Νίκος Αρμένης (ΑΠΕ): Κύριε Πρόεδρε, στο μέτωπο της διεύρυνσης θα ήθελα να πάμε. Προφανώς η Ουκρανία βρίσκεται στο προσκήνιο στην παρούσα συγκυρία και ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου, είδαμε και τον κ. Zelenskyy εδώ. Ποια είναι η θέση μας για τις προτεραιότητες το επόμενο διάστημα και πώς επηρεάζει η όλη συζήτηση την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Όπως γνωρίζετε κ. Αρμένη, η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων συζητείται εδώ και είκοσι χρόνια, από την «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης», χωρίς κατ΄ ανάγκη να έχουμε πετύχει σημαντική πρόοδο.
Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αγωνίζεται υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και θα επιχειρηματολογεί υπέρ της ανάγκης όλες οι χώρες οι οποίες λαμβάνουν καθεστώς υποψήφιας χώρας να αντιμετωπίζονται με τους ίδιους κανόνες και να μην υπάρχουν γεωπολιτικές προτεραιότητες που να ανατρέπουν μία διαδικασία η οποία είναι αυστηρά καθορισμένη.
Κι όταν μιλάω για αυστηρά καθορισμένη διαδικασία, προφανώς και αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίον οι χώρες αυτές πρέπει να προσαρμοστούν στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στις αξιολογήσεις που θα γίνονται συνεχώς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να γνωρίζουμε εάν πράγματι προχωρούν σε αυτό το δρόμο.
Σε αυτή την κατεύθυνση, θέλω να τονίσω ότι για την Ελλάδα δεν νοούνται εκπτώσεις από τους βασικούς κανόνες του Κράτους Δικαίου. Αυτό αφορά όλες τις υποψήφιες χώρες, δεν φωτογραφίζω καμία χώρα συγκεκριμένα. Νομίζω ότι και οι ίδιες οι χώρες γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν την προσπάθεια η οποία απαιτείται, έτσι ώστε στο τέλος αυτής της διαδικασίας να μπορούν να διεκδικούν να γίνουν μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η συζήτηση αυτή, της σημαντικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μας υποχρεώνει να ξεκινήσουμε να επαναξιολογούμε τον τρόπο της ίδιας της λειτουργίας της Ένωσης, των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, αλλά και τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τον προϋπολογισμό, καθώς η είσοδος φτωχότερων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση προφανώς θα απαιτήσει περισσότερους πόρους, εάν δεν θέλουμε να θυσιάσουμε κρίσιμες δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως οι δράσεις συνοχής ή η Κοινή Αγροτική Πολιτική, εις βάρος χωρών που ακόμα χρειάζονται τέτοια κεφάλαια.
Μαρία Ψαρά (STAR): Κύριε Πρόεδρε, θέλω να σάς κάνω μια ερώτηση για τη μετανάστευση: τι όφελος μπορεί να έχει η Ελλάδα από μια τελική συμφωνία για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και πόσο εφικτό είναι να έχουμε συμφωνία. Κι επειδή μιλήσατε στην είσοδό σας, χθες, για περισσότερα χρήματα στο μεταναστευτικό, εννοείτε χρήματα για την Τουρκία, η οποία με την Ελλάδα δρομολογούν μία συμφωνία για το μεταναστευτικό;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η πρόοδος που επιτεύχθηκε στο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου είναι σίγουρα στη θετική κατεύθυνση.
Έχουμε μία Συμφωνία σε επίπεδο Συμβουλίου, θα μπούμε τώρα στη διαδικασία του τριλόγου, αλλά σίγουρα είναι ένα πρόσθετο εργαλείο το οποίο θα έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε περιπτώσεις εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, όπως αυτές που είδαμε στο παρελθόν, με μια χαλάρωση των σχετικών διαδικασιών για τις χώρες πρώτης υποδοχής.
Αλλά από μόνο του το Σύμφωνο αυτό δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της μετανάστευσης. Χρειάζεται μια πολύ πιο συνολική προσέγγιση και μια μεγαλύτερη ενεργοποίηση όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των θεσμών αλλά και των κρατών-μελών, για να υποστηρίξουμε τις χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.
Παραδείγματος χάρη, η συμφωνία η οποία έχει επιτευχθεί με την Τυνησία είναι μια προσπάθεια στη σωστή κατεύθυνση. Το ίδιο πρέπει να γίνει με τη Λιβύη, το ίδιο πρέπει να γίνει με την Αίγυπτο, η οποία και αυτή φιλοξενεί μεγάλο αριθμό μεταναστών και θα ήταν πραγματικά μια καταστροφή αν αυτοί κατευθύνονταν προς την Ευρώπη.
Και το ίδιο σε ένα βαθμό, ναι, γίνεται και με την Τουρκία αυτή τη στιγμή, μέσα από μια συζήτηση στα πλαίσια της βελτίωσης των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Άρα προφανώς αυτό το θέμα έχει μια σημαντική ευρωπαϊκή διάσταση.
Γι’ αυτό και, ακριβώς, η Ελλάδα θα επιχειρηματολογεί υπέρ της αύξησης του προϋπολογισμού στην αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε περισσότερους πόρους στη διάθεσή μας για να μπορούμε να στηρίζουμε εκείνες τις χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές, το τονίζω, συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών.
Γεωργία Σκιτζή (ΕΡΤ): Κύριε Πρόεδρε, προτείνατε την αύξηση των ευρωπαϊκών πόρων κατά, όπως είπατε, τουλάχιστον 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ για τις φυσικές καταστροφές προκειμένου να ενισχυθεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλληλεγγύης. Θέλω να σας ρωτήσω: υπήρξε σύγκλιση ως προς αυτό; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Και, δεδομένου μάλιστα ότι βρίσκεται σε εξέλιξη και η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων, πώς βλέπετε να προχωράει η διαπραγμάτευση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Ως προς το ζήτημα του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, όπως γνωρίζετε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταθέσει μια πρόταση η οποία καλύπτει τις ελληνικές ανησυχίες.
Ζητάμε πολλά περισσότερα χρήματα για την Ουκρανία- και καλά κάνουμε γιατί θα εξακολουθούμε να στηρίζουμε την Ουκρανία- αλλά επιχειρηματολόγησα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι είναι αδύνατο να διαθέτουμε σημαντικούς πρόσθετους πόρους για την Ουκρανία και ταυτόχρονα να διαθέτουμε λιγότερους πόρους, πολύ λιγότερους πόρους σε σχέση με αυτούς που δίνουμε για την Ουκρανία για τη στήριξη ευρωπαίων πολιτών που βρίσκονται αντιμέτωποι με φυσικές καταστροφές.
Το Ταμείο Αλληλεγγύης είναι πάρα πολύ μικρό, έχει ήδη εξαντληθεί. Η Ελλάδα κατάφερε και πέτυχε να διεκδικήσει μέγιστη ευελιξία στην αξιοποίηση πόρων που είχε στη διάθεσή της για να στηριχθεί απέναντι στις φυσικές καταστροφές οι οποίες έπληξαν πρωτίστως τη Θεσσαλία, αλλά είναι σαφές ότι αυτό δεν αρκεί, διότι είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε αντιμέτωποι και με άλλα τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η αύξηση του Ταμείου Αλληλεγγύης κατά 2,5 δισεκατομμύρια, σε μία συνολική αναθεώρηση που ξεπερνάει τα 65 δισ., είναι ένα ποσό το οποίο δεν θα έπρεπε να μάς προβληματίσει. Νομίζω ότι οι θέσεις αυτές γίνονται περισσότερο κατανοητές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αν και ακόμα απέχουμε από μία συνολική συμφωνία.
Για τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα επαναλάβω ότι η Ελλάδα στηρίζει επί της αρχής την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περισσότερη ευελιξία στην προσαρμογή, στη δημοσιονομική προσαρμογή, αναλαμβάνοντας πάντα και την ευθύνη των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν προκειμένου η χώρα μας και η οικονομία μας να γίνει πιο ανταγωνιστική.
Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι μπορεί να ξεπερνάει τους στόχους τους οποίους θέτει. Δεν είμαστε πια το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρώπης, μάλλον είμαστε η ευχάριστη έκπληξη και ως προς τις δημοσιονομικές μας επιδόσεις, όχι μόνο ως προς τις αναπτυξιακές μας επιδόσεις.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα πολύ αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο δεν θα αναγνωρίζει αφενός τα λάθη τα οποία έγιναν στο παρελθόν και τα οποία δεν πρέπει να επαναληφθούν, αλλά θα πρέπει να λαμβάνει και υπόψη του το γεγονός ότι χρειαζόμαστε σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις σε τομείς κρίσιμους για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, με σημαντικότερο τον τομέα της άμυνας.
Δεν θα κουραστώ να λέω ότι οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ένα διαφορετικό πρόσημο στον τρόπο με τον οποίο συμπεριλαμβάνονται στους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που ξοδεύει πολλά για την άμυνά της. Αλλά αυτές οι δαπάνες έχουν και μία ευρωπαϊκή διάσταση. Δεν θωρακιζόμαστε μόνο για να εξασφαλίσουμε, για να διαφυλάξουμε την εθνική μας κυριαρχία, προσθέτουμε με αυτό τον τρόπο και στις συνολικές δυνατότητες της Ευρώπης να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία.
Είναι βούλησή μας και νομίζω και βούληση της Ισπανικής Προεδρίας αυτή η συζήτηση να τελειώσει πριν από το τέλος του έτους.