέους (που όπως ήδη ειπώθηκε δεν αποτελεί μια τωρινή παθολογία, αλλά μια θεμελιακή σταθερή της σύγχρονης ιστορίας) και που από αυτήν ακριβώς την άποψη θα μπορούσε πλέον σίγουρα να ειπωθεί, ότι, “το δυστυχώς επτωχεύσαμε” του Χαρίλαου Τρικούπη, αντιστοιχεί απόλυτα με το “λεφτά υπάρχουν” του ΓΑΠ και την ακόλουθη και συνεπή απόφαση της κυβέρνησής του για την υπαγωγή της χώρας (τον εικοστό πρώτο αιώνα) στον έλεγχο του Δ.Ν.Τ. Τα λόγια άλλωστε, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο ΓΑΠ, είναι φτώχεια. Αυτό που σε τελική ανάλυση μετρά είναι μονάχα το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα, όσο αφορά πάντα την ελληνική περίπτωση, ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο από τον καιρό της πολιτικής απόφασης-πάντα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ σε πλήρη σύμπνοια με την λματ- για την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων κ.τ.λ. Ενός κακού μύρια έπονται. Τα παραπάνω δεν καταδεικνύουν μονάχα την προσφιλή στους πολιτικούς επιστήμονες, συνέχεια του κράτους, αλλά και τον σαφή ιστορικό ρόλο του, που όπως αναφέραμε ο Κροπότκιν είχε με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο αναλύσει μέσα στο περίφημο κείμενό του, των αρχών του εικοστού αιώνα. Δεν είναι καθόλου αμελητέο το γεγονός ότι η προαναφερόμενη περίοδος του δέκατου ένατου αιώνα, θα περάσει στην ιστορία επιγραμματικά ως “ η εποχή του ιμπεριαλισμού”, όταν δηλαδή η Αγγλία υλοποιεί τη μεγαλύτερη αποικιακή αυτοκρατορία όλων των εποχών, ενώ η κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών των κρατών για να κατακτήσουν τον “ζωτικό χώρο” τους (Lebensraum) και που την εποχή του φασισμού και του ναζισμού-θα φτάσει στο αποκορύφωμά της, θα καθορίσει, πριν, την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια αυτής της νέας περιόδου του αγώνα για την ισχύ, το αγγλικό κράτος μπορεί να υπολογίζει πάνω σε μια βιομηχανία (και μια τεχνολογία) σε πλήρη ανάπτυξη και που πάνω στην οποία έχει ελάχιστες ευκαιρίες και συμφέρον για να παρέμβει. Οι ίδιες οι προνομιούχες εταιρίες που ξαναφτιάχτηκαν για να εισβάλουν στην Ανατολή, διαλύονται γρήγορα άπαξ δόθηκε το έναυσμα για τη βιομηχανοποίηση της Ινδίας. Όλα μοιάζουν εκείνη τη στιγμή να συμφωνούν με το μαρξιανο-μαρξιστικό σχήμα του κράτους-υπερδομής, που συνοδεύει πιστά την ανάπτυξη του κεφάλαιου. Όμως, αλλού, η βιομηχανοποίηση διευθύνεται από τα πάνω, όπως δηλαδή στη Πρωσία και κατόπιν στη Γερμανία του Βίσμαρκ ή στην Ιαπωνία της εποχής του Μέϊγι (όπου η διαδικασία της πρωτογενούς συσσώρευσης, που στην Ευρώπη διήρκεσε τρεις ολόκληρους αιώνες, εξελίσσεται μέσα σε μόλις τριάντα χρόνια!). Όμως τώρα, κατά τη διάρκεια της εποχής της αγγλικής ηγεμονίας, απλωμένης πάνω σε πέντε ηπείρους, η διαβολική δύναμη του χρήματος αφήνεται εντελώς ελεύθερη να επεκταθεί όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν! Μέχρι τη στιγμή που η η κρίση του 1929 κατέστησε πλέον σαφές ότι δεν ήταν δυνατό να αφεθεί εφεξής εντελώς ελεύθερη. Διαφορετικά το τίμημα θα ήταν απ’ εδώ και πέρα βαρύ, από την υποταγή των πάντων στα καπρίτσια και τις απότομες συναισθηματικές αλλαγές της ψυχικής της διάθεσης. Όπως είναι γνωστό, η δεκαετία του τριάντα του εικοστού αιώνα, συμπίπτει με την επιστροφή σε ολόκληρο το κόσμο (από την εποχή του επονομαζόμενου μερκαντιλισμού) των προστατευτικών πολιτικών και της άμεσης παρέμβασης του κράτους μέσα στην οικονομία. Με ποιους ακριβώς τρόπους όμως; και κυρίως με ποια ακριβώς εργαλεία;

Από τον κεϋνσιανό μιλιταρισμό στο φιλελεύθερο μιλιταρισμό

Η άνοδος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αρχίζει με τη πτώση της αγγλικής ισχύος. Ανταγωνιζόμενο από την γουλιελμο-βισμαρκική Γερμανία, με την “προστατευτική κίνηση αντιπερισπασμού” της για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών, το Ηνωμένο Βασίλειο αρχίζει να προετοιμάζεται για τον πόλεμο: εξοπλίζεται μέχρι τα δόντια, δίνοντας ιδιαίτερη φροντίδα στην ενίσχυση του πολεμικού ναυτικού. Για να επιτεύξει αυτό το στόχο όμως αρχίζει να χρεώνεται στο αμερικάνικο κεφάλαιο, που βρίσκονταν στη πρωτοπορία της βαριάς βιομηχανίας και με τη σειρά του υπερχρεωμένο στο αγγλικό κεφάλαιο, για να αποκτήσει πολεμικούς εξοπλισμούς. Μέχρι το 1914, το εμπορικό ισοζύγιο έκλινε από την πλευρά των Εγγλέζων: “μεταξύ του 1850 και του 1914 οι μακροπρόθεσμες εξωτερικές επενδύσεις και τα δάνεια που δόθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασαν έτσι τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Όμως κατά την ίδια χρονική περίοδο οι Ηνωμένες πολιτείες πραγματοποίησαν πληρωμές καθαρών τόκων και άλλων τίτλων χρέους, ως επί το πλείστο στη Μεγάλη Βρετανία, για ένα σύνολο 5,8 δισεκατομμύρια δολάρια” (Αρίγκι, στο ίδιο). Με την απαρχή του πολέμου αυτή η σχέση αντιστράφηκε: “Το 1915 παρόλα αυτά, η ζήτηση εξοπλισμών και πρώτων υλών από τη Μεγάλη Βρετανία ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή που προγραμματίστηκε από πλευράς της Royal Commission το 1905. Μεγάλο μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού μπορούσε να αγοραστεί μονάχα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ήταν ακριβώς η αγορά του που ξεκίνησε τη διαδικασία διάβρωσης των αγγλικών τίτλων των παραγομένων εισοδημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την αύξηση των αμερικανικών τίτλων εισοδημάτων πάνω στις αγγλικές δραστηριότητες (στο ίδιο). Τίποτε το παράξενο: Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονταν σε πόλεμο για πέντε χρόνια ενώ οι Η.Π.Α μονάχα για ένα! Η πολεμική φθορά του πρώτου δημιούργησε τις νέες περιουσίες των δεύτερων! Το δολάριο σκαρφάλωσε στην ιεραρχία των διεθνών πληρωμών και έγινε νόμισμα κύρους μαζί με τη στερλίνα. Παρόλα αυτά, οι Αμερικάνοι γνώριζαν να εκμεταλλευτούν ελάχιστα αυτό τον πρώτο γύρο της πυξίδας. Όντας στην ουσία φιλελεύθεροι “χωριάτες” και “αφελείς”, υποτίμησαν τη διαβολική δύναμη. Ανίκανη να διαχειριστεί την επιστήμη της κερδοσκοπίας, μια Federal Reserve ακόμη στα σπάργανα, στερούμενη συγκεκριμένων καταστατικών και απροσδιόριστων ακόμη πρωτόκολλων διαπλοκής δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, γνώρισε σύντομα τις ιερές αρετές της “αυτορυθμιζόμενης αγοράς” της οποίας αποτέλεσμα ήταν η κρίση του 1929. Οι γνωστές “επεκτατικές” κεϋνσιανές πολιτικές που προέκυψαν με αφορμή αυτό το γεγονός, με τη δημιουργία του δημόσιου χρέους με στόχο την επανεκκίνηση της παραγωγής και της απασχόλησης, απλά έβαλαν ορισμένα μικροφράγματα στη κρίση χωρίς να επιτύχουν ποτέ να την επιλύσουν. Όλα αυτά φυσικά μέχρι τη στιγμή που ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η ισορροπία του τρόμου που γεννήθηκε στη Γιάλτα και ο ταξικός αγώνας που ξέσπαγε σε ολόκληρο το κόσμο, κατάφεραν -λόγω ανωτέρας βίας-να κάνουν να συμφωνήσουν την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με τους κύκλους του ανώτερου χρηματιστικού κεφαλαίου: “ Αυτό που δεν μπορούσε να πετύχει ο υπολογισμός κόστους-οφέλους[…] μπόρεσε αντίθετα να το πετύχει ο φόβος. Μέχρι τη στιγμή που τα πλεονάζοντα κεφάλαια στάθμευαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην ενδοχώρα τους (Καναδάς και Λατινική Αμερική), το χάος στην Ευρασία συνέχισε να χειροτερεύει και να δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ανάληψη της κρατικής εξουσίας από πλευράς επαναστατικών δυνάμεων. Η ευφυής ιδέα του Τρούμαν και των συμβούλων του, υπήρξε αυτή να αποδώσουν το αποτέλεσμα των συστημικών συνθηκών που καμιά ιδιαίτερη δύναμη δεν είχε δημιουργήσει ή μπορούσε να ελέγξει, στις υποτιθέμενες ανατρεπτικές βλέψεις της άλλης στρατιωτικής υπερδύναμης, της Σοβιετικής Ένωσης” (στο ίδιο). Ας προσέξουμε σ’ αυτή την τελευταία φράση την ξεκάθαρη διατύπωση των αμφιβολιών του Αρίγκι: Η Σοβιετική Ένωση δεν ήθελε να κάνει την επανάσταση, όμως οι χρηματιστηριακές ελίτ της Νέας Υόρκης, δεν το γνώριζαν. “Η επινόηση του ψυχρού πολέμου”, ένα είδος συνωμοσιολογικού τέρατος για τους πλούσιους, επανέφερε τους αδαείς τραπεζίτες στο πνεύμα της κρατικής πολιτικής ορθότητας, πείθοντας τους να εκπληρώσουν το χρέος τους. Τα όπλα ξαναεπιστρέφουν στο παιχνίδι: με τον πόλεμο της Κορέας των αρχών της δεκαετίας του πενήντα, “ η πολεμική βοήθεια στις ξένες κυβερνήσεις και τα στρατιωτικά έξοδα των ΗΠΑ στο εξωτερικό[…] μπόρεσαν να εγγυηθούν στη παγκόσμια οικονομία όλη τη ρευστότητα που είχε ανάγκη για την επέκτασή της”. (Κάτι ανάλογο γίνεται σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία ενάντια στη Ρωσία, για να αντιμετωπιστεί αυτή τη φορά ο πραγματικός κίνδυνος για τις ΗΠΑ που είναι προοπτικά ο εμπορικός και ο στρατιωτικός επεκτατισμός της Κίνας, διαμέσου του δικού της “δρόμου του μεταξιού”). Το “καλό χρέος”, δηλαδή αυτό των πολεμικών εξοπλισμών, κατόρθωσε να επανεκκινήσει την οικονομία: η ποσότητα χρήματος που γέννησε, τροφοδότησε τη θεαματική βιομηχανική επανεκκίνηση μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (τα ένδοξα τριάντα χρόνια)! Διαμέσου των “θεσμών” του Μπρέττον Γούντζ και ειδικότερα με τη δημιουργία του Δ.Ν.Τ. , το αμερικάνικο κεφάλαιο αναρριχήθηκε στη κορυφή της παγκόσμιας αλυσίδας της αξίας, ελέγχοντας τον δανεισμό και το χρέος σε διεθνές επίπεδο. Ας δώσουμε το λόγο σε ορισμένους συντρόφους που πρόσφατα επιχείρησαν τη σύνθεση όλων των παραπάνω: “ Το σύστημα προέβλεπε ένα αυστηρό έλεγχο της οικονομίας από πλευράς μιας ιεραρχικής πυραμίδας κρατών, φυσικά υπό αμερικάνικη ηγεμονία […] δομημένη ως εξής: στη κορυφή βρίσκονταν το δολάριο, το μοναδικό νόμισμα που μπορούσε όμως να μετατραπεί σε χρυσό! Αμέσως μετά βρίσκονταν η αγγλική στερλίνα και αργότερα θα αναδύονταν και το γερμανικό μάρκο! Όλα τα υπόλοιπα νομίσματα […ήταν μετατρέψιμα] σε δολάρια και έπρεπε να κυμανθούν μεταξύ του 1% πλην ή συν σε ετήσια βάση. Μονάχα στη περίπτωση που το ισοζύγιό τους βρίσκονταν σε κατάσταση βαριάς κρίσης μπορούσαν να πάρουν την άδεια να κάνουν μια υποτίμηση μέχρι 10%, όμως, στη περίπτωση που έπρεπε να κάνουν ακόμη μεγαλύτερη, θα έπρεπε να ζητήσουν την άδεια του Δ.Ν.Τ.. Φυσικά ο κύριος μέτοχος του Δ.Ν.Τ. (ήταν και παραμένει) η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ωστόσο, αυτά τα αιτήματα για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ικανοποιούνταν με αντάλλαγμα πολιτικών, στρατιωτικών, ή άλλης φύσης διευκολύνσεων προς τις Η.Π.Α. Διαμέσου της αλυσίδας του Μπρέττον Γούντζ (Bretton Woods), κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τον νομισματικό μοχλό για να εξυπηρετήσουν τις ιμπεριαλιστικές τους πολιτικές. [… παρόλα αυτά], παρότι οι ΗΠΑ μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να ελέγχουν τη κορυφή της πυραμίδας, δεν ήταν ελεύθερες στο τόπο τους. Το νόμισμά τους παρέμενε το μοναδικό που δεν μπορούσε να υποτιμηθεί, εξαιτίας της πρόσδεσής του στον κανόνα του χρυσού. ‘Έτσι, ως γνωστό, ο Νίξον, το 1971, αποφάσισε να καταργήσει αυτή τη πρόσδεση (που αποδείχθηκε παντοιοτρόπως αρνητική μακροπρόθεσμα για τις ΗΠΑ) για τον ιδιαίτερο λόγο ότι εκείνη τη χρονική στιγμή χρειάζονταν να τυπώσει δολάρια για να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Στην Ευρώπη, την ίδια χρονική στιγμή επίσης και η Γαλλία χρειαζόταν να υποτιμήσει το φράγκο, ώστε να μπορέσει να απαντήσει πολιτικά στα κοινωνικά αιτήματα που είχε προηγουμένως θέσει περίτρανα ο Μάης του ’68, ενώ η Ιταλία τύπωνε διαρκώς λιρέτες για να μπορέσει να απορροφήσει τον πληθωρισμό που προέκυψε από τις αυξήσεις στους μισθούς που αναγκάστηκε να δώσει, κατόπιν των εργατικών κινητοποιήσεων του αποκαλούμενου “ζεστού Φθινόπωρου” του 1969 […] Το αντάρτικο στο Βιετνάμ, ο Μάης του ’68, το ζεστό ιταλικό Φθινόπωρο του ’69, οι εντάσεις στις αραβικές χώρες (ισραηλινό-αιγυπτιακή σύρραξη, παλαιστινιακός ανταρτοπόλεμος κ.λ.π.) …όλα αυτά προκάλεσαν σίγουρα ένα ισχυρό πλήγμα στην οικονομία της Δύσης” (Οικονομία της αθλιότητας, περιοδικό “Βετριόλο”, αρ. 6, καλοκαίρι 2021). Κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, με λίγα λόγια, ο καπιταλισμός με ατμομηχανή τις ΗΠΑ πολιορκούνταν από όλες τις πλευρές, από τους ταξικούς αγώνες και ενάντια στον ιμπεριαλισμό! Για άλλη μια φορά όμως ήταν ακριβώς οι πολεμικοί εξοπλισμοί που ώθησαν μπροστά τους δείκτες του ρολογιού της ιστορίας. Απεγκλωβισμένο από τη μετατρεψιμότητα σε χρυσό (δηλαδή με δυνατότητα εκτύπωσης στο άπειρο, από τότε), το δολάριο πλημμύρισε την παγκόσμια αγορά! Με συνέπεια να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που η ΗΠΑ προσδοκούσαν, δηλαδή προς όφελος όλων των ανταγωνιστών των ΗΠΑ (κατά τη δεκαετία του εβδομήντα το μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς που δεν ανήκει στις ΗΠΑ περνά από το 48 στο 58% του συνόλου, σημ. Αρίγκι). Αυτές που κέρδισαν ήταν κυρίως οι χώρες του “τρίτου κόσμου” που βρίσκονταν οι περισσότερες στο αποκορύφωμα των αντιαποικιακών τους αγώνων και ιδιαίτερα αυτές που παρήγαγαν πετρέλαιο. Ενώ το βάλτωμα των Αμερικάνων στο Βιετνάμ έπληττε σοβαρά το στρατιωτικό τους γόητρο που εξευτελίστηκε από πλευράς ενός από τους φτωχότερους λαούς της γης, μια αραβική συμμαχία καθοδηγούμενη από την Αίγυπτο και τη Συρία έκανε το ίδιο ενάντια στο Ισραήλ, κατά τον πόλεμο του Γιομ-Κιπούρ του 1973. Υπό την ώθηση της αλλαγής των σχέσεων δύναμης, ο οργανισμός των πετρελαιοπαραγωγών χωρών (ΟΠΕΚ) αποφάσισε την μονόπλευρη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, καθορίζοντας την πετρελαϊκή κρίση του 1973. (Κάτι αντίστοιχο επιχείρησαν μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι ίδιες περίπου χώρες το 2022, με αποκορύφωμα τη πρόσφατη δήλωση οπερέτας από πλευράς του μπολιβαρο-σταλινικού ηγέτη της Βενεζουέλας Μαδούρο: “Ζήτω ο σύντροφος Βλαντιμίρ Πούτιν”). Η χρυσή εποχή του καπιταλισμού άρχισε έτσι να δύει: οι υποταγμένες χώρες δεν ανέχονταν πλέον να κάτσουν στα αυγά τους τροφοδοτώντας την “ευμάρεια” της Δύσης. Χρειάστηκαν, παρόλα αυτά, ορισμένα χρόνια ώστε η αντίδραση των αφεντικών να κατορθώσει να ενεργοποιηθεί: η δεκαετία του εβδομήντα υπήρξε μια νέα μαύρη εποχή για τον ηγεμονικό καπιταλισμό όσο και μια εποχή “παχιών αγελάδων” για τους εκμεταλλευόμενους ολόκληρου του κόσμου, με μια αναδιανομή του πλούτου που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν. Η αντι-εξέγερση κατόρθωσε να ενεργοποιηθεί μόνο κατά το τέλος της δεκαετίας, με μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής και παράλληλα μονιμοποιώντας τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ως ένα διαρκές οικονομικό όπλο. Για άλλη μια φορά, ήταν ο φόβος, σ’ αυτή τη περίπτωση προερχόμενος από το Ιράν, που ξεμπλόκαρε τη κατάσταση και όπου η επανάσταση του 1979 αποσπούσε από τις ΗΠΑ ακριβώς εκείνη τη χώρα πάνω στην οποία είχαν επενδύσει τα περισσότερα, ώστε να μπορούν να ελέγχουν τη Μέση Ανατολή: ακολουθεί η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Η πρώτη κίνηση αντιπερισπασμού προήλθε φυσικά από τις τράπεζες. Όπως ακριβώς και αυτή τη στιγμή, έτσι και τότε, υπό τη σοφή καθοδήγηση του Πωλ Βόλκερ, η Federal Reserve και το ΔΝΤ ακολούθως, άρχισαν να εφαρμόζουν μια περιοριστική νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια των δανείων, με στόχο να επιτύχουν την ύφεση της παγκόσμιας αγοράς (για τους αδαείς: όσο αυξάνονται τα επιτόκια, περιορίζεται η κυκλοφορία του χρήματος, τόσο περισσότερο αξίζει το χρήμα! Όμως υπάρχει και το αποτέλεσμα της ύφεσης των παγκόσμιων επενδύσεων μέσα στη πραγματική οικονομία). Οι παραγωγοί πετρελαίου του “τρίτου κόσμου” που μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν υπό τη πολιορκία του φλερτ όλων των τραπεζιτών, αρχίζουν να βλέπουν να αδειάζουν τα ταμεία τους: τώρα που τα υπό κυκλοφορία δολάρια είναι λιγότερα (και άρα άξιζαν περισσότερο) οι επενδυτές έτειναν να τα κρατούν στην άκρη (για να τα επενδύσουν ακολούθως στη χρηματιστηριακή σπέκουλα) αντί να τα ξοδέψουν στην αγορά πρώτων υλών. Προκλήθηκε το εξής παράδοξο: η τιμή του πετρελαίου αντί να μειωθεί άρχισε να αυγατίζει : επενδεδυμένα, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, μέσα στα καταπιστεύματα ευρωπαϊκών δολαρίων (το λεγόμενο “ευρωσυνάλλαγμα”, που αντιστοιχούσε σε μεγάλο βαθμό με τα αποκαλούμενα “πετροδολάρια”, δηλαδή τα δολάρια που προέρχονταν από την πώληση του πετρελαίου), η αξία της αγοράς του μαύρου χρυσού ακολούθησε το ηγεμονικό παγκόσμιο νόμισμα μέσα στη διαδικασία ανατίμησής του: η τιμή του έφτασε στα ουράνια, καθορίζοντας με τη σειρά της μια αύξηση της τιμής όλων των πρώτων υλών. Στο εσωτερικό ενός γενικού πλαισίου ύφεσης της πραγματικής οικονομίας, και άρα μικρότερης ζήτησης από πλευράς της βιομηχανίας, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες (ή, στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι “φτωχές” χώρες) δεν κατόρθωναν πλέον να πουλήσουν τα προϊόντα τους μέσα στη “παγκόσμια αγορά”! Ενώ στο μεταξύ, το ανατιμημένο δολάριο φούσκωνε τα χρέη τους προς το ΔΝΤ (επειδή τώρα το δολάριο άξιζε περισσότερο, τα δάνεια σε δολάρια ακρίβαιναν συνεχώς): γίνονταν έτσι η αφετηρία μιας πολιτικής της απόλυτης υποτέλειας: αν θες να συνεχίσεις να παίρνεις δάνεια, ή να έχεις διευκολύνσεις στην αποπληρωμή τους, πρέπει να μας κάνεις τις δομικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή να ανοίξεις την οικονομία σου στις επενδύσεις μας και να μας παραδώσεις όλους τους πλουτοπαραγωγικούς σου πόρους (βλέπε υπερταμείο) σε τιμές ασυναγώνιστες. Με την εκλογή του Ρήγκαν, το 1981, η ιμπεριαλιστική αντίδραση ολοκληρώθηκε: ανταγωνιζόμενος μέσα στη κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών μια Σοβιετική Ένωση ήδη εξασθενημένη εξαιτίας της καθίζησης της αγοράς των πρώτων υλών, ο Ρήγκαν ολοκλήρωσε την οικονομική της διάβρωση: για να καταστεί δυνατό να εξισορροπηθεί ο επανεξοπλισμός των ΗΠΑ, όλη η υπεραξία των σοβιετικών εργατών κατέληγε τώρα στη κατασκευή όπλων, ιδιαίτερα πυρηνικών! Ο “κόκκινος” γίγαντας παρέπαιε συνεχώς και θα σωριάζονταν στο χώμα σύντομα. Από τη πλευρά τους, με τη διαρκή αύξηση των στρατιωτικών εξόδων (βλέπε αμυντικές δαπάνες), οι ΗΠΑ έβλεπαν να αυξάνεται το δημόσιο χρέος τους σε επίπεδα που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν, μεταβαλλόμενες στην περισσότερο χρεωμένη χώρα στο κόσμο (μια πρωτιά που δεν σταμάτησαν ποτέ να κατέχουν). Όμως, αυτή τη φορά, με διαφορά από τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα, η δημιουργημένη, διαμέσου του δημοσίου χρέους, μάζα του χρήματος κατέληγε μονάχα σε δευτερεύοντα βαθμό στις μη πολεμικές βιομηχανίες και κατά κύριο λόγο καταβροχθίζονταν τώρα από πλευράς της ανώτερης χρηματιστικής-χρηματιστηριακής σφαίρας: τα πραγματικά αυστηρά επιτόκια επιτηρούσαν τη πρόσβαση στο δανεισμό των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, ενώ ενθάρρυναν τον έντοκο δανεισμό μέσα στις χρηματιστηριακές αγορές οι οποίες ήταν ήδη πλατιά “απορυθμισμένες”, εξαιτίας της προηγούμενης εγκατάλειψης του κανόνα χρυσού της δεκαετίας του εβδομήντα (επειδή το χρήμα [δολάριο] που δεν ήταν συνδεδεμένο με τα αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών μπορούσε τώρα να “τυπωθεί” στο άπειρο, η δημιουργία δημόσιου χρέους (τουλάχιστο για τις ΗΠΑ) δεν αποτελούσε πλέον πρόβλημα). Με άλλα λόγια, για ακόμη μια φορά δημιουργούνταν χρήμα από το τίποτα, διαμέσου των στρατιωτικών δαπανών! Όμως, μονάχα ψίχουλα κατέληγαν μέσα στη πραγματική οικονομία (σε σχέση φυσικά με τη συνολικά δημιουργημένη μάζα του χρήματος). Ενώ λοιπόν επεκτείνονταν στην Ευρώπη περνώντας από την Αγγλία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η ηδονιστική απορρύθμιση του Ρήγκαν, με τη κατάργηση κάθε εμποδίου στην επιχειρηματική δραστηριότητα, εξισορροπούσε την ασφυξία δανεισμού με τη προσέλκυση κάθε είδους επένδυσης, ενισχύοντας συστηματικά τις ισχυρότερες επιχειρήσεις (τις γνωστές “πολυεθνικές”), που με τη σειρά τους χρηματιστηριοποιούνταν επανεπενδύοντας τα κέρδη τους μέσα στα διεθνή χρηματιστήρια. Για την υποστήριξη των μετοχών και των παραγώγων τους φροντίζει σε μεγάλο βαθμό η υπεραξία που εξάχθηκε από τις χώρες του “τρίτου κόσμου”, διαμέσου των γνωστών χειρισμών (απειλών) του ΔΝΤ. Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργείται ολοένα και περισσότερο ένας φαύλος κύκλος: μονάχα οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι δυνατό να χρεωθούν πλέον, ενώ καταλήγουν να εξασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους από το δανεισμό, δηλαδή τη τοκογλυφία. Θα είναι τελικά η κρίση του 2008 που θα παρουσιάσει το πρώτο λογαριασμό αυτού του πραγματικού και καθαυτού αυτοτροφοδοτούμενου οικονομικού παραλογισμού.

Στην αγκαλιά του Λεβιάθαν

Ας επιστρέψουμε τώρα στην ανάλυση του κράτους. Προτού όμως να εξετάσουμε τις διαφορές, ας αναζητήσουμε πρώτα τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ του αρχαίου και του σύγχρονου κράτους. Όπως διαπιστώσαμε προηγουμένως, το κράτος γεννιέται και συντηρείται θεμελιωδώς ως μια κοινωνική τεχνολογία πολέμου, επικεντρωμένη να διατηρήσει την συλλογική ενότητα-και άρα να φρενάρει επίσης την ίδια τη ταξική σύγκρουση-πάντα στη προοπτική μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με άλλα κράτη. Παρόλα αυτά, αν το κράτος είναι επίσης και αυτό το πράγμα, δεν είναι σίγουρα μονάχα αυτό. Για να κατορθώσει να εξασφαλίσει την ενότητά του, το κράτος είναι υποχρεωμένο να υποδυθεί πολλά υποκειμενικά χαρακτηριστικά: ριζωμένο μέσα σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, έχει τη δική του ιστορία, τα δικά του σύμβολα (η εθνική σημαία της νεωτερικότητας), τους δικούς του μύθους, συχνά μια δική του ιδεολογία περισσότερο ως λιγότερο προσδιορισμένη! Όμως, πάνω απ’ όλα, το κράτος χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη μιας συγκεκριμένης ηθικής αποστολής: την προστασία του πληθυσμού του από τους άλλους και από το χάος και ενδεχομένως τη κατάκτηση ζωτικού χώρου για λογαριασμό του. To γεγονός έπειτα ότι σε τελική ανάλυση έχουμε ως αποτέλεσμα ότι το κράτος υπερασπίζεται μονάχα τον εαυτό του, καθώς και ολόκληρο το δίκτυο με τους τσανακογλείφτες που περιστρέφονται γύρω του, παρά τον ίδιο τον πληθυσμό, θεωρούμενο σε αφηρημένο πάντα επίπεδο βέβαια, καταμαρτυρεί μονάχα την αλλοτριωτική φύση του! Ενώ το γεγονός ότι τείνει να επιλέγει ως στελεχικό δυναμικό του τους πιο κατεργάρηδες, ανελέητους και φιλόδοξους (σύμφωνα με την άποψή τους: τους πιο ρεαλιστές) μας καταμαρτυρεί πολλά πράγματα για τον ίδιο του το χαρακτήρα, αλλά δεν μας λέει απαραίτητα ότι όλοι αυτοί δεν πιστεύουν στην αποστολή τους : όποιος δεν ξέρει “να φροντίζει το κράτος” άλλωστε, είναι ένας αποτυχημένος κρατιστής. Έτσι λοιπόν, αν αφενός η επισήμανση του κράτους ως ηθικό πρόσωπο δεν μπορεί παρά να φαίνεται ως μια νομική και ιδεολογική κατασκευή, αφετέρου, αυτό το πράγμα δεν σημαίνει ότι δεν αντικατοπτρίζεται στη πραγματικότητα: καλώντας στην εκτέλεση του καθήκοντος, η ιδεολογία δρα πάνω στα ανθρώπινα όντα και παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα (“το πνεύμα του κράτους”)! Ενώ, από την άλλη πλευρά, το κράτος, ως θεσμός, με τη γενικότερη σημασία αυτής της λέξης, εξαναγκάζει τα άτομα να συμπεριφερθούν διαφορετικά από ότι θα έκαναν, παραμερίζοντας τόσο τα “θέλω” τους όσο και την “ευαισθησία” και την ίδια τη “συνείδησή” τους. Έτσι, απολιθώνοντας την ίδια τη δράση τους, το κράτος παίρνει (με ανάθεση) τη θέση τους, μέχρι σημείου να γίνει “ η εξωτερική θέσμιση της κοινωνικής ισχύος” (Προυντόν). Τα άτομα συνεχίζουν φυσικά να συνεργάζονται μεταξύ τους: όμως το μεγαλύτερο μέρος των συνεργατικών δραστηριοτήτων τους εξελίσσεται μέσα στις προβλεπόμενες μορφές και τους τρόπους από το κράτος, όταν δεν βρίσκονται άμεσα στην υπηρεσία του: μεγάλο μέρος των ανθρώπινων διαδράσεων φαίνεται να εξελίσσονται πλέον από μόνες τους, σε βαθμό που συμβαίνουν ανεξάρτητα από την ίδια τη συνεισφορά των ατόμων: για παράδειγμα, οι φόροι που πληρώνω (είτε είναι καρπός της εργασίας μου ή της εργασίας που κλάπηκε από άλλους, σ΄αυτή τη περίπτωση είναι δευτερεύον) θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την κατασκευή ενός υδραγωγείου ή ενός καινούριου στρατοπέδου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εγώ θα μπορούσα να τα κατασκευάσω απευθείας ή όχι καθώς και της ίδιας μου της θέλησης να μπορούν να υπάρχουν ως τέτοια. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η δύναμή μου προκύπτει απαλλοτριωμένη. Η διαφορά μεταξύ του αρχαίου και του σύγχρονου κράτους είναι το πως υλοποιείται ακριβώς αυτή η απαλλοτρίωση. Το αρχαίο κράτος έπνιγε το “κεφάλαιο” (“ το χρήμα που γεννά χρήμα” ) υπάγοντας την οικονομία μέσα σε ένα γραφειοκρατικά συγκεντρωτικό σύστημα, που εξασκούσε μια απλή ανάληψη από την οικονομική δραστηριότητα διαμέσου των φόρων. Έτσι αυτό έτεινε να αναπαράγει την οικονομική ζωή όμοια και απαράλλαχτα, διατηρώντας το χρήμα ως καθαρό μέσο ανταλλαγής των πραγμάτων, και όσο αφορά τα υπόλοιπα τείνοντας να διευρύνει μονάχα τη γραφειοκρατικο-στρατιωτική δομή του. Στην αυτοκρατορική Ρώμη η οικονομική ζωή επεκτείνονταν ακολουθώντας το κράτος: τα συμφέροντα των αφεντικών της εποχής εκείνης πολλαπλασιάζονταν από το ένα μέρος στο άλλο, ρυμουλκούμενα από την αυτοκρατορική εδαφική εξάπλωση. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του καθόριζε αποτελέσματα πάνω στις ταξικές σχέσεις (μεταξύ καστών): η μεγέθυνση της στρατιωτικο-γραφειοκρατικής δομής καθόριζε μια αυξανόμενη αφαίμαξη των υλικών και των ανθρώπινων πόρων: την εργασία των σκλάβων και τη μισθωτή δουλοκτησία και έναν επανακαθορισμό των σχέσεων δύναμης (με την παράκαμψη της συγκλήτου που πιστώνεται στους αυτοκράτορες από την εποχή του Αυγούστου): όμως όλα αυτά πάντοτε συμβάδιζαν απόλυτα με τον κρατικό βηματισμό. Το σύγχρονο κράτος, αντίθετα, συνεχίζει να απαλλοτριώνει την κοινωνική δραστηριότητα ακριβώς όπως και το αρχαίο, όμως πρέπει συνεχώς να λογαριαστεί με μια δραστηριότητα που έχει μονάχα εν μέρει απορροφήσει και που σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να ελέγξει, διότι αυτή κυκλοφορεί πέρα των εθνικών συνόρων: το χρήμα. Συνειδητοποιώντας αυτή την μη δυνατότητα ελέγχου του, πρέπει άρα να συντρέξει και να έλξει αυτό το καταραμένο “κινητό κεφάλαιο”! Θεμελιώνοντας μέσα σε αυτό το ίδιο την κυριότερη δύναμη της ισχύος του, είναι εξαναγκασμένο επίσης να το φροντίσει, να το μεγαλώσει και να το επεκτείνει. Το γεγονός αυτό επουδενί σημαίνει όμως ότι το κράτος εξαφανίζεται ή ότι υποτάσσεται εντελώς στη διαβολική δύναμη του χρήματος: το αντίθετο, δηλαδή εκείνο το κράτος που επιτυγχάνει να την προσελκύσει επιτυχώς, ωφελείται παντοιοτρόπως σε μεγάλη κλίμακα, σε όρους ενδυνάμωσης, που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει είτε ενισχύοντας την ενότητά του (ενδυναμώνοντας την γραφειοκρατικο-στρατιωτική του δομή, την προπαγάνδα του, την εικόνα του στο εξωτερικό ή ακόμη την ίδια τη συναίνεση του πληθυσμού του, στο βαθμό που αναδιανέμει τον παραγμένο πλούτο) είτε ενάντια σε άλλους Λεβιάθαν, στην ένοπλη μεταξύ τους σύγκρουση ή σε άλλες δραστηριότητες του μεταξύ κρατών ανταγωνισμού. Αυτή ακριβώς η βαθειά διαφορά καθορίζει όλες τις υπόλοιπες, πρώτα απ’ όλες αυτή των μορφών της ίδιας της ταξικής κυριαρχίας: την ενσωμάτωση των κυρίαρχων τάξεων στο εσωτερικό του αρχαίου κράτους, ως κάστες! Την εξωτερικότητά τους, αλλά με έντονο προνομιακό χαρακτήρα, μέσα στο σύγχρονο κράτος. Κατά δεύτερο λόγο, στο να αλλάξει είναι η σχέση σε συνάρτηση με την ίδια την ισχύ με την αυστηρά στρατιωτική έννοια του όρου. Αν το αρχαίο μοντέλο προωθούνταν διαμέσου της καλλιέργειας και της λατρείας της ισχύος (π.χ. οι αρχαίοι Σπαρτιάτες αλλά και τα σύγχρονα κακέκτυπά τους: οι χρυσαυγίτες κ.τ.λ.) [στα λατινικά η virtus είναι κυρίως η αρετή στον πόλεμο, η αξία του vir: ο άνδρας πολεμιστής], το σύγχρονο μοντέλο τα καταφέρνει εξίσου καλά, (11) όμως πάνω απ’ όλα ενσωματώνει την ισχύ μέσα στα ίδια τα αντικείμενα. (12) Αυτό το πράγμα που θεμελίωνε την εξουσία των κυρίαρχων τάξεων μέσα στο αρχαίο κράτος (η κατοχή των όπλων και γενικότερα η οικονομική τους συνεισφορά στην ισχύ του), βλέπει μέσα στο σύγχρονο κράτος να προμηθεύεται τα πρώτα (τα όπλα) ώστε να ευνοήσει τη δεύτερη (τη συνεισφορά των πλουσίων) με μια μοναδική κίνηση: τον κρατικό δανεισμό και το δημόσιο χρέος που έχει ως απώτερο του στόχο να ερεθίσει “την οικονομική δραστηριότητα”. Έτσι λοιπόν το κράτος, περισσότερο από μια υπερδομή, διαφαίνεται ως μια υπο-δομή του κεφάλαιου: η αναγκαία βάση του, που προηγείται, προετοιμάζει, ακολουθεί, τροφοδοτεί και συντρέχει την επέκταση και τη συσσώρευσή του. O Μαρξ φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτό το πράγμα ακριβώς τη στιγμή που αντιμετωπίζει το ζήτημα του δημοσίου χρέους: “Το δημόσιο χρέος, ή διαφορετικά η αλλοτρίωση του κράτους […] αφήνει τη σφραγίδα της πάνω στην καπιταλιστική εποχή. Όπως μ’ ένα μαγικό ραβδί , δίνει στο χρήμα, που είναι αντιπαραγωγικό, την δυνατότητα να γεννήσει και έτσι το μεταμορφώνει σε κεφάλαιο, χωρίς το ίδιο το κεφάλαιο να εξαναγκάζεται να υποβληθεί στο κόπο και στον κίνδυνο που είναι αδιαχώριστοι μέσα στη βιομηχανική επένδυση αλλά επίσης και στην ίδια τη τοκογλυφία. Στη πραγματικότητα οι δανειστές του κράτους δεν δίνουν τίποτα, επειδή το δανειζόμενο χρήμα μεταβάλλεται σε ομόλογα που μεταβιβάζονται εύκολα και που στα χέρια τους συνεχίζουν να λειτουργούν σαν να ήταν μετρητό χρήμα” (Το Κεφάλαιο, πρώτος τόμος). Όμως, κατόπι, ο μελαχρινός από τα γερμανικά εδάφη, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε πάντα αυτό το θέμα, εγκαταλείπει τη διαίσθηση, τακτοποιώντας την στο κεφάλαιο “πρωτογενής συσσώρευση” που προσδιορίζεται επιπλέον ως “αλλοτρίωση του κράτους”…χωρίς να θέλει να δει, με κανένα τρόπο, ότι στη βάση της βρίσκεται μια αλλοτρίωση αντίθετης κατεύθυνσης. Αφενός, είναι αλήθεια ότι το κράτος “αλλοτριώνεται” (δηλαδή γίνεται άλλο πράγμα και ταυτόχρονα ξένο) μέσα στο κεφάλαιο, διότι του μεταβιβάζει την ισχύ του! Αφετέρου όμως, το γεγονός αυτό είναι δυνατό διότι το κράτος προηγουμένως αλλοτρίωσε ολόκληρη την κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής. Αν το κράτος γίνεται εξαρτώμενο από το κεφάλαιο όπως με τα ναρκωτικά, αυτή η εξάρτηση είναι αμοιβαίου χαρακτήρα: χωρίς το χτύπημα του κρατικού μαγικού ραβδιού, η διαβολική ισχύς του κεφάλαιου θα εξαφανίζονταν πολύ γρήγορα λόγω ασφυξίας! Ενώ το κράτος το οποίο αξιώνει ότι δεν αναγνωρίζει κανένα ανώτερό του (superiorem non recognoscens), θα μπορούσε να διακόψει τη διαβολική συμφωνία με ένα χτύπημα του μαγικού ραβδιού, ή τουλάχιστο να την επαναδιαπραγματευτεί. Κατά βάθος τι ακριβώς κρατά μαζί ολόκληρη τη παράγκα; Μα φυσικά ή ένοπλη δύναμη…του κράτους. Τι πράγμα κάνει ώστε το χρήμα να αξίζει κάτι παραπάνω από τίποτα; Μα φυσικά το κράτος. Το ίδιο το γεγονός ότι ύστερα, η πολιτική εξουσία δύναται ή δεν δύναται να απεγκλωβιστεί από τη δικτατορία του κεφάλαιου, ή καλύτερα, ότι δύναται να το κάνει μέσα σε ορισμένα πλαίσια, εξαρτάται από τη συγκυρία καθώς και από τις υφιστάμενες σχέσεις δύναμης: από το χώρο που το κάθε κράτος καταλαμβάνει μέσα στη παγκόσμια αγορά, από τις αξιώσεις του εσωτερικού του πληθυσμού και από την ικανότητά του να τις τιθασεύσει, από τις απειλές που πρέπει να αντιμετωπίσει από πλευράς των άλλων Λεβιάθαν, από το επίπεδο εξάρτησής του από τα δίχτυα του χρήματος… Κυριευμένος από τον μεταφυσικό υλισμό του, αναμένοντας από τη μια στιγμή στην άλλη την κομουνιστική επανάσταση που δεν μπορούσε να μην συμβεί, ο Μαρξ συνέχισε ολόισα πάνω σ΄αυτό το ζήτημα, περιοριζόμενος να λάβει υπόψη του μονάχα το κράτος της εποχής του και ιδίως από την άποψη του ίδιου του τόπου στον οποίο βρίσκονταν-το Λονδίνο-και της ίδιας της Αγγλίας που βρίσκονταν τότε σε πλήρη φιλελεύθερη αποχαλίνωση. Πέρα από το γεγονός αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ό Μαρξ ήταν ο αρχηγός ενός πολιτικού κινήματος που αξίωνε ότι αντιπροσωπεύει “το πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων”, ταυτισμένο με το βιομηχανικό προλεταριάτο: και οι εργάτες (όπως σήμερα), εκτός από μια μειοψηφία έτοιμη για “ηρωικό” και “αποστολικό” αγώνα, ήθελαν επίσης να ψηφίσουν, κατακτώντας αντιπροσώπους μέσα στο κοινοβούλιο που θα έπαιζαν το ρόλο της αντήχησης της δικής τους φωνής. Εντάξει να καταγγελθούν οι “κοινοβουλευτικοί εκφυλισμοί” αλλά και να παραιτηθούμε εντελώς …πάει πολύ! Κατ’ αυτό τον τρόπο, διαμέσου της διεισδυτικής ευφυΐας του, ο μελαχρινός από τα γερμανικά εδάφη, μας άφησε κληρονομιά ωραιότατες σελίδες αναφορικά με την πρωτογενή συσσώρευση και ενδιαφέρουσες, αλλά πάντοτε ελλιπείς, αναφορικά με το κράτος, χωρίς βέβαια να μπορέσει τελικά να εξάγει τα κατάλληλα συμπεράσματα.

Χρηματιστική κρατικοποίηση

Αποτελεί σχεδόν κοινοτοπία να ειπωθεί ότι οι πόλεμοι ξεσπούν σε στιγμές “κρίσης”. Αν είναι σίγουρα αληθές να λέμε ότι με τον πόλεμο το κράτος εξάγει την κρίση έξω από τα σύνορά του, ανασυγκροτώντας τον πληθυσμό του διαμέσου της πολεμικής προσπάθειας, αυτό είναι αλήθεια κυρίως με την κοινωνική ή την “κοινωνιολογική” έννοια. Αλλά υπάρχει επίσης και ένας συγκεκριμένος υλικός λόγος: το μαγικό ραβδί του κράτους δρα όταν υπάρχει ανάγκη, όταν το κεφάλαιο περνά δύσκολες στιγμές και το κάνει κυρίως επενδύοντας σε πολεμικούς εξοπλισμούς. Σ΄αυτό το σημείο λοιπόν οι άλλοι Λεβιάθαν αρχίζουν να ανησυχούν: βλέποντας τα όπλα του αντιπάλου, αρχίζουν να προετοιμάζουν τα δικά τους (13). Οι καπιταλιστές οσμίζονται τις μπίζνες και αρχίζουν με τη σειρά τους να φυσάνε πάνω στη φωτιά του πολέμου. Παρόλα αυτά, το μαγικό ραβδί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με διαφορετικούς τρόπους, όχι “πολεμικούς” με τη στενή έννοια. Ένα καλό παράδειγμα, σε αυτή την περίπτωση, είναι η γνωστή υπόθεση των νέων γραμμών των τρένων υψηλής ταχύτητας (μια άλλη χιονοστιβάδα δημόσιου χρέους πανευρωπαϊκών διαστάσεων). Υμνώντας τον στρατηγικό χαρακτήρα της, το κράτος την επικαλείται και την επιβάλει στο όνομα του κοινού καλού και του δημοσίου συμφέροντος, της ανάπτυξης, της προόδου κ.τ.λ.: το γεγονός αυτό βέβαια (όπως και σε ανάλογες κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως π.χ. Η διοργάνωση ολυμπιακών αγώνων) είναι εντελώς ανεξάρτητο των μακροπρόθεσμων συνεπειών για την πλειοψηφία του πληθυσμού που θα πρέπει να τους αποπληρώνει για όλες τις επόμενες γενεές και, όπως αποδείχθηκε κραυγαλέα επίσης στην ελληνική περίπτωση, η διοργάνωση αυτή συνέβαλε καθοριστικά, με κοινή ευθύνη όλων των πολιτικών παρατάξεων, στη κατάληξη της χώρας στο Δ.Ν.Τ., την περασμένη δεκαετία. Βέβαια, όσο αφορά τώρα τα τρένα υψηλής ταχύτητας (τα Τέμπη διδάσκουν, αλλά από την ανάποδη) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι στρατηγικού χαρακτήρα με την καπιταλιστική έννοια: κάθε “μεγάλο έργο” εμπλέκει μια σειρά άλλων και καθορίζει μια σειρά από συνέπειες. Για παράδειγμα, η μερική υλοποίηση του τρένου υψηλής ταχύτητας στην Ιταλία, προκάλεσε πρώτα από οτιδήποτε άλλο, τη γενικευμένη αύξηση των σιδηροδρομικών εισιτηρίων, έπειτα το σχέδιο “μεγάλοι σιδηροδρομικοί σταθμοί”, οι οποίοι με τη σειρά τους έγιναν το τιμόνι για την υλοποίηση του σχεδίου “χρήσης κοινού αυτοκινήτου”, υπό την αιγίδα της Frecciarossa-ENI, που με τη σειρά του αποτελεί ένα βήμα στην κατεύθυνση της smart city και της συνακόλουθης ηλεκτρονικής κλοπής των προσωπικών δεδομένων κ.τ.λ. Και φυσικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία, έχει αρχίσει να διαφαίνεται και μια ενδεχόμενη στρατιωτική χρήση του τρένου υψηλής ταχύτητας, για την ταχεία μεταφορά στρατιωτών, όπλων και πολεμικών εφοδίων. Αλλά ακόμη και στη περίπτωση που ορισμένα τμήματα των γραμμών υψηλής ταχύτητας δεν θα ολοκληρώνονταν, αυτά θα συνεισέφεραν ούτως ή άλλως στα καπιταλιστικά κέρδη χρηματιστηριακού τύπου. Το χρηματιστικό κεφάλαιο θεμελιώνεται πάνω στη μόχλευση των πληρωμών, πάνω στο γνωμικό “αργά ή γρήγορα θα πληρώσει”, πάνω σε χρήμα που θα μπορούσε να φτάσει από το μέλλον και που αυτή τη στιγμή θα μπορούσε και να μην υπάρχει: μια μετοχή των τρένων της υψηλής ταχύτητας είναι μια υπόσχεση για χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Μια μετοχοποιημένη στο χρηματιστήριο εταιρία είναι κατά συνέπεια μια υψηλά κρατικοποιημένη εταιρία, στην οποία το κράτος παρεμβαίνει συνεχώς για να μπορέσει να της προσδώσει μια ελάχιστη συγκεκριμενοποίηση αναφορικά με το χρήμα που δεν έχει και που κατά βάθος δεν υπάρχει! Κάθε παρέμβαση του αποτελεί μια υποθήκη πάνω στο μέλλον, που κουβαλά πάντα μαζί της μια μεγαλύτερη ως μικρότερη δόση ληστείας, καταπίεσης και στρατιωτικοποίησης! Η οποία δεν καταστρέφει μονάχα τους υλικούς πόρους αλλά και τους πνευματικούς: τους κοινούς τρόπους συνύπαρξης, τους τρόπους ζωής, τις μικρές και τις μεγάλες κοσμο-θεωρήσεις. Όσο περισσότερο προχωρά η “κρίση” (δηλαδή όσο περισσότερο το κεφάλαιο δεν κατορθώνει να επιτύχει μια επαρκή αξιοποίησή του μέσα από τη διαδικασία εκμετάλλευσης της εργατικής-δύναμης), τόσο περισσότερο πρέπει να παρέμβει το μαγικό ραβδί του κράτους. Σήμερα η νύχτα είναι περισσότερο βαθειά από όσο ποτέ άλλοτε. Όπως μας έδειξε ο Αρίγκι, σε ιστορικό επίπεδο, οι “συστημικοί κύκλοι συσσώρευσης” (ο ισπανο-γενουάτικος, ο ολλανδικός, ο βρετανικός, ο αμερικάνικος) έφτασαν στο σημείο καμπής τους πάντοτε μέσα σε λιγότερο χρονικό διάστημα, περνώντας από τις στιγμές της υλικής τους εξάπλωσης (εδαφικής, βιομηχανικής) στη καθαρή χρηματιστηριακή ληστεία (βλέπε Funds) μέσα σε άλλο τόσο γρήγορους χρόνους. Για να ερμηνεύσουμε αυτή τη κυκλικότητα της πτώσης του ποσοστού κέρδους, δεν είναι ανάγκη απαραίτητα να ξεσκονίσουμε την αποκαλούμενη “μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφάλαιου”, την καπιταλιστική αναγκαιότητα επενδύσεων σε “σταθερό κεφάλαιο”, μηχανές και πρώτες ύλες κ.τ.λ. Ακόμη και αν αυτό το πράγμα παίζει ένα ρόλο (όπως θα δούμε σε λίγο), ο μηχανισμός που βρίσκεται στη βάση των κρίσεων τείνει να επιταχυνθεί εξαιτίας της ίδιας της διαρκούς επέκτασης της κοσμο-οικονομίας, η οποία ελκύει στην τροχιά της ολοένα και περισσότερους επενδυτές: το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό ενός απελπισμένου ανταγωνισμού, με τη συνεχώς επιταχυνόμενη πτώση των τιμών. Μια περεταίρω επέκταση-σε διεθνές επίπεδο-φαίνεται αυτή τη στιγμή αδύνατη. Όχι μονάχα για το λόγο ότι ο καπιταλισμός, από γεωγραφικής άποψης, έχει φτάσει πλέον σε κάθε σημείο του πλανήτη! Αλλά επίσης διότι μια περεταίρω ανάπτυξη των πιο καθυστερημένων περιοχών του θα έμπαινε σε αντίφαση με τις ίδιες του τις αναγκαιότητες αναπαραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να καταστεί δυνατό να παραχθούν εμπορεύματα, δεν είναι αρκετό να βρεθούν μισθωτοί που τα παράγουν: αυτοί βρίσκονται πάντοτε, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο αυτή τη στιγμή η μάζα των ανέργων ή των part-time (κοινώς επισφαλών) εργαζομένων έχει αγγίξει πλέον δυσθεώρητα επίπεδα. Χρειάζονται επίσης και καταναλωτές για να απορροφήσουν τα προϊόντα! Όμως οι καταναλωτές πρέπει με τη σειρά τους να είναι “προϊόντα” της βιομηχανικής ανάπτυξης, η οποία μέσα στις λιγοστές ακόμη “παρθένες” περιοχές (ιδιαίτερα στην Αφρική) είναι απαγορευμένη εξαιτίας της θηρευτικής επέμβασης του ιμπεριαλισμού, διαμέσου της θηλιάς του χρέους: και εκεί όπου παρεμποδίζεται η βιομηχανική ανάπτυξη, κατά τρόπο ώστε να μην δημιουργηθούν νέες ανταγωνιστικές χώρες και για να μπορέσει να συνεχιστεί αντίθετα η απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών τους πόρων, δεν είναι φυσικά δυνατό να σχηματιστούν σημαντικοί θύλακες σειριακών καταναλωτών. Η βιομηχανική επέκταση στην Ανατολή, και ιδιαίτερα στη Κίνα, παρεμπόδισε για λίγα χρόνια τη κρίση του καπιταλισμού διαμέσου της “διπλής κλοπής” της υπεραξίας (κλεμμένης από τις διευθύνουσες τάξεις σε βάρος των εργατών τους και ρουφηγμένης ακολούθως από το δυτικό κεφάλαιο από τα αφεντικά της Ανατολής). Τώρα, όχι μονάχα η συσσώρευση του κεφάλαιου στην Ανατολή έχει αρχίσει να δείχνει τα όρια της (η Κίνα ήδη έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς της εδώ και μια δεκαετία!) Αλλά και το προλεταριάτο της Ανατολής απαιτεί το υπερπροϊόν του ενάντια στα αφεντικά του, τα αφεντικά του από την πλευρά τους απαιτούν τη φέτα που τους αναλογεί μέσα στη παγκόσμια αγορά, οι ανατολικές κοινωνίες στο σύνολό τους αξιώνουν να έχουν εφεξής πρόσβαση στα δυτικά καταναλωτικά επίπεδα διαβίωσης… Το σύστημα έχει μπλοκάρει: μην μπορώντας πλέον να επεκταθεί, αναζητά απλά να αναπαραχθεί. Σε αυτό το σημείο μπαίνουν στο παιχνίδι το “σταθερό κεφάλαιο” και κυρίως το “άυλο κεφάλαιο”. Όπως έδειξε ο Τζέρεμι Ρίφκιν σε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του βιβλίο (¨Η εποχή της πρόσβασης” 1999), ήδη στο τέλος της δεκαετίας του ενενήντα, το κεφάλαιο αναζητούσε να αναδιατάξει το κόστος αγοράς του μηχανολογικού εξοπλισμού διαμέσου ποικίλων στρατηγικών: με ιδιαίτερο τρόπο διαμέσου των δικτύων συνεργασίας και υπο-εργολαβιών (περισσότερες εταιρίες που χρησιμοποιούν τα ίδια μηχανήματα) και κυρίως διαμέσου της παραγωγής just in time (παράγονται μονάχα τα εμπορεύματα που είναι σίγουρο ότι θα πουληθούν και παράγονται σιγά-σιγά καθώς ταυτόχρονα πωλούνται: έτσι αφενός αναζητείται να προσπεραστεί ο κίνδυνος να μείνουν στο ράφι και αφετέρου γίνεται εξοικονόμηση στο κόστος αποθήκευσής τους). Ως αποκύημα αυτών των εκτιμήσεων, ακολούθως προέκυψε όχι μονάχα μια οικονομία ταχύτητας (δεν “κερδίζει” τόσο όποιος παράγει περισσότερο σε χαμηλότερες τιμές, όσο όποιος τοποθετεί (πλασάρει) πρώτος στην αγορά τα εμπορεύματά του: απ’ εδώ προκύπτει ο ακόλουθος συνεχώς ανερχόμενος (και στην Ελλάδα) ρόλος των logistics), αλλά επίσης μια οικονομία πρόβλεψης και υποβολής (“κερδίζει” όποιος επιτυγχάνει να προβλέψει το αποτέλεσμα της επένδυσης καθώς και να υποβάλει τους καταναλωτές σε νέες καταναλωτικές ανάγκες). Αυτές ακριβώς οι βάσεις, με αφετηρία τις ανακαλύψεις των μηχανικών της Google αναφορικά με την συμπεριφοριστική υπεραξία, κατέστησαν τα Big Data το νέο “μαύρο χρυσό” αυτής της αρχής της χιλιετίας, διότι η δυνατότητα γρήγορου πλασαρίσματος των εμπορευμάτων του οποιοδήποτε, εκκινεί από το ακριβές προφίλ των καταναλωτών (αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όσον αφορά το πλασάρισμα του πολιτικού εμπορεύματος, εξού και η ανερχόμενη τροχιά των δημοσκοπήσεων): κατ΄αυτό τον τρόπο η αξιοποίηση (του κεφάλαιου) σήμερα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αντιπαραγωγικούς πόρους και εν μέρει επίσης από άυλους: ο τομέας των logistics είναι υλικός αλλά δεν παράγει τίποτε το υλικό! Τα Big Data χρειάζονται οπωσδήποτε το δίκτυο του ίντερνετ, κατά συνέπεια τους υπολογιστές και τους μεγάλους σέρβερ, άρα μια αλυσίδα που ξεκινά από την εξόρυξη σπάνιων γαιών και μετάλλων (14) μέχρι τη παραγωγή πληροφορικών υποδομών, φτάνοντας στην ανακύκλωση (;) των ηλεκτρονικών απορριμάτων: όμως, τα Big Data καθαυτά δεν είναι τίποτε περισσότερο από “ηλεκτρονικά πακέτα” και δεν παράγουν τίποτε διαφορετικό παρά τους ίδιους τους καταναλωτές. (15) Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε ότι ο προαιώνιος κρατικός δανεισμός και το δημόσιο χρέος στους πολεμικούς εξοπλισμούς σήμερα δεν μπορεί να διαχωριστεί από την τεχνικό-επιστημονική έρευνα, δεδομένου ότι όλες οι εφαρμογές της τεχνο-επιστήμης διαθέτουν ήδη ένα δυαδικό χαρακτήρα, πολιτικό και στρατιωτικό! Ότι κανένα πεδίο έρευνας δεν διαχωρίζεται από το άλλο, αλλά το καθένα εμβολιάζει μέσα στο άλλο τις παραγόμενες γνώσεις (για παράδειγμα, οι μελέτες της μοριακής βιολογίας, της βιοτεχνολογίας, της νανοτεχνολογίας αφορούν επίσης και την παραγωγή των υπολογιστών που διαθέτουν οργανικά χαρακτηριστικά, ενώ δεν υφίσταται πλέον έρευνα που δεν χρησιμοποιεί την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ)! Ότι η χρηματιστηριακή συγκεντροποίηση έφτασε σε ανήκουστα πλέον επίπεδα (μεταξύ των μεγαλύτερων επενδυτικών funds, μονάχα το Black Rock ελέγχει περισσότερο από το 40% της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας), ενώ η μεγάλη ρόδα του λούνα παρκ των αγορών έχει ανάγκη συνεχώς μεγαλύτερες ενέσεις κρατικής ρευστότητας! Ότι οι πληροφοριακοί κολοσσοί όπως η Google και η Microsoft (με την κατευθυνόμενη από πλευράς τους Amazon) είναι εν τοις πράγμασι συγχωνευμένοι με το πεντάγωνο των Η.Π.Α…. Τότε μπορούμε να αντιληφθούμε πλέον σε ποιο βαθμό είναι γελοίοι όλοι αυτοί που εξακολουθούν να μας κατηγορούν σήμερα ότι υποκειμενοποιούμε υπερβολικά τον καπιταλισμό! Συνήθως διαμέσου της παραπομπής σε μαρξιστογενή τσιτάτα. Η ρόδα του χρηματιστηριακού λούνα παρκ (ή καζίνου) ελέγχεται πάντοτε από λιγότερους επενδυτές, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των αξιών που ανταλλάσσονται (όπως αυτές οι στρατιωτικές και οι τεχνο-επιστημονικές) βρίσκουν στα περισσότερο ισχυρά κράτη τους μοναδικούς καταναλωτές τους! άλλες- όπως τα Big Data-ελέγχονται από πληροφορικούς κολοσσούς που συνδέονται σε διπλή κατεύθυνση με την κυβέρνηση των Η.Π.Α., η οποία φυσικά δεν σκέφτεται ούτε εξ αποστάσεως να θεσπίσει ένα νόμο αντί-τραστ ώστε να τα διαλύσει! Όλες οι αξίες, ακόμη και αυτές που συνεχίζουν ακόμη να συνδέονται με την παραγωγή, υπό την στενή έννοια, εξαρτώνται σε τελική ανάλυση από τη θήρευση των πόρων που έχει στρατιωτικά οργανωθεί από πλευράς των κρατών, σε διεθνές επίπεδο. Αν το κεφάλαιο θεωρούμενο αφ’ εαυτού δεν είναι επουδενί ένα υποκείμενο, αλλά περισσότερο ένα φαινόμενο ή μια κοινωνική σχέση ακέφαλη ή ίσως πολυκέφαλη (υπό τη μορφή ομάδων συμφερόντων -βιομηχανικών, τραπεζικών-καπιταλιστικών)! Ο ίδιος ο καπιταλισμός φαίνεται σήμερα να προσλαμβάνει τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά του κράτους, υπό τη μορφή κάποιου παλιού πράγματος που έχει φορέσει καινούρια ρούχα: το όνομά του, για την ώρα, είναι stakeholder capitalism: “καπιταλισμός των τοκογλύφων”, με την τεχνοκρατία ως πολιτική του μορφή. (16)

Περισσότερο «έξυπνες μηχανές», ακόμη περισσότερο ηλίθιοι άνθρωποι

Έλεγχος της ζωής

Σήμερα η διατήρηση του κράτους, όλων των κρατών, περνά από τη διατήρηση της διεθνούς τάξης, που με τη σειρά της εξαρτάται από τη σταθερότητα των “αγορών”, δηλαδή από τη ρόδα του παγκόσμιου χρηματιστηριακού λούνα παρκ. Αν κάθε “παίκτης” (συμπεριλαμβανομένου του κάθε Λεβιάθαν) συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι του, είναι προς το συμφέρον του καθενός εξ αυτών να συνεχίσει να γυρίζει τη ρόδα. Ενώ, ο οικονομικός ρόλος του Λεβιάθαν υπήρξε ανέκαθεν αυτός να διατηρεί στη ζωή τη διαβολική δύναμη του κεφάλαιου καταχρεώνοντας τον εαυτό του, μέσα στη “κρίση” όλα τα κράτη καλούνται να παίξουν το ρόλο τους και κανένα δεν μπορεί να εξαιρέσει από αυτό το γεγονός τον εαυτό του. Στο να τους ενισχύσουν τη θέληση προς αυτή την κατεύθυνση (βλέπε τις τελευταίες περιπέτειες του ΓΑΠ στο Νταβός το 2011 και ακολούθως της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στις Βρυξέλλες, το 2015) θα είναι οι παραινέσεις, οι συμβουλές (και αν χρειαστεί και οι απειλές) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των συνεταίρων του. Αν, όλοι αυτοί δηλαδή, απαιτούν καταστροφικά μέτρα για τη ζωή, τόσο το χειρότερο για την ίδια τη ζωή, σε τελική ανάλυσή (τους). Σήμερα, η διεθνής τάξη βλέπει μια καλά προσδιορισμένη ιεραρχία κρατών, με τις Η.Π.Α. στη κορυφή και ακολούθως όλες τις χώρες των G7 αποκάτω, ενωμένα μέσα σε ένα είδος “συλλογικής Δύσης” που κυριαρχεί ή τείνει πάντα να κυριαρχήσει όλους τους άλλους καθώς και τη Μ. Βρετανία ως προνομιούχο συνεταίρο των Αμερικάνων (δεδομένων των πολυάριθμων “περιστρεφόμενων θυρών” μεταξύ των στρατιωτικό-βιομηχανικών τους μηχανισμών, όπως στη περίπτωση της DARPA του αμερικάνικου πεντάγωνου και του βρετανικού Wellcome Trust! Δηλαδή όπως λέγαμε, καπιταλισμός των τοκογλύφων). Παρότι τα ιδιαίτερα συμφέροντα των διαφόρων “δυτικών” κρατών μπορεί να διαφοροποιούνται, τα γενικά τους συμφέροντα -αποικιοκρατικά και ιμπεριαλιστικά-είναι εγγυημένα από τις Η.Π.Α., τη πρώτη στρατιωτική παγκόσμια δύναμη. Η παγκόσμια αγορά, μέσα στη μορφή των χρηματιστηρίων που έχουν κατακλυστεί από εικονικές αξίες και που βρίσκεται συνεχώς στο κατώφλι μιας νευρικής κρίσης, επεκτείνει διαρκώς το δίκτυο συνενοχής μεταξύ των Λεβιάθαν και ταυτόχρονα τους ωθεί στο χείλος της απελπισίας ενός διαρκώς εντεινόμενου μεταξύ τους ανταγωνισμού. Οι κεντρικές τράπεζες, με αφετηρία την Fed, μοιάζουν να έχουν μετατραπεί πλέον σε τρελαμένους θερμοστάτες που ανεβοκατεβάζουν από τη μια μέρα στην άλλη τις θερμοκρασίες των αγορών, διαμέσου της χειραγώγησης των επιτοκίων. Η διαβολική δύναμη του χρήματος φαίνεται πλέον ότι διαφεύγει μέσα από τα χέρια των ίδιων των νονών του: ο διάβολος παρουσιάζει τον τελικό λογαριασμό σε όλους τους ανόητους εμπνευστές του. Παρόλα αυτά, αν οι Λεβιάθαν δεν μπορούν να ελέγξουν πλήρως τη δύναμη που μεταβίβασαν στο κεφάλαιο (και που ασταμάτητα προσπαθούν να του την αφαιρέσουν), μπορούν αντίθετα να τη χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν τα ανθρώπινα όντα, προσαρμόζοντάς τα σε μια γραφειοκρατικά κατευθυνόμενη “οικονομία” (επιτελικό κράτος) διαμέσου της ενεργοποίησης μιας ποικιλομορφίας μέσων: από το δίκτυο ίντερνετ μέχρι τους διεθνείς θεσμούς. Η συλλογική Δύση, με ιδιαίτερο τρόπο το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ., έχει προ καιρού οργανώσει τα κέντρα σκηνοθεσίας της. Ένα από αυτά, χωρίς αμφιβολία, είναι το γνωστό Center for Health Security του John Hopkin’s University, που έγινε κατά τη διάρκεια της διακηρυγμένης πανδημίας ο κύριος υποδοχέας και διαμορφωτής των παγκοσμίων δεδομένων (“περιπτώσεις”, εισαγωγές, θάνατοι, κ.τ.λ.) αναφορικά με την Covid-19. Όπως τεκμηριώνει ο Γερμανός δημοσιογράφος Πωλ Σρέγιερ, μέσα στο χρονικό μιας προαναγγελθείσας κρίσης, το συγκεκριμένο κέντρο ιδρύεται το 1998 υπό την αποφασιστικότερα στρατιωτικοποιημένη ονομασία του Center for Civilian Biodefence. Πρόκειται για ένα κέντρο ερευνών για την βιοασφάλεια, που εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια ασχολείται με την πρόληψη και τη διαχείριση των επιδημιών και των πανδημιών, διαμέσου της προσομοίωσής τους υπό τη μορφή παιχνιδιών των ρόλων: μέλη του οικονομικού, του πολιτικού, του στρατιωτικού, του επιστημονικού establishment κάθονται γύρω απ΄ένα τραπέζι και υποδύονται ένα συγκεκριμένο ρόλο, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σενάριο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης διάσκεψης του κέντρου (Ουάσιγκτον, Φεβρουάριος 1999), ο τότε εθνικός συντονιστής αντιτρομοκρατίας των Η.Π.Α., στρατηγός Ρίτσαρντ Κλαρκ, δηλώνει: “Για πρώτη φορά το υπουργείο Υγείας (17) αποτελεί μέρος του εθνικού μηχανισμού ασφαλείας των Η.Π.Α.”. Στα είκοσι χρόνια που ακολουθούν και με αυξανόμενη συχνότητα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το Κέντρο θα αφοσιωθεί στις προσομοιώσεις επιδημιών που οφείλονται σε τρομοκρατικές βιο-επιθέσεις. Τα σενάρια των προσομοιώσεων εμπεριέχουν όλα αυτά τα στοιχεία που μάθαμε επιμελώς καθ όλη τη διάρκεια της “πανδημίας”: λοκντάουν, απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, μάσκες, εμβόλια παραγμένα μέσα σε χρόνους ρεκόρ, κεντρικός έλεγχος της πληροφορίας …. Την επαύριο μιας χρηματιστηριακής κρίσης, το Σεπτέμβριο του 2019, της οποίας τα αποτελέσματα περιορίστηκαν αρχικά με μια διοχέτευση ρευστότητας “χωρίς προηγούμενο” μέσα στις αγορές από πλευράς της Fed , στις 18 Οκτωβρίου, στο ξενοδοχείο Πιέρ του Μανχάταν, το Κέντρο προωθεί άμεσα στο πεδίο μια προσομοίωση με το όνομα: Γεγονός 201, ιδιαίτερης φύσης κάτω από πολλές απόψεις. Για τους χρηματοδότες: Το ίδρυμα Μπιλ & Μελίντα Γκαίητς και το Παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ του Νταβός (για όποιον δεν γνωρίζει, η συνέλευση των πλουσιοτέρων ανθρώπων στο κόσμο). Για το θέμα: που αυτή τη φορά δεν είναι μια “βιο-τρομοκρατική επίθεση”, αλλά μια υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από έναν ζωοτονικό ιό παρόμοιο με τον SARS αλλά πιο ήπιο, που μεταδίδεται από τις νυχτερίδες στον άνθρωπο. Για τους τρόπους: αυτή τη φορά, οι συμμετέχοντες, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν υποδύονται άλλους, αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό: ο καθένας το ρόλο που θα διαδραματίσει σε λιγότερο από δυό μήνες αργότερα. Για τους ίδιους τους συμμετέχοντες: τον αντιπρόεδρο της Johnson&Johnson!, την πρόεδρο της CEPI (Coalition for Epidemic Prevention Initiative, ένα δημιούργημα των χωρών της G7 σε στενή συνεργασία με τις φαρμακευτικές και τον Π.Ο.Υ.) (18) καθώς και την πρώην υπουργό υγείας και οικονομικών της Αυστραλίας! Τον πρόεδρο την Ένωσης τηλεπικοινωνιών καθώς και σύμβουλο της Microsoft, Έντελμαν! Τους διευθυντές των “Κέντρων ελέγχου ασθενειών” (CDC) των Η.Π.Α. και της Κίνας, τον διευθυντή του τμήματος υγειονομικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης του Π.Ο.Υ. ! Την πρόεδρο του ισχυρότατου καρτέλ πληροφόρησης NBC! Τρία μέλη του ιδρύματος Γκαίητς εξειδικευμένα στον δημογραφικό έλεγχο (Family Planning), μεταξύ των οποίων ο Τίμοθυ Γκραντ Έβανς, που πέρασε από τις διοικήσεις του ιδρύματος Ροκφέλερ, του Π.Ο.Υ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προτού να συνιδρύσει την GAVI (Διεθνή Συμμαχία για τη προώθηση των εμβολίων που προωθεί το ίδιο το ίδρυμα Γκαίητς). Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, την τότε υποδιευθύντρια της CIA, ¨Εβριλ Χαϊνες, που σήμερα έχει προαχθεί στη διοίκηση των εθνικών μυστικών υπηρεσιών, επιφορτισμένη να διατηρεί τις σχέσεις μεταξύ υπηρεσίας πληροφοριών, Πενταγώνου και πληροφοριακών κολοσσών. Σας φαίνεται μήπως απίστευτο το γεγονός ότι ορισμένοι από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στο κόσμο προσομοίωσαν αυτή καθαυτή την “πανδημία” ούτε καν δυο μήνες πριν από το ξέσπασμά της; Μήπως ίσως το προηγούμενο γυμνό αφήγημα σας φαίνεται μια “θεωρία συνωμοσίας”; Και για ποιο λόγο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη; Διότι σ΄αυτή την περίπτωση είναι ακατάλληλη για δυό λόγους: πρώτο, διότι δεν επρόκειτο ούτε καν για μια μυστική συνάντηση, αλλά πραγματοποιημένη υπό το φως το ήλιου (τα πρακτικά και τα βίντεο της έχουν δημοσιευτεί όλα στο ίντερνετ, και ειδικά στον ιστότοπο του προαναφερόμενου Κέντρου: centerforhealthsecurity.org). Δεύτερο, διότι δεν βρισκόμαστε προφανώς μπροστά από σκοτεινούς συνωμότες που θέλουν να καταλάβουν και να ελέγξουν τη θεσμισμένη εξουσία, αλλά αντίθετα απέναντι σε όποιους ήδη κατέχουν την εξουσία, ευρισκόμενοι στην ηγεσία του κράτους και των ισχυροτέρων ιδρυμάτων παγκοσμίως, ή διεθνών θεσμών, όπως ο Π.Ο.Υ., των οποίων χρηματοδότες είναι…οι ΗΠΑ και το ίδρυμα Γκαίητς. Κοντολογίς, το Γεγονός 201(Event 201) δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια από τις τόσες συγκεντρώσεις των κυρίαρχων παραγόντων του Συστήματος και πιθανότατα μονάχα μια από τις ευκαιρίες κατά τις οποίες σχεδιάστηκε για άλλη μια φορά, σε όλες του τις λεπτομέρειες, ένα αναγκαστικό τραύμα προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει ο καπιταλισμός. Υπήρχε φυσικά η άμεση ανάγκη της υποβολής και της αιτιολόγησης της πολλαπλής, κατά τα τελευταία χρόνια, ένεσης ρευστότητας μέσα στα χρηματιστήρια: εν απουσία (Μάρτιος 2020) ενός πολέμου ενάντια σε έναν ορατό εχθρό, κηρύχθηκε ο πόλεμος ενάντια σε έναν αόρατο. (Όπως ακριβώς πρεσβεύει και το δόγμα της στρατιωτικής ακαδημίας Γουέστ Πόϊντ των Η.Π.Α.). Ο στόχος ήταν να φτάσει όσο το δυνατό λιγότερη ρευστότητα διαμέσου του δημιουργούμενου δημόσιου χρέους μέσα στη αποκαλούμενη “πραγματική οικονομία”, ούτως ώστε να μην εκραγεί ο πληθωρισμός: αυτό το πράγμα επιτεύχθηκε πρώτα με τα ολικά και τα μερικά λοκντάουν και κατόπιν με τα πράσινα διαβατήρια υγείας (green pass), αποθαρρύνοντας τον δανεισμό των μικρών επιχειρήσεων (που περνά κατόπιν από τις τράπεζες στον απόλυτο έλεγχο του κράτους). Πράγματι, ποιός σκέφτεται να πάρει δάνειο όταν δεν ξέρει αν μπορεί να δουλέψει την ερχόμενη εβδομάδα; Υπήρχε η απόλυτη αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί δυο φορές μια καταστροφική οικονομική κρίση, συγκρατώντας τα αποτελέσματά της και καναλιζάροντας την οργή του φτωχοποιημένου πληθυσμού: πράγματι αναβλήθηκε μετατοπίζοντάς την στο μέλλον, με έναν απίστευτο ελιγμό οικονομίας του σοκ (η προηγούμενη “ελληνική περίπτωση” σίγουρα είχε προσφέρει συγκεκριμένα κριτήρια) καμουφλάροντας την φυσικά ως υγειονομική κρίση. (19) Υπήρχε η απόλυτη αναγκαιότητα να δοθεί ώθηση στο άυλο κεφάλαιο και στη τεχνο-επιστήμη: αυτό επιτεύχθηκε με την κλοπή των δεδομένων (DAD, smartworking) καθώς και με τον μαζικό πειραματισμό πάνω στα βιοτεχνολογικά “εμβόλια”. Υπήρχε η απόλυτη αναγκαιότητα να πειθαρχηθεί ο πληθυσμός και να υποταχθεί στις κυβερνητικές αναγκαιότητες του καπιταλισμού: υλοποιείται αυτή τη στιγμή με το πράσινο διαβατήριο υγείας (μια γραφειοκρατική -τεχνολογική διαδικασία που πρόσφατα θεσμοθετήθηκε από την Ε.Ε. επίσημα, ως διεθνής διαδικασία σε εξέλιξη) καθώς και με την δημιουργία της ψηφιακής ταυτότητας. Υπήρχε η απόλυτη αναγκαιότητα να αφομοιωθούν οι προβλεπόμενοι αγώνες ενάντια στα περισσότερο καταστροφικά στρατηγικά σχέδια του καπιταλισμού, με αφετηρία αυτούς ενάντια στην εξάπλωση του 5G: αυτό επιτεύχθηκε με την αποφασιστική συνεισφορά των Μ.Μ.Ε., τα οποία συνέβαλαν στη διαβολή και την γελοιοποίησή τους σε επικοινωνιακό επίπεδο και εν μέσω “πανδημίας”, ταυτίζοντας τους με τους “συνωμοσιολόγους”. (Βλέπε το περίφημο διάγγελμα της Ούρσουλα φον ντερλάϊεν). Υπήρχε, για πολλοστή φορά, η άμεση αναγκαιότητα του συστήματος να επιβάλει την εξουσία του στους υπηκόους του έτσι ώστε να ξεφορτώσει πάνω τους την κρίση. Είναι αυτό ακριβώς που επιτελείται αυτή τη στιγμή, σε πανευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο, γυρίζοντας απλά προς τα πίσω τους δείκτες της ιστορίας: προς το απολυταρχικό κράτος, το οποίο όμως αυτή τη φορά είναι υπερτεχνολογικά εξοπλισμένο και τείνει να γίνει παγκόσμιο (βλέπε παγκόσμια κυβέρνηση και διακυβέρνηση, της οποίας, φυσικά, το “σκάνδαλο” των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί ένα επί μέρος τοπικό, αλλά όχι ασήμαντο επεισόδιο).

Ενάντια στην αυτοκρατορία, ενάντια στο κράτος

Αν σήμερα αφήνονταν στον εαυτό του, το κίνημα του κεφαλαίου αναμφίβολα θα κατευθύνονταν ανατολικά, εκεί όπου θα μπορούσε ακόμη να βρει τις κατάλληλες συνθήκες για τη βιομηχανική και την εμπορική του ανάπτυξη (βλέπε π.χ. τους “Έλληνες” εφοπλιστές). Όμως, πέρα του γεγονότος ότι αυτό το πράγμα χτυπά τώρα πάνω στα προφανή γεωγραφικά όρια τα οποία θίξαμε προηγουμένως (όσο περισσότερο “παγκοσμιοποιείται” ο κόσμος τόσο φαίνεται να γίνεται μικρότερος: η εγγύτητα μεταξύ των Λεβιάθαν αυξάνει την επιθετικότητα τους) και δεν υπάρχει, επαναλαμβάνουμε, φαεινότερο απτό παράδειγμα, από τις διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, όσο μας αφορά τοπικά-επιπλέον, χτυπά επίσης πάνω σε ένα απόλυτα πολιτικό όριο: το αμερικάνικο κράτος και οι υπηρέτες του, κάτοχοι του μεγαλύτερου στρατιωτικού μηχανισμού παγκοσμίως και για την ώρα ακόμη εγκατεστημένοι στην κορυφή των “διεθνών κεντρικών τραπεζών” (ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα), δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Με τα ίδια τα λόγια του Αρίγκι: (από τον επίλογο του 2009 του γνωστότερου βιβλίου του), πρόκειται περί μιας “διασταύρωσης της στρατιωτικής εξουσίας και της οικονομικής εξουσίας” που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην ιστορία. Η θέληση της δύναμης του κράτους, κοντολογίς, κατορθώνει όχι μονάχα να εκτρέψει, αλλά επίσης και να φρενάρει τη “φυσιολογική” κίνηση του κεφάλαιου. Η διαβολική δύναμη εγκλωβίζεται, κατά συνέπεια, μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο όπως ακριβώς το αέριο γκάζι. Ο κίνδυνος έκρηξης είναι ισχυρότατος. Για να το πούμε ακριβώς με τα λόγια ενός από τους τσανακογλείφτες του, που απεβίωσε πριν λίγο καιρό και που κατά τη διάρκεια της καριέρας του δεν προκάλεσε λίγες διεθνείς εντάσεις και καταστροφές (τελευταίο κατόρθωμά του: το ημι-πραξικόπημα του Μαϊντάν στην Ουκρανία το 2014), οι ατλαντιστικές ελίτ, είτε είναι νεοσυντηρητικές είτε είναι δημοκρατικές , “δεν αποδέχονται τη δύση της παγκόσμιας τάξης τους”. (Αυτό είναι ένα συγκεκριμένο διαχρονικό ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό κάθε μορφής κρατικής εξουσίας). Αντίθετα, συνεχίζουν ακάθεκτες να χαϊδεύουν το παλιό τους όνειρο μιας παγκόσμιας κυβέρνησης υπό τη καθοδήγηση των ΗΠΑ: αυτό δηλαδή ακριβώς που έκαναν κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια τιμωρώντας τους διάφορους αποστάτες φεουδάρχες ( Νοριέγκα, Σαντάμ, Μιλόσεβιτς, Καντάφι, Άσαντ…) με χτυπήματα διεθνών αστυνομικών επιχειρήσεων. Κατ΄αυτό τον τρόπο, ακριβώς όπως μια κυβέρνηση, το αγγλο-αμερικάνικο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα προσπαθεί να διαχειριστεί τις αντιφάσεις για τις οποίες στο μεγαλύτερο τους μέρος είναι ο άμεσος και κύριος υπεύθυνος: “ενσωματώνοντας τις αναλύσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ-που έβλεπαν αναπόφευκτη μια κατάρρευση, ή μια εσωτερική έκρηξη, όταν ολόκληρος ο παγκόσμιος χώρος θα είχε πλέον καπιταλιστικοποιηθεί και άρα χωρίς πλέον τους διαθέσιμους κοινωνικούς ή γεωγραφικούς τομείς από τους οποίους να “εισπράξει” την εξαγόμενη βιαίως υπεραξία- [το σύστημα] δεν τείνει πλέον προς μια ομογενοποίηση των αγορών που θα σήμαινε μια διάβρωσή του και, ακριβώς, μια εσωτερική έκρηξη […] ούτε τελικά, σε μια “καπιταλιστικοποίηση” του κόσμου, με την έννοια της δημιουργίας μέσα σε κάθε γεωγραφική ζώνη, ενός παρόμοιου και άρα ανταγωνιστικού καπιταλιστικού πόλου[…] (όπως λανθασμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν οικονομολόγοι, όπως π.χ. ο Βαρουφάκης). Αντίθετα, τείνει ξεκάθαρα στην απολυτοποίηση των ανισομερειών που έχουν προηγουμένως επιτευχθεί, έτσι ώστε να επιτρέψει τη ρύθμισή τους διαμέσου της παγκόσμιας τάξης και της διακυβέρνησης καθώς και στην προοδευτική απομείωση της παραγωγής με τη στενή έννοια, δηλαδή σε τελική ανάλυση, στην απεριόριστη διεύρυνση της αναπαραγωγής του. Η γεωμετρικού χαρακτήρα ανάπτυξη της μικροηλεκτρονικής, της τηλεματικής, της κυβερνητικής κ.τ.λ. καταδεικνύει πολύ καλά αυτήν ακριβώς τη τάση του συστήματος: αυτές οι νέες τεχνολογίες εφαρμόζονται μέσα στην παραγωγική διαδικασία των υλικών αγαθών μονάχα σε περιορισμένο βαθμό (φυσικά σε σύγκριση με το συνολικό εκτόπισμά τους)! Το μεγαλύτερο μέρος τους προορίζεται για τη παραγωγή άυλων αγαθών, είτε αυτά είναι η διοίκηση, το θέαμα, οι υπηρεσίες ή ό ίδιος ο πόλεμος-τραγικό σταυροδρόμι μεταξύ υλικών και άυλων αγαθών!” (Ρικάρντο Ντ’Έστε, Ο πόλεμος ως διεθνής αστυνομική επιχείρηση. Σημειώνουμε ότι αυτή η διαυγής ανάλυση ανάγεται στο 1991, όταν ακόμη η “ Νέα Διεθνής Παγκόσμια Τάξη” βρίσκονταν στα σπάργανα!). Κοντολογίς, ο καπιταλισμός όπως τον έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα μοιάζει να δύει, έχοντας αγγίξει τα ιστορικά του όρια: όμως, οι αντιφάσεις του μοιάζουν να μεγεθύνονται με τον ίδιο βηματισμό ταυτόχρονα με έναν υπερεξοπλισμένο και υπερπαρεμβατικό Μηχανισμό-σύστημα, που επιφορτίζεται την διαχείρισή τους, χαράσσοντας επάνω τους την υποκειμενική μορφή του κράτους. Υποκειμενοποιούμενος, ο καπιταλισμός μοιάζει να μεταβαίνει σε “ένα λεβιαθανικό σύστημα άμεσης θήρευσης” (Φάμπιο Βίγκι, σημ.) που θεμελιώνει πλέον ως πρακτική τη ληστεία, χωρίς να παράγει κανένα είδος πλούτου, αλλά αντίθετα, προορίζοντας και κατευθύνοντας κάθε πόρο (ανόργανο, έμβιο, ανθρώπινο) στην αναπαραγωγή του, διαμέσου του κοινωνικού ελέγχου και του διαρκούς πολέμου (ορατού και αόρατου, όπως βιώνουμε αυτήν ακριβώς τη στιγμή).

                                             ***

Θα ήταν μια καλή ερώτηση, να θέσουμε μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τι θα απογίνει τελικά η εργασία; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ανθρώπινος μόχθος δεν θα εξαφανιστεί από αυτόν τον κόσμο, όχι όμως για τον λόγο που φαντάζονται συνήθως οι μαρξιστές (η παραγωγή της κλασικής υπεραξίας, πέρα από το ίδιο το γεγονός ότι δεν υφίστανται, για την ώρα, οι συνθήκες για μια γενικευμένη αυτοματοποίηση), αλλά κυρίως για το λόγο ότι η κυριαρχία και η τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον για να τις δημιουργήσει: για ποιο λόγο άραγε θα έπρεπε να παραιτηθεί από ένα από τα ισχυρότερα όπλα της; Ακριβώς: την πείνα και την εξαθλίωση. Όμως, αν η εργασία έχει απολέσει εδώ και καιρό το χαρακτήρα της ως κινητήρια δύναμη της συνολικής εξέλιξης του συστήματος, απαλλοτριωμένη από τις άυλες πηγές αξιοποίησης, θα μπορέσει να διατηρηθεί ακόμη υπό τη μορφή της μισθωτής εργασίας; Και φυσικά μέσα στην παρούσα τεχνολογική, οικονομική και κρατική συγκεντροποίηση, ποιος θα είναι ακριβώς ο χώρος της αποκαλούμενης “ελεύθερης αγοράς”; Και τέλος, το παρόν λεβιαθανικό σύστημα σε εξέλιξη θα μπορεί ακόμη να συνεχίσει να αποκαλείται καπιταλισμός; Ή θα πάρει τη μορφή κάποιου διαφορετικού και ακόμη φοβερότερου πράγματος; Για μια επιπλέον φορά η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε σχέση με τις διάφορες ανισομέρειες του παγκόσμιου συστήματος που διαρκώς παράγονται και αναπαράγονται από πλευράς της διοίκησης: για παράδειγμα, ενώ η μισθωτή εργασία θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να προσδώσει νομική επίφαση και κάλυψη στην ολοένα και περισσότερο σκλαβιστικού χαρακτήρα διαμορφούμενη ουσία της στις αποικιοποιημένες χώρες (με ιδιαίτερο τρόπο στις εξορυκτικές δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των (ηλεκτρονικών και μη) μηχανών, στα δικά μας γεωγραφικά μήκη και πλάτη της Ε.Ε., θα μπορούσε να αντικατασταθεί σταδιακά από ένα είδος “φεουδαρχίας του κρατικού παρεμβατισμού” : εγώ σου δίνω το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ή το εισόδημα του πολίτη για να επιβιώσεις και εσύ μου ανταποδίδεις την υπηρεσία μου αυτή σε μορφή εθελοντικής αγγαρείας (όχι αποκλειστικά εργασιακού χαρακτήρα). Χωρίς να χανόμαστε σε πολλές ασκήσεις μελλοντολογίας, στο βαθμό που αποτυπώνονται ήδη μέσα σε εμπειρικές παρατηρήσεις, [το Ε.Ε.Ε.(20) στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται ήδη πιλοτικά, εν μέρει, προς αυτή την κατεύθυνση, για να μην κάνουμε λόγο για άλλα περισσότερο “προηγμένα” συστήματα, όπως η Cashless debid card στην Αυστραλία], ας επιστρέφουμε στο συνολικό πλαίσιο της συζήτησης. Έχοντας απορροφήσει την ουσία του κεφάλαιου, δηλαδή τη τάση του προς τη γεωμετρική επέκταση, το κράτος επιχείρησε, εν μέρει με επιτυχία, να το εντάξει μέσα στη δική του μορφή αριθμητικής επέκτασης (τη στρατιωτική κατάκτηση και την κυβερνητική ρύθμιση ή μεταρρύθμιση). Αυτή ακριβώς η προσπάθεια, που σημείωσε μια αξιοσημείωτη επιτυχία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια (αρχίζοντας όμως να χωλαίνει στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ), τείνει ακριβώς να αναπαράγει όλα τα πολιτικά χαρακτηριστικά της κρατικής απολυταρχίας του δέκατου έβδομου αιώνα, για να τα επεκτείνει ακολούθως σε ολόκληρο το μήκος και το πλάτος του πλανήτη: μια οικονομία ρυθμιζόμενη εκ των άνω, μερκαντιλιστικού χαρακτήρα! Την πλήρη επανυπηκοποίηση του πολίτη, που καλείται τώρα να αναλάβει παντός είδους υποχρεώσεις, εργασιακές και κυρίως μη εργασιακές (συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής από πλευράς του της τεχνικό-επιστημονικής ανάπτυξης που περνά μέσα από το ίδιο του το σώμα, υπό μορφή πειραματικών φαρμάκων). Στην αυτοκρατορική του μορφή, η ηθική αποστολή του κράτους συνίσταται στην υπεράσπιση των παγκόσμιων πολιτών του από το χάος και από τις αντιφάσεις που αυτό το ίδιο δημιούργησε, περισσότερο από τις ίδιες τις απειλές άλλων Λεβιάθαν που θα ήθελε να τους καταδικάσει στην απλή εξαφάνιση. (21) Έτσι λοιπόν, οι παντός είδους παγκόσμιοι τοκογλύφοι (stakeholders) που το συναποτελούν παρουσιάζονται ολοένα συχνότερα σήμερα ως φιλάνθρωποι που αναθέτουν στους εαυτούς τους την αποστολή να οδηγήσουν την ανθρωπότητα μακριά από την αυτοκαταστροφή της, με τη χρήση υπερ-εξουσιαστικών μέσων: κατά την άποψή τους, η αναγκαία αλλαγή (Η μεγάλη επανεκκίνηση (Great Reset) (22) δεν μπορεί παρά να βαδίσει ξανά πάνω στα παλιά ίχνη του κέρδους και της κυριαρχίας: φυσικά, για αυτούς, ένα υγιές επαναστατικό φρενάρισμα έκτακτης ανάγκης δεν θα τους περνούσε ούτε καν από το μυαλό. Επιδιώκοντας να διατηρήσει το προσωπείο της δημοκρατίας, το νέο απολυταρχικό κράτος επιβάλλεται διαμέσου της θεαματικής παραγωγής εικόνων κάθε τύπου, ιδιαίτερα αυτών της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, διεισδύοντας έτσι μέσα στις πιο μύχιες περιοχές της ατομικότητας και υποβάλλοντας φόβο, απωθημένα, επιθυμίες, οργή, έτσι ώστε να αποκρύψει την πραγματική του κυριαρχία ολοκληρωτικού πλέον χαρακτήρα, πίσω από μια επιφανειακή συναίνεση: “Είμαστε το πιο προωθημένο σημείο ένος κολοσσιαίου πειράματος αρπαγής των ψυχών, που δεν περνά πλέον μονάχα διαμέσου της βίαιας επιβολής, όπως συνέβαινε με τις κλασσικές μορφές κυριαρχίας, αλλά αντίθετα, με τη συμμετοχή-αναγκαστική ή εθελούσια-σε ένα καθεστώς αισθήσεων και εννοιών soft χαρακτήρα, που παρουσιάζεται στη σκηνή σαν η ίδια η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας […] Κάτι που, αποστραγγίζοντας τα υποκείμενα από τις ίδιες τους τις δυνάμεις, τα υποτάσσει σε μια εξωτερική και βουλιμική θέληση…” (Στεφάνια Κονσιλιέρε, Πράγματα ενός άλλου κόσμου). Αυτό το καθεστώς που θεμελιώνεται πάνω στη χειραγώγηση των παρορμήσεων είναι τόσο διαχυμένο όσο και ταυτόχρονα συγκεντρωτικό: στις κορυφές της ηγεσίας του βρίσκονται σήμερα ολοένα περισσότερο οι κάτοχοι της τεχνολογικής δύναμης, η καινούρια κάστα (ως κυρίαρχη τάξη ολοένα περισσότερο ενσωματωμένη μέσα στο κράτος) που συνοδεύει την αργή μετάβαση της αστικής κοινωνίας προς μια νέου τύπου σύνθετη και διαστρωματωμένη ταξική συνθήκη: στην κορυφή της πυραμίδας, τα αφεντικά του νέου ψηφιακού ατμού! Στη μέση οι τεχνικοί κάθε είδους (επιστήμονες, πολιτικάντηδες, δημοσιογράφοι), που αποκτούν προνόμια σε ανταπόδοση των προσφερομένων υπηρεσιών τους! Κάτω, μια πολυμορφία ανισομερειών στριμωγμένες μέσα στη παγκόσμια διαίρεση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, όλες τους διαρκώς χαρακτηρισμένες με διαφορετικούς τρόπους και μέτρα, από την προλεταριοποίηση και την υποταγή. (23) Αυτό ακριβώς το καθεστώς του μάνατζμεντ και της χειραγώγησης των παρορμήσεων, μας κυβερνά μέσω μεθόδων που συχνά είναι υποσυνείδητες, εναλλάσσοντας την γοητεία (τον ενθουσιασμό για τις νέες διαβολικές high tech αφίξεις στη αγορά, την υπόσχεση της απελευθέρωσης από τα φυσικά εμπόδια διαμέσου της τεχνολογίας) με τον ηθικό εξαναγκασμό (τον στιγματιγμό για όποιον “δεν σέβεται τους κανόνες”, αδιαφορώντας για τους “’άλλους” καθώς και για ολόκληρο τον πλανήτη [η οικολογική συνείδηση του κεφάλαιου] !) Όχι μονάχα μας λέει ρητά ενάντια σε τι πράγμα δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε (κατεβαίνοντας στις πλατείες, μαζί με τους συνωμοσιολόγους, αντιδραστικούς και ισοπεδωτικούς “αντιεμβολιαστές”), αλλά όταν θα πρέπει να το κάνουμε, μας υποδεικνύει επίσης και τους σωστούς συνοδοιπόρους (τελευταία, συνήθως τις ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες κ.τ.λ.). Στην ιδεολογία τους έθνους, δηλαδή ένα συνονθύλευμα πολυλογιών πάνω στα δικαιώματα του πολίτη, στην ανωτερότητα του “πολιτισμού” και το πολεμικό ήθος της δύναμης (σήμερα αρκετά μακριά από τις προσδοκίες του μέσου δυτικού ανθρωποτυπικού ζόμπι, με εξαίρεση σίγουρα τον ανθρωπότυπο του χρυσαυγίτη), επιχειρεί να αντικαταστήσει με μια κόσμο-πολιτο-μετανθρωπική ιδεολογία, ένα παστίτσιο νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας: Την απόλυτη υποταγή ως συνθήκη sine qua non κάθε δικαιώματος (συμπεριλαμβανόμενου αυτού της ίδιας της ζωής με την κυριολεκτική σημασία του όρου): πέραν αυτών των πυλών της απόλυτης υπακοής, βρίσκεται η πρόσβαση στα μεγαλοπρεπή και προοδευτικά βιώματα της “επαυξημένης πραγματικότητας” καθώς και η περηφάνια της ένταξης σε αυτό το μέρος του σημερινού κόσμου (τη σωστή πλευρά της ιστορίας) που κρατά τη βαρβαρότητα έξω από τα τείχη του. Το 2020, σε μια “τραγική διασταύρωση μεταξύ υλικών και “’άυλων” αγαθών, αυτό το καθεστώς μας αποστράγγισε από τις δυνάμεις μας όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, υποτάσσοντας μας στην εξωτερική και βουλιμική του θέληση! Σε τέτοιο σημείο που ακόμη και σήμερα δεν έχουμε κατορθώσει να ανακάμψουμε εντελώς. Χρειάζεται όμως επειγόντως να ανακάμψουμε και η εξάντλησή μας καταμαρτυρεί πολλά αναφορικά με την δύναμη της τάξης. Παρόλα αυτά, δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε για αυτή, μέχρι σημείου να την θεωρήσουμε, λανθασμένα, παντοδύναμη. Στη πραγματικότητα αυτό το καθεστώς συναντά μπροστά του (και στο εσωτερικό του) μια πολυμορφία εμποδίων. Αυτά τα εμπόδια είναι κυρίως υλικού χαρακτήρα, όπως π.χ. η επονομαζόμενη κρίση των μικροτσίπ που προκλήθηκε εξαιτίας της παγκόσμιας κούρσας του ψηφιακού γιγαντισμού. Οικονομικού χαρακτήρα, όπως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, και άρα του πληθωρισμού που προέκυψε από πλευράς της ίδιας της επιχείρησης Covid: ακόμη και αν αυτός συνυπολογίστηκε αρχικά (με στόχο να φρενάρει την εισροή των κινεζικών εμπορευμάτων), προβλέψιμος ή όχι, πρόκειται σε κάθε περίπτωση για ένα ενοχλητικό παράπλευρο σύμπτωμα που μπορεί να καθορίσει πάντα μη διαχειρίσιμες επιπτώσεις. Όμως αυτά τα εμπόδια είναι κυρίως ανθρώπινης και κρατικής φύσης. Άν η παγκόσμια αντίσταση στο πράσινο διαβατήριο υγείας υπήρξε ικανή να το κάνει να οπισθοχωρήσει προσωρινά, η παγκόσμια τάξη, αυτή τη στιγμή, συναντά τη μεγαλύτερη αντίσταση στους άλλους Λεβιάθαν. Γιατί αν στο παρελθόν υπήρξε σχετικά απλό να ξεφορτωθεί τους διάφορους Σαντάμ και Καντάφι, ο αγγλο-αμερικάνος χωροφύλακας και η συλλογική Δύση, αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκείς να μπορέσουν να ελέγξουν τα κατακτημένα εδάφη που εγκαταλείφθηκαν ακολούθως στο απόλυτο χάος ή αφέθηκαν στους προηγούμενους τοπικούς φεουδάρχες (όπως π.χ. στο Αφγανιστάν). Αυτή τη στιγμή, η συλλογική Δύση πρέπει να αντιμετωπίσει πραγματικές και καθαυτές περιφερειακές και πυρηνικές δυνάμεις, ισχυρές από δημογραφικής άποψης, τεχνολογικής ικανότητας και διεθνούς οικονομικής επιρροής (όπως η Κίνα και η Ινδία) ή από την άποψη των πολεμικών τους οπλοστασίων και των ενεργειακών τους πόρων (όπως η Ρωσία). Έπειτα από πολλαπλές ήττες και εξευτελισμούς επί του πεδίου, η απώλεια κύρους των ΗΠΑ, συνεπικουρούμενη από την απελπισία όλο και περισσότερων λαών και κυβερνήσεων απέναντι στη θρασύτητα και την ανικανότητα του παγκόσμιου χωροφύλακα με τη σημαία με τα 50 αστέρια, θα μπορούσε να ωθήσει στο άμεσο μέλλον όλο και περισσότερα κράτη να εγκαταλείψουν το βαγόνι του τραίνου (η ίδια η Ε.Ε. που δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα από τον τωρινό πόλεμο στην Ουκρανία, γίνεται ολοένα περισσότερο επιρρεπής στο να βάλει στα σκαριά το δικό της ιμπεριαλισμό, με τη δημιουργία του ήδη ενεργοποιημένου ευρωπαϊκού στρατού: βέβαια αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια ημέρα στην άλλη και φυσικά οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να παραμείνουν με σταυρωμένα τα χέρια…). Στα ενδεχόμενα αντίποινα ενάντια στις απόπειρες τους να “αυτονομηθούν”, πολλά ανυπάκουα κράτη (αποτυχημένα κράτη κατά την κοινή ορολογία) θα μπορούσαν να απαντήσουν: “Θέλετε λοιπόν να μας πετάξετε έξω από τη παγκόσμια αγορά, όπως ακριβώς κάνετε τώρα με τη Ρωσία ή που σύντομα θα κάνετε επίσης και με την Κίνα; Τι περιμένετε λοιπόν; ….μέσα σ’ αυτή την αγορά που καθημερινά γίνεται όλο και λιγότερο παγκόσμια, στο τέλος θα μείνετε μόνο εσείς”. Αν λοιπόν τα κρατικά ατοπήματα θα πολλαπλασιάζονταν εφεξής, τι θα μπορούσε να συμβεί; Αφήνοντας στην άκρη την διόλου ανυπόστατη υπόθεση ενός πυρηνικού πολέμου ( με τον οποίο απλά θα έκλειναν όλα τα ενδεχόμενα παιχνίδια για ολόκληρη την ανθρωπότητα: αν θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τον σταματήσουμε δεν έχει και πολύ νόημα να αναρωτηθούμε τι θα κάνουμε μετά), παραμένουν στο πεδίο δύο σενάρια: ‘Η η νέα παγκόσμια τάξη υλοποιείται, τσακίζοντας την αντίσταση των κρατών που έμειναν όρθια και εγκαταλείποντας στο χάος όλα τα υπόλοιπα, ή διαφορετικά θα μπορούσε να κατακερματισθεί σε μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις ( για να επιβιώσουν, πολλά μικρότερα κράτη θα ενώνονταν με τα μεγαλύτερα). Αν η πρώτη υπόθεση όμως θα σήμαινε μια αναπότρεπτη στην πράξη υποταγή (η κοινωνική αναπαραγωγή αλλά και αυτή η βιολογική των ίδιων των ανθρώπων θα κατέληγε να εξαρτάται από μια μοναδική μέγα-μηχανή, μέσα σ΄ένα κόσμο δίχως έξω), η δεύτερη θα μπορούσε να σημαίνει την κρατικοποίηση των εξεγέρσεων στο εσωτερικό των αντιπαρατιθέμενων μπλοκ: μια ανθρωπότητα κατακερματισμένη σε κράτη (και στις συμμαχίες τους) θα βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα συνεχώς εμπλεγμένη σε μεγάλους πολέμους πατριωτικού χαρακτήρα ενάντια στο παγκόσμιο χωροφύλακα (ή ανάποδα, ενάντια στους τυράννους των “βάρβαρων” λαών). Είναι στην κρίση φυσικά του καθενός (όση δηλαδή του έχει απομείνει) να αποφασίσει αν όλα τα παραπάνω είναι απλή εξάσκηση στην μελλοντολογία. Εμείς, δεν το νομίζουμε σε καμιά απολύτως περίπτωση, με βάση τα όσα έχουμε πει και κάνει και τα όσα έχουν συμβεί μέχρι στιγμής. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό που συμβαίνει ήδη στην Ουκρανία και στη Ρωσία…. Η εθνική ιδεολογία των κρατών αναγεννιέται ενάντια στην εξουσιαστική συνωμοσιολογία του Υπερ-κράτους.

                                              *****

Είναι πλέον ανώφελο (αν δεν μπορούμε να διδαχτούμε από το παρελθόν) να πούμε πως, για να μπορέσουν να αντισταθούν στην αυτοκρατορία, επίσης και τα λιγότερο ή περισσότερο “μικρά” κράτη είναι με τη σειρά τους εξαναγκασμένα να εφοδιαστούν με όλα τα μέσα της ισχύος, συμπεριλαμβανομένων των υπέρ-τεχνολογικών, ξεφορτώνοντας το κόστος της πολεμικής οικονομίας πάνω στο δικό τους προλεταριάτο. Αυτή θα ήταν, κατά την άποψή μας, η κυριότερη ένσταση που θα μπορούσαμε να προβάλουμε ενάντια σε κάθε σημερινό κρατικό αφήγημα περί εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας (24), πολύ περισσότερο από τις συνήθεις πολυλογίες ενάντια στον περισσότερο ή λιγότερο πατριαρχικό, αντιδραστικό ή ρατσιστικό του χαρακτήρα (που τελικά παίζει μονάχα το παιχνίδι του νεομοδίτικου δυτικού και πολιτισμένου “καθωσπρεπισμού” του πολιτικά ορθού), που κρύβεται πίσω από την υποκριτική μάσκα του μεγάλου αμερικάνικου αφεντικού, είτε αυτό είναι νεοφιλελεύθερο είτε είναι δημοκρατικό.

Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του

“Η νίκη των τουρκικών πολιτικοστρατιωτικών ελίτ στην Κύπρο άνοιγε και το ζήτημα του Αιγαίου. Τώρα οι συσχετισμοί ισχύος στο ενιαίο σύστημα Κύπρος-Αιγαίο άλλαζαν και η άρχουσα τάξη της Τουρκίας μπορούσε να θέσει με άλλους όρους το ζήτημα της κυριαρχίας στο Αιγαίο”.

Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε άριστα ότι το παραπάνω αναρχικό σύνθημα που ανάγεται στην δεκαετία του εβδομήντα του περασμένου αιώνα, ξεπηδώντας κατά τη διάρκεια της πρώτης ελληνο-τουρκικής διακρατικής κρίσης αναφορικά και με αυτή τη θάλασσα, δεν θα συναντήσει μια σοβαρή αντιμετώπιση σήμερα ούτε όσον αφορά τον σημερινό πρωθυπουργό, γόνο της γνωστής οικογενείας, αλλά ούτε όσον αφορά ακόμη και τα ίδια τα μέλη της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα, φέρνοντας, όχι τυχαία, το παράδειγμα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Η κοινή όμως συνισταμένη που ταυτίζει, παραδόξως, αυτά τα δύο πολιτικά πρόσωπα στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεν είναι άλλη από αυτή που επισημάναμε, ως κεντρική, από την αρχή αυτού του αναλυτικού μας κειμένου: το ζήτημα του κράτους. Λυμένο για τον πρώτο και δυστυχώς, ακόμη ασαφές και άρα άλυτο για τον δεύτερο, παρόλο το εκτόπισμα και τον ρόλο που συνεχίζει ακόμη να καταλαμβάνει μέσα στην ιστορία του σύγχρονου και ευρύτερου επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα. Διότι, αναρωτιόμαστε, τι διαφορετικό μπορεί ακόμη να σημαίνει σήμερα, ύστερα από μισό αιώνα πρακτικής εμπειρίας, η “ελληνο-τουρκική” κρατική διαμάχη στο Αιγαίο και όχι μόνο, αν όχι και ακριβώς για το λόγο ότι ούτε σε εμάς αρέσουν οι “θεωρητικολογίες”, την πλήρη απεμπλοκή μας από τον κρατικό τρόπο σκέψης και επιχειρηματολογίας (το αναποδογύρισμα της σκακιέρας, σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση ενός συντρόφου που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή) ο οποίος δεν οδηγούσε αλλά ούτε φυσικά μπορεί να οδηγήσει ποτέ σε πρακτικά αποτελέσματα, από την άποψη της επαναστατικής κοινωνικής δράσης. Και ο κρατικός τρόπος σκέψης, ή ο υφέρπων κρατιστικός, στην περίπτωση του Κουφοντίνα, που σαν καλός μαρξιστής που είναι δεν αναμένουμε φυσιολογικά ότι θα μπορούσε ποτέ να απεμπολήσει-για όλους αυτούς τους λόγους που αναλύσαμε ενδελεχώς μέχρι τώρα μέσα στο παρόν κείμενο-δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ αστών και επαναστατών (κομουνιστών ή αναρχικών), όπως αποδεικνύει συνεχώς είτε ή ίδια η ιστορία του επαναστατικού κινήματος, είτε τα ίδια τα πεπραγμένα των επαναστατών. Είναι διαβρωτικός και αλλοτριωτικός, πέραν της υποκειμενικής θέλησης των υποκειμένων, πράγμα που συνειδητοποίησε μεν, αλλά δεν ανταποκρίθηκε στην πράξη ο ίδιος ο Μάρξ, από την εποχή της πρώτης Διεθνούς και της ιστορικής διαμάχης του με τον Μπακούνιν, πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα. Η διαπίστωσή μας αυτή προκύπτει, κατά την άποψή μας, ύστερα και από την προσεκτική ανάγνωση του τελευταίου του βιβλίου: “Η γεωπολιτική της 17Ν σε Ελλάδα και Τουρκία” που εκδόθηκε το 2020. Ένα βιβλίο-όπως και τα άλλα του ίδιου συγγραφέα-που αντιμετωπίσαμε πάντα κριτικά, όπως επιβάλλεται, δηλαδή χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και δογματισμούς-πολύ άρτιο και ενδιαφέρον και που κατά βάση συμφωνούμε με τις περισσότερες προσεγγίσεις σε όλα αυτά τα θεμελιώδη, από κοινωνικής άποψης ζητήματα, στα οποία αναφέρεται. Το βιβλίο αυτό, προσφέρει, αν μη τι άλλο, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εμβαθύνουμε τις κριτικές μας επισημάνσεις πάνω στους δομικούς λόγους της πολιτικής ήττας της μαρξιστικής και της μαρξίζουσας αριστεράς στην Ελλάδα: δηλαδή, όπως προείπαμε, το άλυτο από πλευράς της ζήτημα του κράτους, μέσα από την ίδια τη θεωρία και την πρακτική ενός πραγματικού κοινωνικού επαναστάτη που ανήκει στην αριστερά, και όχι κάποιου πανεπιστημιακού καθηγητή για παράδειγμα, του οποίου, η ακαδημαϊκή θεωρία, κατά κανόνα, απέχει παρασάγγας από τη πρακτική. Σε τελική ανάλυση, θεωρούμε ότι δεν εξασκούμε τίποτε περισσότερο από απλή εποικοδομητική κριτική, στα πλαίσια του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος. Ας αναφερθούμε λοιπόν καταρχήν, σταχυολογώντας αναγκαστικά επιλεκτικά στη παρούσα φάση, σε ορισμένα θετικά στοιχεία, δηλαδή σε αυτά που όχι μονάχα συμφωνούμε αλλά και επαυξάνουμε, διαθέτοντας επιπλέον το πλεονέκτημα αυτή τη στιγμή να τα θεωρήσουμε ξανά υπό το φως του “Ρώσο-ουκρανικού” πόλεμου, δίνοντας το λόγο στον ίδιο το Δημήτρη Κουφοντίνα: “… Μετά το 1991, οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν το σχεδιασμό που περιέγραψε ο Μπρεζίνσκι για τον κατακερματισμό της Ρωσίας: Διέλυσαν αμέσως το πιο ισχυρό της στήριγμα στα Βαλκάνια, την Γιουγκοσλαβία και με κέντρο την Ουκρανία σχημάτισαν στο χώρο των πρώην ανατολικών χωρών ένα ανάχωμα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία, για να εμποδίσουν τη προσέγγισή τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των ενεργειακών ροών από τη Ρωσία προς τη Δυτική Ευρώπη. Κάτω από αυτό το γεωπολιτικό πρίσμα, η κύρια στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ ήταν, αρχικά, η οικονομική και στρατιωτική περικύκλωση της ΕΣΣΔ. Έτσι, αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο άρχισε η συστηματική περίσφιξη της Σοβιετικής Ένωσης (αλλά και της Κίνας) από ένα ευρύ δίκτυο στρατιωτικών βάσεων, ενώ για την ανάσχεση της επέκτασής τους προς τον πλούσιο Νότο οικοδομήθηκε ένας αναχωματικός δακτύλιος που επεκτείνονταν από την Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία. Η δική μας περιοχή αποτελούσε σημαντικό τμήμα, τόσο του πλέγματος των βάσεων που περικύκλωναν τις ανατολικές χώρες, όσο και του αναχωματικού δακτυλίου. Οι στρατηγικοί αναλυτές των ΗΠΑ θεωρούσαν άλλωστε πάντα τη νευραλγική περιοχή των Βαλκανίων ένα “έπαθλο” στο γεωπολιτικό ανταγωνισμό τους με τη Σοβιετική Ένωση για την υπεροχή στην Ευρώπη. Χωρίς να πάψει, ωστόσο, να αποτελεί ένα πεδίο αντιπαράθεσης των ΗΠΑ και με τις ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης, Γαλλία και Γερμανία. Έτσι στην περιοχή μας σχεδίασαν ένα ενιαίο αναχωματικό χώρο, που περιελάμβανε την περιοχή Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτός ο χώρος επεκτείνεται σήμερα: Ξεκινά από τα Δυτικά Βαλκάνια, και φτάνει μέχρι τις ελεγχόμενες-όπως επιδιώκουν-κουρδικές κρατικές οντότητες, όσες υπάρχουν, και αυτές που σχεδιάζουν. Αυτός ο ενιαίος χώρος λειτουργεί ως φραγμός απέναντι στη Σοβιετική Ένωση (Ρωσία) στην επέκτασή της προς τη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, αλλά και ως φραγμός για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (τη Γερμανία και τη Γαλλία) προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και διασφαλίζει τη μεταφορά των ενεργειακών πόρων προς την ενεργοβόρα Ευρώπη, αποκλείοντας την ενεργειακή της εξάρτηση από τους Ρωσικούς υδρογονάνθρακες. … “ Είναι αλήθεια ότι η αριστερά ήταν επιφυλακτική απέναντι στη γεωπολιτική, κυρίως εξαιτίας της αντιδραστικής της προέλευσης, και απεχθάνονταν την έννοια του Lebensraum (όχι όμως και οι αναρχικοί που την κατανόησαν σωστά από ταξικής άποψης και την χρησιμοποίησαν και μέσα στην παρούσα ανάλυση παραγωγικά ως προς τους στόχους της διεύρυνσης της ταξικής ανάλυσης, όχι δηλαδή μονάχα προς όφελος των αναρχικών, παρέθενση δική μας) λόγω της χρήσης της από τον ναζισμό για να νομιμοποιήσει τον επεκτατισμό του. Κατά τον Α. Μπορόν, οι άλλοι λόγοι για τους οποίους η Αριστερά είχε καθυστερήσει να μελετήσει το ζήτημα της γεωπολιτικής, ήταν η επικέντρωση στην εξέταση των “εθνικών” θεμάτων, και η οικονομική θεώρηση του διεθνούς συστήματος και του ιμπεριαλισμού. Ακόμη, τμήματα της αριστεράς απορρίπτουν τη γεωπολιτική θεωρώντας ότι έχει ιδεαλιστική βάση, καθώς αποδίδει τα πρωτεία στην πολιτική έναντι της οικονομίας, και υποβαθμίζει την ταξική πάλη και το ρόλο της στην Ιστορία. Όμως η πάλη των τάξεων αναπτύσσεται σε εδαφική βάση- σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως και σε εδαφική βάση, χερσαία και θαλάσσια, αναπτύσσεται και προβάλλεται η ισχύς του ιμπεριαλισμού. Ο οποίος αξιολογεί τα εδάφη του πλανήτη ανάλογα με τους φυσικούς πόρους που περικλείουν και ανάλογα με τη θέση τους για τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς ενεργειακών πόρων και εμπορευμάτων. Ανάλογα με το πως εξασφαλίζουν την άμυνα των ιμπεριαλιστικών κέντρων ή πως περικυκλώνουν τις εδαφικές βάσεις των ανταγωνιστών. Και ακόμη, όσο και αν έχει εξελιχθεί η τεχνολογία του πολέμου (με τον Πόλεμο των Άστρων και τους διηπειρωτικούς πυραύλους που μπορούν να εκτοξευτούν από μακρινές βάσεις, από πλοία και υποβρύχια) η πολεμική μηχανή του ιμπεριαλισμού εξακολουθεί να έχει εδαφική αναφορά: Τόσο για την άμυνα του δικού του γεωγραφικού χώρου και τη περικύκλωση των ανταγωνιστών του, όσο και για την εξουδετέρωση των εστιών της αντίστασης των λαών που μπορεί να γίνει μόνο από πολεμική δράση στο έδαφος για τη στρατιωτική επικράτηση, και με τη διατήρηση στρατευμάτων για την κατοχή εδαφών και τη διασφάλιση της λεηλασίας των φυσικών πόρων τους.” (Βλέπε, σε αυτό το σημείο, τη πρότασή μας για την ανάπτυξη μιας Αντιεξουσιαστικής Εξεγερτικής Διεθνούς [Αθήνα, 1993] που αποσκοπούσε ακριβώς να αντιμετωπίσει, σε διεθνές αλλά και τοπικό επίπεδο και σε δημόσιο φυσικά περιβάλλον, σε επίπεδο δηλαδή στρατηγικής και τακτικής, τα ζητήματα που προβάλλει ο Κουφοντίνας, στην πράξη και όχι μονάχα στη θεωρία, γεγονός που δεν έγινε, κατά την άποψή μας, ευρέως αντιληπτό και κατανοητό, κυρίως με ευθύνη του τοπικού αναρχικού κινήματος της εποχής εκείνης- τις συνέπειες του οποίου, [μιας και ο Δ. Κουφοντίνας, εν έτει 2020, εντοπίζει, σε αναλυτικό μεν επίπεδο, και που πέρα φυσικά της κριτικής που του εξασκούμε πάνω στο ζήτημα του κράτους, αλλά και εξαιτίας αυτού] συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε ανεπαρκώς, αφού αυτό εξακολουθεί να παραμένει ένα επιπλέον “άλυτο” στην πράξη ζήτημα, στο εσωτερικό του ευρύτερου διεθνούς επαναστατικού κινήματος, σε συγκεκριμένα γεγονότα του οποίου θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω). Ας περάσουμε όμως, στον εντοπισμό των σημείων πάνω στα οποία του καταλογίζουμε: υφέρπουσα κρατιστική λογική και αντίληψη, που ναι μεν δεν είναι αντιφατική σύμφωνα με τη μαρξιστική παράδοση, αλλά είναι, κατά την άποψη μας, εντελώς ανεδαφική και άρα αντιπαραγωγική, ως προς την επίτευξη των στόχων της κοινωνικής επανάστασης, σήμερα, ιδιαίτερα υπό το φως της παρούσας ανάλυσής μας (που σημειωτέο δεν είναι τωρινή, αλλά έχει τουλάχιστο μια ιστορία σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, μονάχα στο εσωτερικό του ελληνικού αναρχικού κινήματος) καθώς και της συνολικής κατάστασης πραγμάτων στην οποία έχουμε πλέον οδηγηθεί ως κοινωνίες. Πολύ πιο πέρα δηλαδή από τα ευρέως πλέον γνωστά και κοινωνικώς αντιληπτά αποτελέσματα της “σοσιαλιστικής” κρατικής καρικατούρας που προέκυψε από την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 στην Ρωσία, και τα οποία, σε τελική ανάλυση, θα μπορούσαν κάλλιστα, υπό την ταχύτητα και τη σφοδρότητα της σημερινής ανάπτυξης του κράτους-κεφάλαιου, σε διεθνές επίπεδο, να αρχειοθετηθούν τελικά ως ένα “ασήμαντο” κεφάλαιο, μέσα στην ιστορία της εξέλιξης της ίδιας της γλώσσας-μηχανής του νέου ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου ψηφιακού καπιταλισμού και της τεχνητής του νοημοσύνης. Και για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, αυτή την επισήμανση μας, την τοποθετούμε φυσικά υπό το φως της εξέλιξης της ίδιας της ταξικής συνείδησης, μιας έννοιας η οποία ανήκει ιστορικά στους αναρχικούς, διαμέσου της ενεργής συμμετοχής τους στους κόλπους του ευρύτερου “σοσιαλιστικού” κινήματος, από την εποχή της πρώτης Διεθνούς, όπως ήδη αναφέραμε. Άλλωστε, ο ίδιος ο Δ. Κουφοντίνας υποχρεωτικά αναφέρεται σε αυτή την έννοια, όταν, στη σελίδα 203, προς το τέλος του βιβλίου του, σημειώνει, πολύ σωστά, ότι: “ο εθνικισμός παραποιεί τον ιστορικό χαρακτήρα του έθνους και καλλιεργεί εθνικούς μύθους προσπαθώντας να δώσει μεταφυσική υπόσταση στο έθνος, ορίζοντας ως εθνικό στόχο το συμφέρον της αστικής τάξης. Καπηλεύεται και χρησιμοποιεί τον εθνισμό και την εθνική συνείδηση, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ανάλογα με τις αντικειμενικές συνθήκες (την ανάπτυξη ισχυρής οικονομικής βάσης) και τις υποκειμενικές συνθήκες, κυρίως τη μη ανάπτυξη αυτόνομης ταξικής συνείδησης”. Εδώ, κατά την άποψή μας, ο Δ. Κουφοντίνας υποπίπτει, παρόλο που η ανάλυση του είναι κατά βάση σωστή όσο αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα, σε ένα μέγα αναλυτικό λάθος, ταυτίζοντας τον εθνισμό (που προηγουμένως λέει ότι είναι: διεθνιστικός διότι, θέλει την ισοτιμία των εθνών, και απορρίπτει την ιδέα της ανωτερότητας του ενός έθνους απέναντι στα άλλα. Θέλει την συνεργασία των εθνών και όχι την κυριαρχία του ενός πάνω στα άλλα) με την εθνική συνείδηση, η οποία αντίθετα, κατά την άποψη των αναρχικών, (όπως άλλωστε έχουμε αναλύσει ενδελεχώς εδώ και τουλάχιστο τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, βλέπε το βιβλίο μας “ Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, εθνικισμός και ταξική συνείδηση, εκδόσεις: επαναστατική αυτοοργάνωση, Αθήνα, 1992) συμπίπτει απόλυτα με την μορφή της κρατικής συνείδησης που καλλιεργεί το κράτος-έθνος, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία και όχι μόνο, και ενάντια στην ανάπτυξη της οποίας, οι επαναστάτες αναρχικοί, αντιπαραβάλλουν ανέκαθεν στην πράξη και όχι μονάχα στη θεωρία, διαμέσου της ανάπτυξης συγκεκριμένων μορφών ταξικού αγώνα, τις συγκεκριμένες υλικές συνθήκες διαμόρφωσης της ταξικής συνείδησης των κοινωνικών υποκειμένων, που αποτελούν και τις μοναδικά πραγματικές υλικές συνθήκες σε θέση ακόμη σήμερα να υψωθούν ως ανάχωμα στον κρατισμό και την ακρότατη μορφή του, τον ναζισμό και τον φασισμό, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω. ( ο σταλινισμός, καθαυτός, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο). Όχι τυχαία, κατά συνέπεια, στο τέλος του προηγούμενου κεφάλαιου, κάνουμε λόγο για την εθνική ιδεολογία των κρατών, ακριβώς δηλαδή για την εθνική συνείδηση που σαφώς δεν είναι η ταξική, αλλά αντιπαρατίθεται σφοδρά σε αυτή, και η οποία επανακάμπτει ταχέως σήμερα, ενάντια στην συνωμοσιολογία του υπέρ-κράτους, με αφετηρία το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην σημερινή Ευρώπη (του ιμπεριαλισμού ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, για να θυμηθούμε και τον κορυφαίο δημαγωγό και κρατιστή “σοσιαλιστή” Λένιν), τον “Ρώσο-ουκρανικό” πόλεμο. Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν ισχυριζόμαστε φυσικά ούτε ότι η εθνική συνείδηση είναι ένα ιδεολόγημα, ούτε πολύ περισσότερο ότι δεν προκάλεσε, αντίθετα, συγκεκριμένες εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, την αντίσταση στην ξένη κατοχή και τροφοδότησε στο πρόσφατο παρελθόν αλλά και εξακολουθεί να τροφοδοτεί σήμερα τα κινήματα που πολεμούν για την εθνική ανεξαρτησία, από την Παλαιστίνη, το Κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα με βασική συνισταμένη του το Ρ.Κ.Κ, την Ιρλανδία και τη χώρα των Βάσκων, μέχρι την κάθε μακρινή γωνιά της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Ούτε, πολύ λιγότερο, εμείς, προσωπικά, “κατηγορήσαμε” ποτέ την 17Ν, για “εθνικισμό”, ως άλλοι μπάτσοι ή δικαστές, όπως ίσως έκαναν άλλοι. Εμείς, είμαστε επαναστάτες αναρχικοί, και όπως πλέον πιστεύουμε ότι αρχίζει να διαφαίνεται ξεκάθαρα, αλλού, τοποθετούμε το συνολικό πρόβλημα. Η διαχρονική συμμετοχή των επαναστατών αναρχικών (του αναρχικού κινήματος στη διεθνή του διάσταση) μέσα στους περισσότερους από τους προαναφερόμενους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, όπως έχουμε διευκρινίσει και μέσα στο προαναφερόμενο βιβλίο μας, έγινε στη βάση του αναρχικού μας επαναστατικού προγράμματος, που φυσικά, ακόμη σήμερα, και για εντελώς διαφορετικούς λόγους από αυτούς των μαρξιστών, δεν συμμερίστηκε και ίσως ακόμη, εν μέρει, να μη συμμερίζεται, μεγάλο μέρος του διεθνούς αναρχικού κινήματος. (εδώ όσον αφορά τους αναρχικούς, είναι αναγκαίο να ειπωθεί ότι δεν συμμερίστηκαν κάτι που δεν θέλησαν να κατανοήσουν και άρα ακόμη λιγότερο να συμμετέχουν σε αυτό). Το αναρχικό πρόγραμμα, όσον αφορά τους “εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες”, συνοψίζεται στο απλό γεγονός ότι οι επαναστάτες αναρχικοί δεν συμμετέχουν σε εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα, αλλά μονάχα σε ταξικά μέτωπα, τα οποία με τη σειρά τους, μπορούν ή δεν μπορούν να εμπλακούν μέσα σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για τα υπόλοιπα, παραπέμπουμε για την ώρα, μέσα στο προαναφερόμενο βιβλίο μας. Ίσως, τέλος, αν θα θέλαμε να επιχειρήσουμε μια στοιχειώδη σύνδεση, των προαναφερόμενων απόψεων μας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, με την ελληνική ιστορική εμπειρία, θα μπορούσαμε να πούμε, διατρέχοντας σε αυτή τη περίπτωση την πιθανότητα σφάλματος, ότι, τηρουμένων όλων των αναλογιών και των διαφορών, η προαναφερόμενη θέση μας, δεν απέχει πολύ από την θέση του Άρη Βελουχιώτη και της αρχικής του ομάδας, πάνω σε αυτό το πρόβλημα, η οποία βέβαια ενώ υπήρξε η καρδιά της λειτουργίας του επερχόμενου μαζικού λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος, εξουδετερώθηκε αναπόφευκτα, στο τέλος, με προσωπική ευθύνη και του Βελουχιώτη, από την τελική επικυριαρχία του πολιτικού “ηγέτη” του κινήματος, Ζαχαριάδη, στο βωμό των συμφερόντων του “σοβιετικού” αφεντικού του, του Στάλιν και των συμφωνιών που έκανε στη Γιάλτα, αναφορικά με το 10% και της παράδοσης της χώρας (και του λαού της) στην αδιαμφισβήτητη επικυριαρχία των αγγλο-αμερικάνων. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ως αναρχικοί, είμαστε υποχρεωμένοι, αναφορικά και με όσα λέει ο Κουφοντίνας για αυτό το ζήτημα, να εντοπίσουμε ένα σαφές ηθικό ρήγμα μέσα στη ίδια την ψυχή (κατά τη έκφρασή του) της λαϊκής αντίστασης: αυτό που και σε καθαρά συμβολικό επίπεδο αλλά όχι μόνο, απεικονίζει τη θέση αφενός του Βελουχιώτη και αφετέρου του Ζαχαριάδη, χωρίς από πλευράς μας, να αναφερθούμε σε προδοσίες κ.τ.λ., που θεωρούμε ως ανοησίες. Είναι τέλος, μάλλον ενθαρρυντικό, το γεγονός ότι η ουσιαστική μεταστροφή της πολιτικής κατεύθυνσης του Ρ.Κ.Κ. και των μεγάλων τμημάτων του κουρδικού λαού που εξακολουθεί να την υποστηρίζει, μέσα στον συνεχιζόμενο εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα ενάντια στον τουρκικό κρατισμό και το φασισμό, αποδεικνύει, κατά την άποψή μας, ότι είναι όντως εφικτή ακόμη σήμερα η έμπνευση και το μπόλιασμα των ελευθεριακών ιδεών, όσον αφορά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των λαών της γης και πιο συγκεκριμένα, της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής μας. Θεωρούμε ότι, ως αναρχικοί, έχουμε κατά συνέπεια συμβάλει θεωρητικά αλλά και πρακτικά στον αγώνα ενός ολόκληρου λαού, προς την ελευθεριακή κατεύθυνση, η εξέλιξη του οποίου θα είναι σε κάθε περίπτωση καθοριστική για το μέλλον όλων των λαών της Μεσογείου. Ερχόμαστε τώρα στο δια ταύτα της κριτικής μας, που πιστεύουμε ότι σε αυτό το σημείο θα μπορέσει να γίνει κατανοητή, επειδή ακριβώς μπήκαμε και στον κόπο να εντοπίσουμε πρώτα όλα τα προηγούμενα στοιχεία της ανάλυσης, τα οποία θεωρούμε άκρως σημαντικά ως προς την τελική διατύπωση και την κατανόησή της. Δίνουμε ξανά το λόγο στο Δημήτρη Κουφοντίνα: Σελίδα 25: ΗΠΑ και γεωπολιτική του ιμπεριαλισμού: “….Και παρότι το ίδιο το κράτος των ΗΠΑ προέκυψε από τον αντιαποικιακό αγώνα κατά της Μεγάλης Βρετανίας μετά το 1776, όλοι οι πόλεμοι που εξαπέλυσαν στη συνέχεια ήταν αποικιακού τύπου, επεκτατικοί και άδικοι”. (Αναμένει, κατά συνέπεια, κάτι διαφορετικό από έναν κρατικό θεσμό. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της “αντίφασης”, παραμένει σήμερα το ίδιο το εβραϊκό κράτος, ένα θεοκρατικό, με βάση το σύνταγμά του κράτος, του οποίου η μέχρι τώρα ιστορία έχει σίγουρα διαπράξει ίδια, αν όχι χειρότερα, εγκλήματα, από αυτά που διέπραξε το γερμανικό κράτος των ναζί, ενάντια στους Εβραίους στο σύνολό τους, αυτή τη φορά ενάντια στους Παλαιστινίους, στο σύνολό τους. Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει έμπρακτα την ορθότητα των θέσεών μας, αναφορικά με το κράτος. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι αναρχικοί ήταν ανέκαθεν ενάντια, είτε στην ίδρυση του εβραϊκού κράτους, είτε σε αυτή του παλαιστινιακού, όχι στα λόγια, αλλά συμμετέχοντας διαχρονικά ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του παλαιστινιακού λαού.) Σελίδα 59: Η διαχρονική “σταθερά”, εκτιμώντας συνολικά τον ρόλο του ελληνικού αστισμού της λματ: “…Που η ιστορική αποτυχία του να αναπτύξει σχετικά αυτοδύναμα τη χώρα συμπληρώνεται από την ιστορική αποτυχία του να συγκροτήσει μια ανθιστάμενη πολιτική ελίτ, που να μπορεί να εκδηλώσει την αντίθεσή της στους επικυρίαρχους και να προωθήσει μέσα από ένα συνεκτικό σχέδιο, διεύρυνση και ενδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας. Στάση που έχουν υιοθετήσει ιστορικά εθνικοί καπιταλισμοί σε άλλες εξαρτημένες χώρες, ακόμη και σε κλασσικές αποικίες”. Εδώ ομολογουμένως πιάνουμε τον Δ. Κουφοντίνα σε θέση ρουά-ματ, διότι αφενός η έννοια της εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί κατά κανέναν απολύτως τρόπο μέσα στην συγκεκριμένη διατύπωση του να ερμηνευτεί διαφορετικά, παρεκτός από την έννοια της κρατικής κυριαρχίας, και αφετέρου διότι, για να ελαφρύνουμε λίγο το βάρος της διατύπωσης του αυτής, στην οποία εξασκούμε συνεπή (αναρχική) επαναστατική κριτική, μας θυμίζει στην κυριολεξία τον γνωστό μας, οικονομολόγο και φιλόσοφο, Γιώργο Καραμπελιά, που ήδη σταδιακά, από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, άρχισε να μετακινείται από τις αρχικές μαρξιστικές “επαναστατικές” θέσεις του (εξασκώντας μάλιστα αυστηρή κριτική στις ίδιες τις θέσεις της 17Ν), στις σημερινές περίπου συνεπείς εθνικό-πατριωτικές του θέσεις. Και ακόμη, στη σελίδα 158: Τα όρια της ελληνικής αστικής τάξης: “…Όμως, ακόμη και εντός των συμμαχιών θα μπορούσε ένας αστικός σχηματισμός μιας εξαρτημένης χώρας να διευρύνει και να ενδυναμώσει την εθνική του κυριαρχία. Αυτό όμως δεν συνέβη, αποκαλύπτοντας τα όρια του ελληνικού αστισμού και των πολιτικών εκπροσώπων του”. Ακολουθεί η σελίδα 179: “Η αυτονομία του και η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του σκοντάφτουν στα όρια που επιβάλλονται από μια σταθερά που, διαχρονικά, ακολουθούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από την αρχή ακόμη του σύγχρονου ελληνικού κράτους….” . Tέλος, σελίδα 200: “Η προδοσία Οτζαλάν, η Συμφωνία της Μαδρίτης και η νέα προδοσία της Κύπρου με την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στο νησί δεν μπορούν να εξηγηθούν, σύμφωνα με τη 17Ν, παρά ως απόρροια της θεμελιώδους αντίφασης που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος. Που αντί να υπερασπίσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα, παραιτείται από αυτά λειτουργώντας ως προτεκτοράτο που υπακούει στις εντολές ξένων κέντρων”. Το βασικό συμπέρασμα των αναρχικών, αναφορικά με αυτή την θεμελιώδη “αντίφαση”, την οποία εντοπίζουν μονάχα οι μαρξιστές, είναι ότι δεν χαρακτηρίζει μονάχα το ελληνικό κράτος, αλλά όλα τα κράτη, τα οποία γεννήθηκαν και συνεχίζουν να υπάρχουν (όπως έχουμε αναλύσει ενδελεχώς μέσα στην παρούσα εργασία) μέσα από την λογική της ισχύος (“το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”) και στο γεγονός αυτό δεν υπάρχει καμιά απολύτως πραγματική αντίφαση. Πραγματική αντίφαση, θα υπήρχε μονάχα στην περίπτωση που θα παραιτούμασταν από αυτή τη λογική-δηλαδή την κρατική-προσπερνώντας την (όχι υπερβαίνοντάς την), και, ο μοναδικός τρόπος προσπεράσματος αυτής της αντίφασης θα ήταν ο υλικός-εν τοις πράγμασι-καθορισμός του πεδίου της κοινωνικής αυτονομίας (για να θυμηθούμε τον Καστοριάδη), έξω από αυτήν, δεδομένου ότι όπως, σωστά, διαπιστώνει και η 17Ν, δεν υφίσταται πραγματική αυτονομία, ούτε μπορεί ποτέ να υπάρξει, μέσα στα πλαίσια της (κρατικής) πολιτικής της ισχύος. Σελίδα 208: “…Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν το πρώτο βήμα στη στρατηγική των δυτικών ιμπεριαλισμών για την επαναβαλκανιοποίηση των Βαλκανίων.Τα Βαλκάνια έπρεπε να κατακερματιστούν και πάλι σε ένα μωσαϊκό μικρών και αντιπάλων κρατών. Όπου θα αναβίωναν παλιά μίση και αντιπαλότητες, εθνικισμοί και αλυτρωτισμοί, για να κυριαρχήσει η ανασφάλεια, για να αποσταθεροποιηθεί η περιοχή, και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μελλοντικές συνοριακές ανακατατάξεις”. Σελίδα 216: “ Σε αυτό το χώρο (το Αιγαίο), [Οι ΗΠΑ]δεν αναγνωρίζουν σύνορα,και αδιαφορούν για την ιστορία ή την ελληνικότητα των νησιών. Συντηρούν την ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές σε ελεγχόμενο επίπεδο βάσει της αρχής:Διαίρει και Βασίλευε, τροφοδοτούν-και από τις δύο πλευρές-τις πολεμικές τους βιομηχανίες και αφήνουν το διαμοιρασμό του Αιγαίου να γίνει στη βάση της στρατιωτικής ισχύος των δύο κρατών. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με τα παραπάνω [πέρα από οποιαδήποτε φαινομενολογία του πνεύματος του τύπου: οι αναρχικοί (επίσης ως πρωτοποριακοί οικολόγοι) υποστηρίζουν ότι το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του και είναι επίσης, ιστορικά, ενάντια σε όλα τα σύνορα (θέσεις για τις οποίες όλοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών αριστερών, τους καταλόγιζαν και συνεχίζουν να τους καταλογίζουν τουλάχιστο, “αφέλεια” ή και “γραφικότητα”) ακόμη και για το λόγο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή του Αιγαίου, η θέση τους “ταυτίζεται”, παραδόξως, με τη θέση της υπερδύναμης, που δεν αναγνωρίζει επίσης-κατά τον Δ. Κουφοντίνα – σύνορα] η σημερινή θέση των αναρχικών (σελίδα 214), ότι πρόκειται για μια αντιπαράθεση των αστικών τάξεων των δυο χωρών, και για ένα ενδοϊμπεριαλιστικό παιχνίδι για τη διανομή του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου ανάμεσα στους διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους- “Δεν πολεμάμε για αστούς και μονοπώλια”, η οποία μέσα σε τρεις λέξεις, κατορθώνει να ανακεφαλαιώσει την στρατηγική και την τακτική του διεθνούς αναρχικού κινήματος, πάνω σε μια πληθώρα σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων, που εν ολίγοις, μέχρι τώρα εκθέσαμε, πρέπει να ιδωθεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη, από πλευράς όλων των ενδιαφερομένων, κάτω από το πρίσμα της συνολικής μας διατύπωσης, και ιδιαίτερα, υπό το φως του καθορισμού του πεδίου της κοινωνικής αυτονομίας, όπως αυτή προσδιορίστηκε και διατυπώνεται από τους αναρχικούς στο συγκεκριμένο έδαφος της εξεγερτικής οργανωτικής μεθοδολογίας παρέμβασης, μέσα στους κοινωνικούς αγώνες, με στόχο τη γενίκευση της ταξικής σύγκρουσης. Από αυτήν ακριβώς την άποψη, όποιος βλέπει παραίτηση κάνει σίγουρα λάθος. Αντίθετα, εμείς, θεωρούμε ότι δηλώσεις σαν αυτές: σελίδα 214, “…ο φυσικός πλούτος είναι περιουσία του ελληνικού λαού τόσο σήμερα, όσο και για τις επόμενες γενεές, …τα κυριαρχικά δικαιώματα, η εδαφική συνέχεια και η ακεραιότητα της χώρας είναι βασικό λαϊκό δικαίωμα…διακινδυνεύουν, τουλάχιστο, να παραμείνουν στο επίπεδο των αφηρημένων αρχών, αν μη τι άλλο, εφόσον εξακολουθούμε να μην καθορίζουμε έμπρακτα το πεδίο της κοινωνικής αυτονομίας, και άρα καταλήγει αναπόφευκτα μια συζήτηση μεταξύ ειδικών (του κράτους), όχι πολύ διαφορετική, από αυτή που έκανε ο υπουργός ενέργειας και πετρελαίων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, Μανιάτης, όταν μιλούσε ξεδιάντροπα, για το “ελληνικό Ελντοράντο”. Αυτό είναι ένα ζήτημα, πάνω στo οποίο, ολόκληρη η αριστερά θα έπρεπε, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, να ξανασκεφτεί σοβαρά τις απόψεις της. Η θέση του συντρόφου, Χρήστου Κασσίμη, σελίδα 218: “Οι λαοί δεν κατακτιούνται δεν διαμαρτύρονται, δεν καταγγέλλουν. Αγωνίζονται.Φτιάχνουν λαϊκά αντάρτικα που είναι ο τρόμος των κατακτητών”, τον οποίο θεωρούσαμε και εξακολουθούμε να θεωρούμε κοντινότερο στις δικές μας αντι-εξουσιαστικές θέσεις και απόψεις, μας επιτρέπει ακόμη σήμερα, να συμφωνήσουμε κριτικά και μαζί του αλλά και με τον Δ. Κουφοντίνα, σίγουρα, σε πάρα πολλά σημαντικά ζητήματα. Παίρνοντας λοιπόν την κατάλληλη αφορμή και την ευκαιρία, πριν συνεχίσουμε, τελειώνοντας, θα υπογραμμίσουμε, με βάση τα όσα έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο μέχρι τώρα, ότι, από πλευράς μας, θεωρήσαμε και θεωρούμε πως η διαμόρφωση της διαλεκτικής σχέσης, μεταξύ της ταξικής συνείδησης και του πεδίου της κοινωνικής αυτονομίας, εδαφικοποιείται, όσο αφορά είτε το επαναστατικό κίνημα είτε το ευρύτερο κίνημα των εκμεταλλευόμενων και των αποκλεισμένων, μονάχα μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες ζύμωσης, που εδώ και πολύ καιρό, προσδιορίσαμε, ως ευρύτερο χώρο της λειτουργίας μιας Αντιεξουσιαστικής Εξεγερτικής Διεθνούς, με συγκεκριμένο πεδίο αναφοράς, αυτό ολόκληρης της Μεσογείου. Εδώ, κατά την άποψή μας, βρίσκονταν και εξακολουθεί να παραμένει η “λύση” του συνολικού προβλήματος.

Το ιταλικό αναρχικό κίνημα και ο εξεγερτικός αγώνας ενάντια στη βάση πυραύλων (Κρουζ και Πέρσινγκ) του Κόμισο της Σικελίας (1983-84). (25)

Την τελευταία φορά που καταπιαστήκαμε δημόσια με αυτόν τον σημαντικό αγώνα (για τα πανευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής εκείνης), ήταν το φθινόπωρο του 2015, στις Βρυξέλλες, στα πλαίσια των εκδηλώσεων που είχε οργανώσει μια (διεθνής) ομάδα συντρόφων, αναφορικά με τον ίδιο της τον αγώνα που βρίσκονταν ήδη (εδώ και δυό χρόνια) σε εξέλιξη, ενάντια στη κατασκευή μιας νέας μέγα-φυλακής (υψίστης ασφαλείας), στα περίχωρα αυτής της πόλης. Και επειδή επίσης μια ημέρα αυτών των εκδηλώσεων, ήταν αφιερωμένη στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, δεν παραλείψαμε, από πλευράς μας, να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των πρόσφατων εξελίξεων, καταλήγοντας, ως επί το πλείστο, σε συμπεράσματα που δεν ήταν ομολογουμένως ιδιαίτερα ευχάριστα. Η περίπτωση του Κόμισο, παραμένει-αν και σε γενικές γραμμές γνωστή και στην Ελλάδα-στην ουσία της μια “άγνωστη” περίπτωση, ως σήμερα, για την πλειοψηφία του αναρχικού κινήματος. Και το γεγονός αυτό φυσικά δεν είναι άμοιρο συγκεκριμένων συνεπειών, πάνω στη γενική εξέλιξη της πορείας των μαζικών αγώνων, που κατάφερε να διεξάγει, στο σύνολό του, το αναρχικό κίνημα στην Ευρώπη, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ας πούμε, μέχρι το ξέσπασμα του τελευταίου πολέμου στην Ουκρανία, που άλλαξε άρδην τα μέχρι τώρα δεδομένα. Αν, κατά την άποψή μας, το Κόμισο, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αξίζει τον κόπο να συζητιέται ακόμη, ο λόγος είναι η βασική ιδιαιτερότητά του και σχεδόν η μοναδικότητα του, σε σχέση με όλους τους προαναφερόμενους αγώνες, και όχι μονάχα η “γνωστή” εξεγερτική μεθοδολογία μαζικής παρέμβασης, που οι παρόντες σύντροφοι κατόρθωσαν να δρομολογήσουν επί τόπου, πράγματα που σε γενικές πάντα γραμμές, έχουν ίσως ειπωθεί και γραφεί, αλλά, ο βασικότερος λόγος εξακολουθεί να είναι το τι ακριβώς σήμαινε το Κόμισο, ως σημείο κρίσιμης καμπής και έμπρακτης κριτικής, του συνόλου των επαναστατικών αγώνων, που είχαν μέχρι τότε διεξαχθεί, αλλά και συνεχίζονταν, σχεδόν κατά μήκος και κατά πλάτος όλης της ηπείρου. Για να μπορέσει ίσως να καταστεί αυτό το γεγονός ακόμη σαφέστερο, σήμερα, μιας και δεν το βάζουμε, έτσι τυχαία στο τραπέζι, ας κάνουμε ένα επιπλέον βήμα πίσω, στο 2018, στην Αθήνα, όταν με την ευκαιρία της παρουσίας του Ζαν Μαρκ Ρουγιάν, σε μια σειρά δημόσιων εκδηλώσεων, στην Ελλάδα, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του και την περίπτωση του Κόμισο. Κοντολογίς, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο ίδιος μας επιβεβαίωσε τη σημασία που είχε προσδώσει στον συγκεκριμένο αγώνα, στην Ιταλία, η οργάνωση: Action Directe, στη Γαλλία- στην οποία ως γνωστό αυτός συμμετείχε- κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης χρονικής περιόδου. Η Action Directe, ήταν σαφώς μια κλειστή ειδική οργάνωση, ελευθεριακών κατευθύνσεων, ήταν σίγουρα πληροφορημένη για την ύπαρξη και τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα, και ως διεθνιστές, οι ελευθεριακοί σύντροφοι και οι συντρόφισσες που την αποτελούσαν, ήταν περισσότερο από λογικό να ενδιαφερθούν για ένα παρόμοιο αγώνα. Όμως και στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ακόμη και αν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν κάποια από όλες τις οργανώσεις του κινήματος, γνώριζε για την εξέλιξη του αγώνα, στο Κόμισο της Σικελίας, εμείς γνωρίζαμε σίγουρα για την ύπαρξη συγκεκριμένων μορφών αγώνα, ενάντια στις αμερικάνικες βάσεις γενικότερα, και ειδικότερα ενάντια στην εγκατάσταση των Κρουζ και των Πέρσινγκ, αναφορικά με τους οποίους, ο Δ. Κουφοντίνας, μέσα στο προαναφερόμενο βιβλίο του, αναφέρεται επίσης συγκεκριμένα, με αφετηρία τη δράση της οργάνωσής 17Ν, την ίδια χρονική περίοδο. Συμπέρασμα: Η αναρχική παρέμβαση ενάντια στην εγκατάσταση των πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, στο Κόμισο της Σικελίας, το 1982-83, υπήρξε, για συγκεκριμένους λόγους, ένα γεγονός πανευρωπαϊκής εμβέλειας, όσον αφορά την ίδια την σταδιακή παρέμβαση και την εμπλοκή του επαναστατικού κινήματος της ηπείρου, σχεδόν στο σύνολό του. Αναφερόμαστε, κατά συνέπεια, σε αυτό το γεγονός ακόμη σήμερα, και αναφέρονται επίσης (στο βαθμό που το γνωρίζουν) και οι νέοι σύντροφοι π.χ., όπως προείπαμε, στις Βρυξέλλες το 2015, οι οποίοι ανήκαν, στο βελγικό, το ολλανδικό, το γερμανικό, το γαλλικό, το ελβετικό ή ακόμη και το ιταλικό αναρχικό κίνημα, διότι, όσον αφορά τουλάχιστο τους αναρχικούς, η συγκεκριμένη παρέμβαση, εξακολουθεί ακόμη να αποτελεί σήμερα ένα υπόδειγμα-μοντέλο αναρχικής παρέμβασης, με στόχο την μαζική επίθεση ενάντια σε ένα συγκεκριμένο στόχο εξουσίας (στην περίπτωση των Βρυξελλών ήταν μια φυλακή). Όσον αφορά την Ελλάδα, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι, κατά την ίδια χρονική περίοδο, σημειώθηκε στη Χαλκιδική, η μαζική επίθεση και η καταστροφή ενάντια στo εργοτάξιο της TVX Gold. Αυτονομία, διαρκής σύγκρουση, επίθεση. Αυτές είναι οι αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η δράση αυτών των μαζικών οργανισμών, ως πυρήνων της βάσης, που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις διάφορες, συνήθως, “επιτροπές” και τους παρατρεχάμενούς τους. Η αναρχική παρέμβαση ενάντια στη βάση πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, στο Κόμισο, αποτέλεσε ταυτόχρονα μια έμπρακτη αναρχική κριτική στα όρια και την προοπτική των ειδικών κλειστών οργανώσεων [συζήτηση στο εσωτερικό του κινήματος] που γνώριζε άριστα ο Ζαν Μαρκ Ρουγιάν, αλλά επίσης υποθέτουμε, με βάση τα μέχρι τώρα ντοκουμέντα που έχουν κυκλοφορήσει δημοσίως, και τα πρώην μέλη των ελληνικών αντιστοίχων οργανώσεων. Αυτό είναι αλήθεια, στο βαθμό που το 2015 επίσης, σε μια από τις τελευταίες του δημόσιες παρεμβάσεις, στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε, ο Χρήστος Τσιγαρίδας, όταν ερωτήθηκε για ποιο λόγο, το 1995, ο Ε.Λ.Α., ανακοίνωσε δημόσια το τέλος της δράσης της οργάνωσης, απάντησε σαφέστατα: “Ο κύριος λόγος ήταν το χάσιμο της επαφής με το μαζικό κίνημα”. Και σε αυτό το σημείο, επανέρχεται, κατά την άποψή μας, το προηγούμενο πρόβλημα στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη: η διαλεκτική σχέση μεταξύ της ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης και του καθορισμού του χώρου (της εδαφικοποίησης) της κοινωνικής αυτονομίας. Αυτό, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά και θεμελιώδη προβλήματα που καλείται να επιλύσει, ακόμη σήμερα, η επαναστατική δράση (26). Σε κάθε περίπτωση, ότι και να συμβεί, το ζήτημα του κράτους θα εξακολουθήσει να είναι κεντρικής σημασίας, …ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε γιατί το μισούμε, γιατί θέλουμε να το καταστρέψουμε και να το προσπεράσουμε, και σε ποιαν ακριβώς κατεύθυνση. Το κράτος, λέγαμε στην αρχή, είναι μια από τις μορφές που μπορεί να προσλάβει η κυριαρχία, αλλά όχι η μοναδική. Παραδόξως, αν κοιτάξουμε προσεχτικά, αυτό σημαδεύει την ιστορία της ανθρωπότητας από τους πιο παλιούς καιρούς μέχρι τις ημέρες μας και εξακολουθεί να απειλεί ότι θα την σημαδέψει ακόμη περισσότερο, προσλαμβάνοντας τερατώδεις διαστάσεις (όπως προείπαμε, είναι η ιστορίας μιας διαρκούς τερατογένεσης) είτε όσον αφορά την εδαφική επέκταση είτε την ικανότητα κοινωνικού ελέγχου και διείσδυσης. Ακόμη και στη περίπτωση που η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού θα βρίσκονταν στο τέλος της, η ιστορία του κράτους φαίνεται να υπόσχεται ακόμη ένα καθόλου ένδοξο μέλλον στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση του ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Θεμελιωμένο μέσα στον πόλεμο και για τον πόλεμο, το κράτος συνεχίζει να παράγει πόλεμο. Θεμελιωμένο πάνω στην υποταγή, την ανανεώνει και την εντατικοποιεί μέσα στη παρούσα τεχνολογική μεταπήδηση είδους στην απόπειρά της να διαχυθεί σε πλανητική κλίμακα. Ενώ υπόσχεται την ειρήνη, προετοιμάζει τον πόλεμο. Ενώ αναπτύσσει την ανθρώπινη ισχύ, την ιδιοποιείται και προσφέρει τα επιτεύγματά της στους προνομιούχους τσανακογλείφτες του. Ενώ επιβάλει την ενότητα, απομονώνει και διαιρεί, εμποδίζοντας τη σχέση, τη συμμαχία, και την πραγματική συνεργασία. Η κυριαρχία του γίνεται πάντα περισσότερο συγκεντρωτική και ταυτόχρονα κοινωνικά πιο διαχυμένη. Έτσι, αν για να καταστραφεί το κράτος και η κοινωνία που αναπόφευκτα παράγει, πρέπει ακόμη σήμερα να πολιορκηθούν Βαστίλες και Χειμερινά ανάκτορα, για να καταστεί εφικτό να προσπεραστεί θα είναι απαραίτητο, στις ανατρεπτικές μέρες που θα έλθουν, να απελευθερωθούν από την παρουσία του εκείνα τα εδάφη μέσα στα οποία θα καταστεί εφικτό να δοθεί χώρος σε μια διαφορετική μορφή της ανθρώπινης ισχύος, και όπου, θα απελευθερωθούμε εντελώς από όλα αυτά που μας αλλοτριώνουν και μας απομειώνουν από την ίδια μας τη δύναμη! Θεμελιώνοντας από κοινού-καθένας και καθεμιά με όποιον επιλέγει να το κάνει-το πρώτο και το αυθεντικότερο από όλα τα κοινά: την ικανότητα απόφασης, με αυτόνομο τελικά χαρακτήρα, για τους εαυτούς μας. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.

Ένας φίλος του Γουίνστον Σμιθ

ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Σημειώσεις και σύντομες επεξηγήσεις των χρησιμοποιούμενων ακρωνυμίων κ.τ.λ.

(1) Τα ιδεολογικά φαντάσματα της ελληνικής περίπτωσης μπορούν χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία να ταυτιστούν με μια πραγματική και καθαυτή «ιδεολογία της αθλιότητας» στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.Ο νέος μεγαλοϊδεατισμός και η ιστορική μεγαλομανία της λματ (λούμπεν μεγαλοαστική τάξη) οδήγησαν για πολλοστή φορά σε νέες κοινωνικές καταστροφές: από την “ισχυρή Ελλάδα”, την ένταξη της στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης και την ακόλουθη διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων, των Σημίτη-Παπανδρέου, περάσαμε στην “επανίδρυση του κράτους” του Καραμανλή, τον Δεκέμβρη του 2008, και το “παρεξηγημένο”: “λεφτά υπάρχουν” του ΓΑΠ, στο τέλος της δεκαετίας. Απ΄εκεί και πέρα, ο δρόμος για την τελική υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ ήταν πλέον σύντομος, ως το αποκορύφωμα κυρίως των αποτελεσμάτων της διαχρονικής πολιτικής διαχείρισης και της κοινωνικής ευθύνης της λματ που εξαναγκαστικά πλέον-λόγω ανωτέρας βίας-αφέθηκαν στα χέρια ενός Παπαδήμου. Η βίαιη και αναπάντεχη κυβερνητική διείσδυση της αριστεράς μέσα στο πολιτικό σκηνικό σε παρόμοιες συνθήκες, έφερε επίσης στην επιφάνεια το αδιαμφισβήτητο “ηθικό πλεονέκτημά” της, το οποίο φυσικά με κανένα απολύτως τρόπο-για ευνόητους λόγους-η λματ δεν θα της αναγνωρίσει ποτέ δημοσίως. Η αλήθεια όμως είναι ότι αργά ή γρήγορα-ανεξαρτήτως εκλογικών αποτελεσμάτων-η λματ, εμμέσως πλην σαφώς, θα αναγκαστεί να το κάνει ώστε να εξαργυρώσει το χρέος της προς την κυβερνητική αριστερά, η οποία σε τελική ανάλυση ξόδεψε όλη την προηγούμενη συσσωρευμένη πολιτική υπεραξία της (ηθικό πλεονέκτημα) για να διασώσει την χαμένη τιμή του κράτους. Αυτή αποτελεί επίσης μια όχι δευτερεύουσα πτυχή, κατά την άποψή μας, του νέου επιτελικού κράτους της εποχής Μητσοτάκη, η πραγματική ποιότητα του χαρακτήρα του οποίου αποκαλύφθηκε τελικά-ανεξάρτητα από το συγκυριακό τσίρκο των εκλογών*-μέσα σε όλο της το μεγαλείο, στην τραγωδία των Τεμπών. Η ιδεολογία της αθλιότητας επί το έργον.

(2) Σημιτικό ΠΑΣΟΚ: από τον Κώστα Σημίτη, διάδοχο του Ανδρέα Παπανδρέου στην προεδρία του κόμματος, υπερισχύοντας του παραλίγο πρωθυπουργού και ανταγωνιστή του, Άκη Τσοχατζόπουλου και που παραδόξως, παρόλα όσα συνέβησαν κατόπιν, αποκαλέστηκε αυτός, και όχι ο δεύτερος, από πλευράς των νεοδημοκρατών πολιτικών του αντιπάλων, ως ο “αρχιερέας της διαπλοκής”.

(3) Εκτός της περίπτωσης που το κράτος αποτυγχάνει στην υλοποίηση του στόχου για τον οποίο γεννιέται, δηλαδή να εγγυηθεί την προστασία, αυτό τείνει να παρακμάσει και να εξαφανιστεί: πρόκειται για την περίπτωση της πολεμικής ήττας ή της εξάσκησης αδιάκριτης τρομοκρατίας ενάντια στον πληθυσμό! Όμως, αν η κατάλυση του κράτους μπορεί να συμβεί εξαιτίας της αποτυχίας του να επιτεύξει τον στόχο του (όπως παραλίγο να συμβεί με το ελληνικό κράτος το 2012), δεν είναι δυνατό ποτέ να απαιτηθεί αυτό το πράγμα από πλευράς των πολιτών του, χωρίς την συνέπεια της διεξαγωγής εμφυλίου πολέμου.

(4) Είναι ενδιαφέρον πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ο Μακιαβέλι, όταν σχολιάζοντας τον Τίτο Λίβιο, συγκρίνει τους πληθυσμούς που είχαν φτιάξει μεταξύ τους ελεύθερες ομοσπονδίες από τους αρχαιότερους χρόνους, με τους Ελβετούς της εποχής του: “ Ο τρόπος συμβίωσης των ενώσεων, όπως ζούσαν τα έθνη της Τοσκάνης, οι Αχαιοί και οι Αιτωλοί, ή όπως ζουν σήμερα οι Ελβετοί, είναι μετά από αυτόν των Ρωμαίων, ο καλύτερος τρόπος! Διότι επειδή διαμέσου του δεν επιτυγχάνεται ποτέ μεγάλη αύξηση, προκύπτουν δυο καλά: το πρώτο, ώστε δύσκολα να καταφεύγουν μεταξύ τους σε πόλεμο! Τα δεύτερο, ότι αυτό το λίγο που κατακτάς το κρατάς εύκολα. Ο βασικός πολιτικός λόγος της μη εξάπλωσης, έγκειται στο γεγονός ότι απαρτίζονται από αποκεντρωμένες δημοκρατίες σε διαφορετικούς τόπους, γεγονός που εμποδίζει να μπορούν να επικοινωνούν και να αποφασίζουν μεταξύ τους […] Ο τρόπος διακυβέρνησής τους είναι τα συμβούλια που λειτουργούν κατόπιν κάθε κεντρικής απόφασης. Έχοντας από την εμπειρία τους διαπιστώσει ότι αυτός ο τρόπος είναι σταθερός χρονικά και για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιο παράδειγμα που να αποδεικνύει ότι είναι ξεπερασμένος: αυτός συνίσταται στον αριθμό των δώδεκα το πολύ δεκατεσσάρων κοινοτήτων, μετά από τις οποίες, δεν επιδιώκουν την αύξησή του οργανισμού! Διότι, δεδομένου ότι με αυτό τον τρόπο θεωρούν ότι είναι σε θέση να αμυνθούν αυτόνομα, δεν επιδιώκουν μεγαλύτερη κυριαρχία, είτε γιατί η αναγκαιότητα δεν τους πιέζει να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη, είτε γιατί δεν της αναγνωρίζουν καμία χρησιμότητα, για τους λόγους που μέχρι τώρα εκθέσαμε […] Ωστόσο […όταν αριθμητικά φτάνουν έναν ικανοποιητικό αριθμό ατόμων] στρέφονται σε δυο κατευθύνσεις: η πρώτη είναι να λαμβάνουν συστάσεις για να εξασκούν την προστασία, και για αυτές τις υπηρεσίες να κερδίζουν από παντού χρήματα […]! Η άλλη είναι να πωλούν τις πολεμικές υπηρεσίες τους, σε άλλους, κερδίζοντας από αυτό χρήματα, από αυτόν τον ευγενή που τους πληρώνει για να συμμετέχουν στις κατακτήσεις του, όπως πράγματι κάνουν σήμερα οι Ελβετοί, όπως έκαναν ακριβώς και οι παλιοί, όταν διαβάζουμε τις ιστορίες τους”.

(5) Μητσοτάκης Α.Ε.: από τον γόνο της γνωστής πολιτικής οικογένειας και τωρινό πρωθυπουργό, ο συγκεκριμένος εύστοχος πολιτικός όρος που εισήγαγε στην ελληνική βιβλιογραφία το ΜΕΡΑ 25, απηχεί αφενός τα ακριβή ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής διακυβέρνησης και αφετέρου τους τρόπους της, οι οποίοι συνάδουν απόλυτα με τη σημερινή διαπλοκή κράτους-κεφάλαιου, όπως αναλύονται και σε ιστορικό επίπεδο ενδελεχώς μέσα στην παρούσα ανάλυσή μας.

(6) CIA: Central Intellingence Agency.

(7) Χωρίς να περιοριζόμαστε στους υλικούς πόρους, το γενικό κίνημα της απαλλοτρίωσης της σύγχρονης εποχής αφορούσε επίσης τις γνώσεις, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονταν με την ιατρική φροντίδα και τη μαιευτική. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά εκείνο το μεγάλο κύμα συλλογικού παραλογισμού, γνωστό ως κυνήγι των μαγισσών, με τη σφαγή των γυναικών (και κατά πολύ μικρότερο μέρος επίσης των ανδρών), που διαπέρασε όλη τη σύγχρονη εποχή, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της μεταξύ του δεύτερου μισού του δέκατου έκτου αιώνα και του δεύτερου μισού του δέκατου έβδομου, φτάνοντας επίσης παραπέρα (οι τελευταίες εκτελέσεις μαγισσών έγιναν στην Ευρώπη το πρώτο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα και σε άλλες ηπείρους φτάνουν μέχρι το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, όπως στην περίφημη υπόθεση του Σάλεμ το 1878). Αν η ευθύνη του κράτους είναι βέβαιη (σε όλες τις προτεσταντικές και τις καθολικές χώρες, το μεγαλύτερο μέρος των δικών έγινε από πλευράς της πολιτικής εξουσίας και όχι της εκκλησιαστικής), το διακύβευμα γίνεται ευρέως κατανοητό είτε για τις εικόνες και τις παραστάσεις που επικαλούνταν τα δικαστήρια (οι μάγισσες που χορηγούσαν δηλητηριώδεις ουσίες, είχαν αφύσικες σχέσεις με το δαιμόνιο, απήγαγαν και θυσίαζαν μικρά παιδιά κ.τ.λ.), είτε από το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο το κράτος ιδρύει και χρηματοδοτεί επιστημονικές ακαδημίες, ιδιοποιείται τη δραστηριότητα της ιατρικής και της κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας, ενώ λαϊκοί εντεταλμένοι θεωρητικοί του “κρατικού δικαίου” (από τον Ζαν Μποντέν ως τον γνωστό Χομπς) επιδοκιμάζουν το κυνήγι των μαγισσών, ως μορφή κοινωνικής πειθάρχησης. Αν, αφενός το γενικευμένο κλίμα του φόβου και της υποψίας εξυπηρετούσε τα σχέδια του κράτους και των αφεντικών, αποπροσανατολίζοντας την δυσαρέσκεια μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζονταν ολοένα περισσότερο από την ένδεια και πλήττονταν συνεχώς από τις επιδημίες και από τους πολέμους, όλα αυτά συνοδεύονταν ανέκαθεν παράλληλα, από τη γέννηση ενός ειδικού, που κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων χρόνων μας έκανε να αισθανθούμε ολόκληρο το βάρος του: τον διπλωματούχο γιατρό.

(8) ΔΝΤ: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

(9) λματ: λούμπεν μεγαλοαστική τάξη: καυστικός πολιτικός όρος αξιοσημείωτης κοινωνιολογικής αναλυτικής σημασίας που εισήγαγε στην ελληνική βιβλιογραφία η Επαναστατική Οργάνωση “17 Νοέμβρη”.(10) ΓΑΠ: Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου, όπως έχει καθιερωθεί πλέον, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η αναφορά στο γόνο της γνωστής πολιτικής οικογένειας και τελευταίο (μέχρι στιγμής;) πρωθυπουργό του ΠΑΣΟΚ.

(11) Ας σκεφτούμε π.χ. την γερμανική εθνικό-λαϊκή κουλτούρα του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού (μέσα στην οποία μπολιάστηκε ταυτοχρόνως και ο αντισημιτισμός, ως πανευρωπαϊκό φαινόμενο, ιδιαίτερα στη Γαλλία) που θα καταλήξει αναγκαστικά στο ναζισμό.

(12) Εκ παραδρομής λέμε επίσης ότι δεν θα ήταν άχρηστο να σκεφτούμε αναφορικά με αυτό το ζήτημα: είναι πιθανά αλήθεια ότι η μορφή-κράτος, της οποίας ο καπιταλισμός είναι μια διακλάδωση, γεννιέται μέσα στην πατριαρχία! Όμως, μέσα στην σύγχρονη μορφή του, τείνει σαφώς να γίνει περισσότερο απρόσωπη, βγάζοντας ολοένα και περισσότερο τα ανδρικά του ρούχα.

(13) Βλέπε το ενδιαφέρον και απολύτως κατατοπιστικό, με βάση τα σύγχρονα δεδομένα, όσο αφορά πάντα την ελληνική λεβιαθανική περίπτωση, μικρό τόμο του Μάνου Καραγιάννη, “Αποτροπή και άμυνα”, Αθήνα 2022.

(14) Απολύτως ενδεικτικός είναι για την Ελλάδα ο ρόλος π.χ. του ομίλου Μυτιληναίος, του οποίου οι λοβιτούρες από το γνωστό τομέα της προμήθειας ενέργειας επεκτείνονται, με την αρωγή του κράτους, επίσης και στη παραγωγή αλουμίνας και βωξίτη και που σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις της Ε.Ε. κρίνονται στρατηγικής σημασίας για ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι είναι ικανοί να προμηθεύσουν, μεταξύ άλλων, τα σπάνια μέταλλα, Γάλλιο και Γερμάνιο, απαραίτητα για την παραγωγή ηλεκτρονικών μικροτσίπ στην Ένωση.

(15) Για μια ανάλυση των ευρύτερων κοινωνιολογικών επιπτώσεων αυτού του γεγονότος βλέπε και το κείμενό μας: “Το επείγον του κοινωνικού ζητήματος” (Athensindymedia 2023).

(16) Αυτό ακριβώς το πράγμα απεικονίζεται, όπως προαναφέραμε, και στη τωρινή κυβέρνηση του κεφάλαιου στην Ελλάδα, υπό την επωνυμία “Μητσοτάκης Α.Ε.”, με στόχο τη λειτουργία του επιτελικού κράτους της λματ και υπό αυτή ακριβώς την έννοια, αυτή η κυβέρνηση δεν είναι “προσωρινή”, όπως δηλαδή ισχυρίζονται αντίθετα ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες κρατικοί φωστήρες της κοινοβουλευτικής αριστεράς, που συνεχίζοντας να υπόσχονται ότι με το μαγικό ραβδί στην κατοχή τους θα ανατρέψουν όλα αυτά, δείχνουν απλά το βαθμό της ανικανότητας τους στο να μην θέλουν να μάθουν τίποτε, ακόμη και από την ίδια τους την ιστορία.

(17) Προς αποφυγή κάθε δυνατής παρεξήγησης, θεωρούμε ότι η παρούσα τοποθέτηση του πρώην τρομοφάγου υπουργού Χρυσοχοϊδη, στη θέση του τωρινού υπουργού υγείας είναι καθαρή σύμπτωση.

(18) Π.Ο.Υ., Παγκόσμιος οργανισμός υγείας.

(19) Σε αυτό το σημείο επίσης εντοπίστηκε και ένα από τα σοβαρότερα ελλείμματα ικανότητας σοβαρής ανάλυσης των συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών που προέκυψαν, από πλευράς είτε της συντριπτικής πλειοψηφίας της αριστεράς αλλά επίσης και των αναρχικών, τις επιπτώσεις της οποίας βιώνουμε μέχρι σήμερα, χωρίς να διαφαίνεται ακόμη φωτεινό σημείο στην άκρη του τούνελ. Οι αναρχικοί, ως γνωστό, δεν συμμετέχουν φυσικά στις εκλογές, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει, από την άλλη, να κατανοήσουμε έναν από τους θεμελιώδεις λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή μας, αυτή τη φορά η Δεξιά τις κέρδισε.

(20) Ε.Ε.Ε: Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα

(21) Σύμφωνα πάντα με έναν έγκριτο καθηγητή πολιτικών επιστημών και ειδικό σε θέματα τουρκολογίας του Παντείου πανεπιστημίου, που θεωρεί επίσης τον εαυτό του ανεξάρτητο και μη προσκυνημένο στο σύστημα διανοούμενο, ακόμη και στην ιδανική περίπτωση κατά την οποία ο ελληνικός και ο τουρκικός Λεβιάθαν θα αποφάσιζαν να ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους (πράγμα εξ ορισμού απίθανο), θα προσέκρουαν ακολούθως στην ίδια την ύπαρξη του ΝΑΤΟ που τους εξαναγκάζει, εκ συμβολαίου, να ανανεώνουν τους στρατιωτικούς τους εξοπλισμούς κάθε δεκαπενταετία. Εδώ διαπιστώνουμε δηλαδή ολόκληρη τη διάσταση της πολεμοκαπηλίας που χαρακτηρίζει διαχρονικά το ζήτημα της συνύπαρξης των διαφορετικών λαών στον σημερινό κόσμο. Ο κύριος καθηγητής, κατά συνέπεια, μας οδηγεί, εμμέσως πλην σαφώς, στο μοναδικό ορθολογικό συμπέρασμα για την επίλυση του ζητήματος: η πολιτική λύση έγκειται όχι μονάχα στην καταστροφή των σημερινών κρατικών δομών, αλλά και του ίδιου του ΝΑΤΟ, ως διεθνούς πολιτικό-στρατιωτικού μηχανισμού αστυνόμευσης των κοινωνιών. Το γεγονός αυτό σίγουρα προϋποθέτει την μεταβολή του σημερινού υπήκοου σε ελεύθερο άνθρωπο, πράγμα που με τη σειρά του περνά μέσα από μια πραγματική και καθαυτή ανθρωπολογική επανάσταση. Αυτό το πράγμα εξακολουθεί να παραμένει ακόμη εφικτό σήμερα, στο βαθμό που ο άνθρωπος παραμένει ακόμη (για πόσο καιρό δεν ξέρουμε) ένα έμφρον ον (homo sapiens) και άρα απρόβλεπτο στο πως θα αποφασίσει, ή όχι, να χρησιμοποιήσει τελικά το μυαλό του. Η συνολική πολιτική διάσταση του ζητήματος καθορίζεται, κατά τη άποψή μας, αποφασιστικά από το εξής δίλημμα: ο σημερινός “δυτικός άνθρωπος” βρίσκεται πλέον σε ένα επικίνδυνο σταυροδρόμι, διότι πρέπει να επιλέξει, μεταξύ, της ανάπτυξης της “τεχνητής νοημοσύνης”, δηλαδή της “επανάστασης των μηχανών” και του κράτους και, κατά συνέπεια, της τελικής απώλειας κάθε εναπομείναντος ψήγματος της ατομικής του ελευθερίας, και, της “αναλογιστικής νοημοσύνης”, δηλαδή, μιας νέας και αναγκαίας ανθρωπολογικής επανάστασης, της μόνης ικανής για να τον διαφυλάξει ως έμφρον ζωικό και ελεύθερο στην ολότητα του παγκόσμιου ανθρώπινου γένους, είδος.

(22) Βλέπε: Klaus Schwab, Thierry Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, 2021.

(23) Θα ήταν σκόπιμο να ξαναδιαβαστεί υπό αυτό το φως, η ανάλυση του Αλφρέντo Μπονάννο αναφορικά με την νέα ταξική διαίρεση, μεταξύ αποκλεισμένων και εσωκλεισμένων: μεταξύ όποιου διαχειρίζεται και όποιου απλά υπομένει παθητικά την τεχνολογία. (βλέπε: “Από τις ταραχές στην εξέγερση”, ανάλυση για μια αναρχική προοπτική ενάντια στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό, εκδόσεις Ανάκαρα, Θεσσαλονίκη, 2006).

(24) Κάθε κρατικό αφήγημα περί εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας είναι από τη φύση του ψευδεπίγραφο και απατηλό. Αποτελεί, σε ιστορικό επίπεδο, το ιδεολογικό προκάλυμμα της εκάστοτε άρχουσας πολιτικής και οικονομικής ελίτ για τη διασφάλιση της ταξικής της κυριαρχίας στο εσωτερικό, διαμέσου της προαγωγής του πολέμου και στο εξωτερικό και στρέφεται άμεσα ενάντια στα πραγματικά συμφέροντα απελευθέρωσης και αυτονομίας του κάθε λαού. Η παραμορφωτική ιδεολογία του “έθνους”, αποκύημα κυρίως της γαλλικής επανάστασης, χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα από πλευράς όλων των κρατικών ελίτ εξουσίας διεθνώς για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ένα σημαντικό πρόσφατο παράδειγμα ιστορικού σφετερισμού των δικαιωμάτων της ελευθερίας και της αυτονομίας των λαών, καθορίστηκε μέσω της σύλληψης, το 1999, του ιστορικού ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, χάρη της συνδυασμένης συνεργασίας των μυστικών υπηρεσιών του ελληνικού και του τουρκικού κράτους. Το γεγονός αυτό, αποτελεί ένα απτό παράδειγμα του πως ακριβώς όλα τα σύγχρονα κράτη συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τις αξίες και τις αρχές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της αυτονομίας και εν τέλει της κυριαρχίας των λαών και όχι φυσικά των κρατών. Οι κατοπινές εμβαθυμένες θεωρήσεις του ίδιου του Οτσαλάν πάνω ακριβώς σε αυτά τα ζητήματα, αποτελούν σήμερα, και κατά την άποψή μας, σημαντικές αφετηρίες για τη δρομολόγηση διευρυμένων απελευθερωτικών κοινωνικών διαδικασιών για όλους τους λαούς της ανατολικής μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής της μέσης ανατολής-χωρίς να περιορίζονται φυσικά σ’αυτό το χώρο-οι οποίες θα θεμελιώνονται όντως, στην πραγματική αυτονομία, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία όλων-μικρότερων ή μεγαλύτερων- των λαών της περιοχής, δομημένων πάνω στο διεθνιστικό πνεύμα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της συνεργασίας μιας παγκόσμιας ακρατικής κοινωνίας. **

(25) Το ιταλικό αναρχικό κίνημα και ο αγώνας εναντίον των πυραύλων στο Κόμισο, (Αύγουστος 1982), στο Αλφρέντο Μπονάννο: Θεωρία και πρακτική της εξέγερσης, εκδόσεις: Anarchismo, Κατάνια, 1985, σελίδες 143-150. Μια τμηματική έκδοση αυτού του βιβλίου έγινε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις: Επαναστατική Αυτοοργάνωση, Αθήνα, 1991.

(26) Παγιδευόμαστε πολύ συχνά σε μια υποτιμητική και αμυντική άποψη αναφορικά με τις δυνατότητες και τη δύναμη του αναρχικού κινήματος, και αυτό διότι περικλείουμε την ίδια μας τη δράση μέσα σε μια μαζική θεώρηση, όπου η μειοψηφία, ακόμη και αν είναι εξεγερτική, δεν θα ήταν αποτελεσματική αν όχι μονάχα στο εσωτερικό ενός διευρυμένου και συλλογικού πανοράματος. Παρότι οι στιγμές της μαζικής εξέγερσης είναι απαραίτητες και αναγκαίες, διατρέχουν τον κίνδυνο να δημιουργήσουν απωθημένα και συμπτώματα αδυναμίας, εφόσον δεν υλοποιούνται, ή συγκρούονται με τις δυσκολίες της υλοποίησής τους ή τέλος, γίνονται ο μοναδικός φαντασιακός ορίζοντας. Η συλλογικότητα όμως δεν είναι τίποτε το διαφορετικό παρά ένα σύνολο ατόμων των οποίων η δράση, ορισμένες φορές, μπορεί να είναι περισσότερο καταλυτική και αποτελεσματική από χίλιες πορείες και διαδηλώσεις. Δεν σκοπεύουμε επουδενί να δημιουργήσουμε διχοτομίες μεταξύ συλλογικών και ατομικών ενεργειών. Θεωρούμε ότι αυτές μπορούν να συνυπάρχουν, αν συνοδευτούν και συνδεθούν από μια ριζοσπαστική συζήτηση άρνησης των συμβιβασμών και των αναθέσεων. Πιστεύουμε ότι το συναίσθημα του ανικανοποίητου και της αδυναμίας δεν οφείλεται τόσο στην απουσία επαναστατικών ή εξεγερτικών προοπτικών, όπως νομίζουν αρκετοί φορείς του αναρχικού ονόματος ή της ιδεολογίας (που ορισμένες φορές, στην κυριολεξία, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι απέναντί μας έχουμε κομουνιστές μεταμφιεσμένους σε αναρχικούς), όσο αντίθετα σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της ίδιας της ατομικής αδυναμίας. Το γεγονός αυτό οδηγεί επίσης στην ανάγνωση μιας ενέργειας ως αναποτελεσματικής, στη περίπτωση κατά την οποία δεν τοποθετείται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και πολύμορφης κινητοποίησης, ως ένα μέρος του όλου, σαν δηλαδή το αποκαλούμενο κίνημα να ήταν διαιρεμένο σε στεγανά τμήματα, σαν το ίδιο το άτομο να μην διατρέχονταν εσωτερικά από διαφορετικές εντάσεις και κατά συνέπεια, να μην είναι δυνατό να καθοριστεί διαμέσου μονάχα μιας μεθόδου δράσης. Μια παρόμοια ανάγνωση του κινήματος οδηγεί τελικά στην διαφοροποίησή μεταξύ καλών και κακών, ή ακόμα χειρότερα, διακινδυνεύει να δημιουργήσει τους «ειδικούς της νυχτερινής δράσης» και εκείνους της «επικοινωνίας». Έτσι ακριβώς όμως δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και εξακολουθούν να δημιουργούνται οι μηχανισμοί της ανάθεσης.

* Σύμφωνα και με την άποψη των γνωστών αρχαιολόγων και ανθρωπολόγων Ν. Γκρέμπερ και Ν. Βίνγκρο (D. Graeber, D. Wengrow)…η δημοκρατία, στα σύγχρονα κράτη νοείται πολύ διαφορετικά απ΄ότι ας πούμε, οι εργασίες μιας συνέλευσης σε μια αρχαία πόλη, η οποία διαβουλεύονταν συλλογικά για τα κοινά προβλήματα. Αντιθέτως, η δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε είναι ουσιαστικά ένα παιχνίδι νικητών και ηττημένων που το παίζουν σπουδαία άτομα, ενώ οι υπόλοιποι έχουμε καταντήσει θεατές. …οι πολιτικοί φιλόσοφοι των μεταγενέστερων (αρχαίων) ελληνικών πόλεων δεν θεωρούσαν τις εκλογές δημοκρατικό τρόπο επιλογής υποψηφίων για δημόσια αξιώματα. Η δημοκρατική μέθοδος ήταν η κλήρωση, όπως γίνεται σήμερα με την επιλογή ενόρκων. Οι εκλογές θεωρούνταν μέρος της αριστοκρατικής πρακτικής (όπου αριστοκρατία σήμαινε ότι “άρχουν οι άριστοι”, επιτρέποντας στους απλούς θνητούς-σαν τους υπηρέτες σε μια παρωχημένη, ηρωική αριστοκρατία-να αποφασίζουν ποιοί απ΄όσους ήταν ανώτερης καταγωγής έπρεπε να θεωρηθούν άριστοι, και, η ανώτερη καταγωγή σ’ αυτό το πλαίσιο σήμαινε απλώς όλους εκείνους που είχαν την άνεση να περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους τσαλαβουτώντας στη πολιτική. (Αυτό ακριβώς αποκαλείται σήμερα αξιοκρατία) Αυτός ο ορισμός ίσχυε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη. Για αυτό τον λόγο η μεσαιωνική Αγγλία άρχισε να διεξάγει εκλογές για τα μέλη του κοινοβουλίου από τον 13ο αιώνα. Αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ότι αυτό είχε να κάνει με τη “δημοκρατία” (έναν όρο ο οποίος εκείνη την εποχή , ήταν εντελώς ανυπόληπτος). Μόνο πολύ πιο πρόσφατα, στα τέλη του 19ου αιώνα , όταν άνθρωποι σαν τον Τομ Πέιν επινόησαν την έννοια της “αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, το δικαίωμα να καταθέτει κάποιος την άποψή του για τους θεαματικούς διαγωνισμούς μεταξύ της πολιτικής ελίτ θεωρήθηκε η ουσία της πολιτικής ελευθερίας και όχι το αντίθετο της. (Αυτό ακριβώς θα πει πρόοδος!).

** Σε αυτό το σημείο θεωρούμε σκόπιμο απλά να υπενθυμίσουμε ότι, από πλευράς μας είχαμε προσπαθήσει, αρκετά έγκαιρα όπως πιστεύουμε, να δρομολογήσουμε μια διαδικασία ανάπτυξης μιας Αντιεξουσιαστικής Εξεγερτικής Διεθνούς, προς την προαναφερόμενη κατεύθυνση, ήδη από το 1993, με αφετηρία τα ευρωπαϊκά εδάφη, πράγμα που κατόπιν δεν ευδοκίμησε, για πολλούς και διάφορους λόγους. (Βλέπε: Αντιεξουσιαστική Εξεγερτική Διεθνής: Πρόταση για μια συζήτηση, Αθήνα, 1993 και 2000).

Για επικοινωνία: [email protected] 

Αρχεία:


Μια σύντομη ιστορία του Σύριζα (και των πρόσφατων κατορθωμάτων του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού)

Αναρχία εναντίον Πολιτικής Ορθότητας

Ημερολόγια συγκυρίας

Προσθέστε περισσότερες πληροφορίεςΤίτλος:Δημιουργός:leave this field blank to prove your humanity 

To μέγιστο μέγεθος των αρχείων είναι 16ΜΒ. Επιτρέπονται όλες οι γνωστές καταλήξεις αρχείων εικόνας,ήχου, βίντεο. ΠΡΟΣΟΧΗ! Για να υπάρχει η δυνατότα embed ενός video πρέπει να είναι της μορφής mp4 ή ogg.

Νέο! Επιλέξτε ποιά εικόνα θα απεικονίζεται στην αρχή του σχόλιου.Αρχεία:

 πρώτη

Τοπικά Νέα

Ανακοινώσεις

Διεθνή Νέα

Έντυπα – Αφίσες – Προκηρύξεις

Αναλύσεις

Αναδημοσιεύσεις

Creative Commons License

Όλα τα περιεχόμενα αυτού του δικτυακού τόπου είναι ελεύθερα προς αντιγραφή, διανομή, προβολή και μεταποίηση, αρκεί να συνεχίσουν να διατίθενται, αυτά και τα παράγωγα έργα που πιθανώς προκύψουν, εξίσου ελε

- Advertisement -spot_img

More articles

Τελευταία Νέα