Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. Πιθανότατα παρουσιάζει κάποια γεγονότα ή απόψεις μονομερώς ή με δυσανάλογη ισορροπία σε σχέση με την αντίστοιχη βαρύτητά τους. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: ορθογραφικά λάθη Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Νοεμβριανά | |
---|---|
Εθνικός Διχασμός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος | |
Το γαλλικό θωρηκτό Μιραμπώ βομβαρδίζει την Αθήνα, 1 Δεκεμβρίου 1916. | |
Χρονολογία | 18 Νοεμβρίου / 1 Δεκεμβρίου 1916 |
Τόπος | Αθήνα, Ελλάδα |
Αίτια | Άρνηση του Ελληνικού Στρατού να παραδώσει ποσότητες πολεμικού υλικού |
Στόχοι | Εξαναγκασμός της κυβέρνησης των Αθηνών σε παραίτηση υπέρ της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης, υπό την φιλοσυμμαχική ηγεσία της Τριανδρίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. |
Μέθοδοι | Βομβαρδισμός της πόλης των Αθηνών, απόβαση συμμαχικών στρατευμάτων και προέλαση προς την πρωτεύουσα |
Έκβαση | Απόσυρση των γαλλοβρετανικών δυνάμεων από την Αθήνα Αναγνώριση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Κύμα τρομοκρατίας στην Αθήνα κατά των εναπομείναντων βενιζελικών της πόλης |
Αντιμαχόμενοι | |
Βασίλειο της Ελλάδος Γαλλία Ηνωμένο Βασίλειο | |
Ηγετικά πρόσωπα | |
Κωνσταντίνος Α’ της ΕλλάδαςΙωάννης ΜεταξάςΛουί Νταρτίζ ντυ Φουρνέ | |
Απολογισμός | |
40 έως 85 νεκροί60 έως 194 νεκροί |
Τα Νοεμβριανά, τα οποία ξεκίνησαν στις 18 Νοεμβρίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο) ή 1 Δεκεμβρίου (Γρηγοριανό Ημερολόγιο) 1916, είναι οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των «Επίστρατων» του Βασιλιά Κωνσταντίνου και της αποβατικής δύναμης της Συμμαχικής Αντάντ στην Αθήνα, καθώς και το πρωτοφανές κύμα πολιτικής τρομοκρατίας που τις ακολούθησε, εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της κορύφωσης του Εθνικού Διχασμού.[1][2]
Οι δυνάμεις των Συμμάχων της Αντάντ εισέβαλαν στην Αθήνα με σκοπό να επιτάξουν οπλισμό ως αντάλλαγμα για την αμαχητί παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ και την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία (των Κεντρικών Δυνάμεων) από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη Μεταξά, τον Μάιο και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (1916), αντίστοιχα. Η επέμβαση των Συμμάχων, αν και τυπικά νικηφόρα, στερούνταν στρατηγικού βάθους, ενώ έπληξε το γόητρο της Αντάντ λόγω και της αναπάντεχης άμυνας του «Συνδέσμου των Επίστρατων», αντι-βενιζελικού και φιλομοναρχικού στρατιωτικού σχηματισμού της κυβέρνησης της Ελλάδας, υπό την ηγεσία του Ιωάννη Μεταξά. Παράλληλα, στην πρωτεύουσα, οι ίδιοι σχηματισμοί, σε συνεργασία με υποστηρικτές του βασιλιά, είχαν ξεκινήσει κύμα διώξεων των αντι-βενιζελικών, που κατέληξε μετά τη λήξη της επέμβασης σε ανοικτή τρομοκρατία, με δεκάδες θανάτους από λιντσάρισμα και εκτεταμένες καταστροφές της περιουσίας τους.[3]
Ο στόχος των Συμμάχων επιτεύχθηκε τελικά τον Μάιο-Ιούνιο του επόμενου χρόνου (1917), αφότου ο Ρωσικός βασιλικός οίκος των Ρομανόφ, μοναδικοί υποστηρικτές του Κωνσταντίνου στην Αντάντ, είχε καθαιρεθεί, και ύστερα από σκληρό και πολύμηνο ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, όταν με νέο τελεσίγραφο για βομβαρδισμό της Αθήνας και κατάληψη του Πειραιά από το ναυτικό τους, επέβαλαν την εκδίωξη του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια, εγκατέστησαν Γάλλο Αρμοστή για τη χώρα, επανέφεραν τον Βενιζέλο ως πρωθυπουργό ολόκληρης, πλέον, της επικράτειας (λήγοντας, φαινομενικά, τον Εθνικό Διχασμό υπέρ του τελευταίου), και επέβαλλαν καθολική επιστράτευση για τη στήριξη της Αντάντ, ενόψει της επικείμενης συμμετοχής της Ελλάδα στον πόλεμο.
Η ονομασία ελληνικοί ή Αθηναϊκοί εσπερινοί[N 1], η οποία δόθηκε, στη Δυτική Ευρώπη, στη σφαγή που ακολούθησε, παραπέμπει στους «σικελικούς εσπερινούς» του 1282, στη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Ανδεγαυού βασιλιά Καρόλου Α΄ σφαγιάστηκαν συστηματικά από τον ντόπιο σικελικό πληθυσμό. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι συγκρούσεις αποκαλούνταν «Νοεμβριανά», λόγω της διατήρησης του Ιουλιανού Ημερολογίου στη χώρα.
Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, η Ελλάδα σπαρασσόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλάτι του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κάτι που θα κορυφωνόταν το καλοκαίρι με τον Εθνικό Διχασμό. Ο Βασιλιάς τον προηγούμενο χρόνο (1915) είχε ήδη υποχρεώσει σε παραίτηση δύο βενιζελικές κυβερνήσεις, μία τον Φεβρουάριο και μία τον Σεπτέμβριο για θέματα που άπτονταν του επερχόμενου πολέμου. Ο Βασιλιάς τη δεύτερη φορά διέλυσε και τη βουλή πλειοψηφίας των βενιζελικών, και με προσωρινό πρωθυπουργό τον Ζαΐμη και μετέπειτα τον εκτός κοινοβουλίου Σκουλούδη, κήρυξε εκλογές για τις 15 Δεκεμβρίου, τις οποίες κέρδισε εύκολα το νέο αντι-βενιζελικό και (πρωτόγνωρο για την Ελλάδα) φιλομοναρχικό «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Δημητρίου Γούναρη, αφού ο Βενιζέλος είχε αρνηθεί να συμμετάσχει, και να νομιμοποιήσει έτσι την αντισυνταγματική διάλυση της Βουλής.[4] Παρόλη τη συντριπτική του νίκη, ο Γούναρης αρνήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία, κι ο Βασιλιάς άφησε ως πρωθυπουργό τον άνθρωπο του περιβάλλοντός του, Σκουλούδη.
Οι δύο παρατάξεις είχαν και αντίθετες θέσεις σχετικά με το αν έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει στον πόλεμο, και με ποια πλευρά συνέφερε την Ελλάδα να συμπαραταχθεί:
- Ο Βασιλιάς όντας φιλογερμανός και πιστεύοντας πως η τελική νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων θα εξασφάλιζε τις πρόσφατες κατακτήσεις της Ελλάδας στα Βαλκάνια, τασσόταν υπέρ της ουδετερότητας, κάτι που εμμέσως βοηθούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις, αφού απέκλειε την πρόσβαση των ναυτικών δυνάμεων της Αντάντ στον εγκλωβισμένο Σερβικό στρατό. Η ρητορική του περί “διαρκούς ουδετερότητας” έβρισκε ευήκοα ώτα στις λαϊκές μάζες, πρόσφατα ταλαιπωρημένες στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913).[1]
- Αντίθετα ο Βενιζέλος, είχε παραιτηθεί 2 φορές από την πρωθυπουργία εξαιτίας παρεμβάσεων του Παλατιού, αφού προσεταιριζότανε τους συμμάχους της Αντάντ, Γαλλία και Βρετανία, επιδιώκοντας έτσι την επέκταση της χώρας μέσω της συμμετοχής της στη νομή των νικητών μετά το πέρας του πολέμου.
Η πορεία των γεγονότων που οδήγησε στην 2η, και τελική παραίτηση Βενιζέλου είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν, όταν είχε εμπλακεί στην εισβολή των ηττημένων στρατευμάτων της Αντάντ από την Εκστρατεία της Καλλίπολης που στρατοπέδευσαν με πρόσκληση του Βενιζέλου στη νεοαποκτηθείσα Θεσσαλονίκη.[εκκρεμεί παραπομπή] Τότε η Αντάντ αποσκοπούσε στο να χτίσει τη Στρατιά της Ανατολής που, αν και καθυστερημένα, θα άνοιγε το Μακεδονικό Μέτωπο για να βοηθήσει την εγκλωβισμένη σύμμαχο της Ελλάδος από τους Βαλκανικούς, Σερβία, με την επερχόμενη (11 Οκτωβρίου) Βουλγαρική επίθεση εναντίον της να πλησιάζει, και ενώ ήδη η Σερβία έχανε στη μάχη με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία, Η στρατιωτική απόβαση της Αντάντ ήταν ενάντια στις επιθυμίες του Βασιλιά, και το γεγονός αυτό, μαζί με την άρνησή του να κηρύξει την ψηφισμένη στη βουλή επιστράτευση, όπως καθόριζε η συμφωνία συμμαχίας με του Σέρβους, ήταν οι αιτίες της 2ης παραίτησης του Βενιζέλου, στις 5 Οκτωβρίου / 22 Σεπτεμβρίου, μία μέρα μετά τη λήψη ψήφου εμπιστοσύνης για την επιστράτευση.[5] Θεωρώντας αντισυνταγματική τη διάλυση της βουλής μέσα σε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους από τις εκλογές, ο Βενιζέλος δεν συμμετείχε στις επόμενες εκλογές, 6 Δεκεμβρίου, και από τότε η Ελλάδα είχε φιλοβασιλικές Κυβερνήσεις.
Για να δημιουργήσει αντίστοιχο τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη και ο γερμανοσπουδαγμένος, τότε αναπληρωτής επιτελάρχης (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς αποφάσισε στις 26 Μαΐου 1916 την άνευ όρων παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ στις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Αυτό φυσικά άφησε την Ανατολική Μακεδονία ανυπεράσπιστη.[6] Στη συνέχεια ακολούθησε η κατάληψη της Καβάλας και της Δράμας από τις Κεντρικές Δυνάμεις χωρίς καν να έχει κηρυχτεί πόλεμος, καθώς και η αιχμαλωσία του Δ’ Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες να καταλήγουν στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς[7]. Η αμαχητί παράδοση του Ρούπελ οδήγησε αναπόφευκτα στην, πολύνεκρη για την Ελλάδα, Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.[8][9]
Από εκείνη τη στιγμή η Αντάντ, και κυρίως η Γαλλία, υποπτευόμενη ότι ο Βασιλιάς είχε συνάψει μυστική συμμαχία με τον Κάιζερ, κάτι που θα απειλούσε τη Γαλλική Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, απαίτησε τον αφοπλισμό του στρατού που ήταν υπό τις διαταγές του. Ο Βασιλιάς ικανοποίησε το αίτημά της Αντάντ αλλά, συγχρόνως, έδωσε εντολή οι έφεδροι που απολύονταν να οργανώνονται στο νεοσχηματισμένο Σύνδεσμο Επίστρατων.
Ως αντίδραση στα δραματικά γεγονότα, και με τη στήριξη της Αντάντ, ο Βενιζέλος θα καταφύγει από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη και τον Αύγουστο του 1916 η «Τριανδρία», ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, Ελευθέριος Βενιζέλος και στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, θα κάνουν το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, που θα κατέληγε ένα μήνα αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου, στην Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Στις 10 Νοεμβρίου η νέα κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων και εδραίωσε τις δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο. Στις 25 Νοεμβρίου 1916, με ειδικό διάγγελμα κήρυξε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο έκπτωτο.
Η σύγκρουση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Συνοψίζοντας, η παράδοση της Μακεδονίας στον βουλγαρικό στρατό, και η διακήρυξη της “παράλληλης” Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης από τον Βενιζέλο, επέτεινε τον Εθνικό Διχασμό και διαίρεσε την Ελλάδα στη μέση:
- η επίσημη κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος στην Αθήνα είχε τον έλεγχο μόνο της νότιας Ελλάδας, με στρατό και ναυτικό να είναι αφοπλισμένος ή να τελεί υπό την επιτήρηση της Αντάντ, ενώ
- η προσωρινή κυβέρνηση του Κράτους της Θεσσαλονίκης έλεγχε όση από τη τη Βόρεια Ελλάδα δεν είχε καταλάβει η Βουλγαρία, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ ήτανε de facto ένα προτεκτοράτο της Αντάντ.[2]
Εντωμεταξύ, στη διάρκεια του συνόλου του καλοκαιριού του 1916, διπλωματικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν μεταξύ της Κυβέρνησης της Αθηνών και της Αντάντ, η οποία, κατόπιν εισηγήσεως του Βενιζέλου[εκκρεμεί παραπομπή], απαίτησε στις 3 Νοεμβρίου από το Βασίλειο της Ελλάδος να της παραδώσει αριθμό αντίστοιχο των όπλων που λεηλατήθηκαν από τους Βούλγαρους στο Φρούριο Ρούπελ, καθώς και τον αφοπλισμού του Ελληνικού στόλου, ή εν τέλει, 10 ορειβατικές πυροβολαρχίες.[3] Στα τέλη Οκτωβρίου, μια μυστική συμφωνία υπεγράφη μεταξύ της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Α΄ και των συμμαχικών διπλωματών, ωστόσο οι πιέσεις του βασιλικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με ατυχείς χειρισμούς των βενιζελικών οδήγησαν τον Βασιλιά στην ακύρωση της συμφωνίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Εντέλει, η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για το Γαλλο-βρετανική δύναμη να επιτεθεί κατά του Κράτους των Αθηνών.[10]
Ο αντιναύαρχος Λουί Νταρτίζ ντε Φουρνέ αποβιβάστηκε στην Αθήνα επικεφαλής 3000 ανδρών του εκστρατευτικού σώματος της Αντάντ, την 18 / 1 Δεκεμβρίου του 1916. Η απόβαση έγινε με λέμβους και ατμακάτους μονάδων Γάλλων, Ιταλών και Βρετανών οι οποίες ανέβαιναν στην Αθήνα μέσω της Λεωφόρου Συγγρού, Πειραιώς και οδού του Ελαιώνος (Πέτρου Ράλλη).[11]. Στην εισβολή τους αντιτάχθηκαν κυρίως οι νεοεμφανιζόμενοι φιλοβασιλικοί Σύνδεσμοι Επίστρατων,[12] δηλαδή απολυθέντες φιλοβασιλικοί αξιωματικοί από το Κράτος της Θεσσαλονίκης, αρχικά, οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, και εξελίχθηκε σε αιματηρή σύγκρουση. Η πρώτη μάχη δόθηκε το πρωί στο Στρατόπεδο Ρουφ, στη συνέχεια στη γέφυρα Πουλόπουλου στα Πετράλωνα και γενικεύτηκε σε περιοχές της Ακρόπολης και του Ζαππείου. Μετά από 2 μέρες οδομαχιών και βομβαρδισμών από τον Γαλλικό στόλο στο Παγκράτι, σε αποθήκες όπλων στα Λιόσια, στο Φιλοπάππου και στα Ανάκτορα, επιτεύχθηκε ανακωχή μεταξύ της βασιλικής κυβέρνησης και των Συμμάχων. Στις 20 Νοεμβρίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συμφώνησε να παραδώσει μέρος του οπλισμού στους Συμμάχους κι αυτοί με τη σειρά τους απελευθέρωσαν τα πλοία του Ελληνικού στόλου.
Η σύγκρουση άφησε πίσω της 40 έως 85 Έλληνες και 60 έως 194 Σύμμαχους νεκρούς, σύμφωνα με αντιφατικές καταγραφές.
Στο ενδιάμεσο, ήδη από την επίδοση του τελεσιγράφου, είχε ξεκινήσει ανεξέλεγκτη καταστολή των Βενιζελικών υποστηρικτών της Αθήνας από φιλοβασιλικούς, επίστρατους και λαϊκής βάσης αντι-βενιζελικούς εργάτες. Η καταστολή κατέληξε σε γενικευμένο κύμα τρομοκρατίας τις τρεις ημέρες μετά τη σύγκρουση. Καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν πάνω από 500 σπίτια και επιχειρήσεις όσων Βενιζελικών είχαν παραμείνει στην πρωτεύουσα, με 35 να λιντσάρονται μέχρι θανάτου και σχεδόν 1000 να συλλαμβάνονται παράνομα και να κακοποιούνται (ανάμεσά τους επιφανείς πολίτες και επώνυμοι Βενιζελικοί όπως ο Εμμανουήλ Μπενάκης), ενώ έκλεισαν 31 εφημερίδες που ήταν φιλικές προς τον Βενιζέλο. Οι αντι-βενιζελικοί διακήρυτταν φανατισμένα ότι «ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον»[13], ενώ η ανοχή της κυβέρνησης της Αθήνας στην οχλοκρατία φαίνεται μέσω της δήλωσης του πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου «τακτοποιούμε τα του οίκου μας».[1]
Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄ θα αφορίσει τον Βενιζέλο σε μια λαϊκή τελετή στο Πεδίο του Άρεως, όπου πλήθος κόσμου θα πετάει συμβολικά πέτρες καταριώντας τον, φωνάζοντας «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω. Ανάθεμα και αιωνία κατάρα στον προδότη Βενιζέλο».[14][15]
Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επί του ναυτικού αποκλεισμού της Αντάντ σε νότια Ελλάδα πρωτακούστηκε το σύνθημα «ψωμί- ελιά και Κώτσο βασιλιά», που σήμαινε πλήρη πίστη στον Κωνσταντίνος Α’ ακόμα και μέσα σε συνθήκες απόλυτης πείνας.
Θα ξανακουστεί, μετά τη νικηφόρα λήξη του Πολέμου, στις επόμενες εκλογές του 1920 όπου και θα τις χάσει ο Βενιζέλος.
Στο μακεδονικό μέτωπο, όπως στο Παρίσι και το Λονδίνο, οι επιπτώσεις των «Αθηναϊκών εσπερινών» δεν άργησαν να έρθουν. Ο Λουί Νταρτίζ ντυ Φουρνέ αποπέμφθηκε των καθηκόντων του. Στο Λονδίνο, ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουϊθ και ένα τμήμα του πολιτικού του συμβουλίου παραιτήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ στο Παρίσι μια σημαντική υπουργική αναδιάρθρωση έλαβε χώρα στις 12 Δεκεμβρίου. Για τους συμμάχους, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος έγινε πλέον «ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ευρώπη μετά τον Κάιζερ». Η Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου αναγνωρίστηκε εν μέρει από τους Συμμάχους στις 19 Νοεμβριου (Ιουλιανό ημερολόγιο), ενώ ένας αυστηρός ναυτικός αποκλεισμός επιβλήθηκε στο Βασίλειο της Ελλάδας, οδηγώντας σε λιμοκτονία πολλές πόλεις της Νοτίου Ελλάδος, εντείνοντας τα αισθήματα του αντι-βενιζελισμου στην επικράτεια.[16]
Με τον Νικόλαο Β’ της Ρωσίας και τον οίκο των Ρομανόφ να έχουν εκθρονιστεί από την Φεβρουαριανή Επανάσταση, οι μόνοι σύμμαχοι της Αντάντ που ήταν αντίθετοι στην εκδίωξη του Κωνσταντίνου μέχρι τότε, η εξωτερική πίεση του Συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού κλιμακώνεται στις 27 Μαΐου 1917, όταν οι Γάλλοι με τον ναύαρχο Ζοννάρ επικαλούνται το καθεστώς των «Προστάτιδων Δυνάμεων» και προχωρούν σε μια τρίτη απόβαση στον Πειραιά.[11]. Με τελεσίγραφο εξαναγκάζουν τον Βασιλιά να παραχωρήσει τον θρόνο στον δευτερότοκο υιό του Αλέξανδρο και να διοριστεί Αρμοστής της Ελλάδος ο ναύαρχος. Τον Ιούνιο, ο Βασιλιάς θα αυτοεξοριστεί με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Ελβετία, φεύγοντας κρυφά από τον Ωρωπό λίγες μέρες προτού κατέβει ο Βενιζέλος δια του γαλλικού θωρηκτού «Προβάνς» στην Αθήνα, για να αναλάβει πρωθυπουργός του, ενωμένου φαινομενικά, αλλά και υπό Επιτροπεία, Ελληνικού Κράτους, στις 12–13 Ιουνίου.
Οι υποστηρικτές του Βενιζέλου ανταπάντησαν στην επιστροφή του στην κυβέρνηση με το γνωστό τραγούδι «της Αμύνης τα παιδιά έδιωξαν τον βασιλιά, της Αμύνης το καπέλο έφερε τον Βενιζέλο».
“Της αμύνης τα παιδιά(Ο Μακεδών)”, Ελληνική Εστουδιαντίνα στο YouTube
Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, στις 15 Ιουνίου 1917. Ο Βενιζέλος στις 29 Ιουνίου πέτυχε, με μοναδικό στην ιστορία της Ελλάδος Βασιλικό διάταγμα του νέου Βασιλιά, την επανασύσταση της Βουλής του 1915 που την είχε διαλύσει ο πατήρ Βασιλιάς 2 χρόνια νωρίτερα (Οκτώβριος 1915), και που ο τύπος της εποχής αποκάλεσε ως «Βουλή των Λαζάρων». Ένα μήνα αργότερα, στις 20 Ιουλίου, ο Βενιζέλος κήρυξε τον νομό Αττικοβοιωτίας σε «κατάσταση πολιορκίας», και με νόμο ήρε την ισοβιότητα των δικαστών και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κηρύχθηκαν έκπτωτοι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Α’ και οι μητροπολίτες που είχαν πρωτοστατήσει στο ανάθεμα. Απολύθηκαν 570 δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύθηκε το 40% του συνόλου των μόνιμων αξιωματικών του στρατού.[15] Ακολούθησαν εξορίες των πολιτικών του αντιπάλων από τους Γάλλους στην Κορσική, σε εσωτερική εξορία ή σε κατ’ οίκον περιορισμό, καθώς και η «Δίκη του ΓΕΣ» των στρατιωτικών του Παλατιού για την αμαχητί παράδοση της Μακεδονίας, του Ρούπελ και του Δ’ Σώματος Στρατού το 1916, όπου θα καταδικαστεί σε θάνατο για προδοσία ο Ιωάννης Μεταξάς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Απαντώνται επίσης οι ονομασίες « αθηναϊκοί εσπερινοί », « ενέδρα της Αθήνας », « Ελληνικοί Εσπερινοί» στη γαλλική ιστοριογραφία και « Δεκεμβριανά » στην ελληνική ιστοριογραφία.
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 Κωστόπουλος, Τάσος (20 Νοεμβρίου 2016). «Η πρώτη «μάχη της Αθήνας». Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ Άλμα πάνω, στο:2,0 2,1 Κωστόπουλος, Τάσος (11 Οκτωβρίου 2015). «Η άλλη Κατοχή». Η Εφημερίδα των Συντακτών. efsyn. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ Άλμα πάνω, στο:3,0 3,1 «Πώς ξεκίνησε ο εθνικός διχασμός που χώρισε την Ελλάδα σε βασιλικούς και αντιβασιλικούς. Ο βομβαρδισμός των ανακτόρων από την Αντάντ και το κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη…». Μηχανή του Χρόνου. 6 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2020.
Στις 11 Νοέμβρη ο Φουρνιέ έστειλε νέο τηλεγράφημα: “Μέχρι 18-11-1916 ζητώ 10 ορειβατικάς πυροβολαρχίας. Μη λαμβάνων ικανοποίησιν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω από της 18ης τα μέτρα άτινα θα συνεπήγετο η κατάστασις.”
- ↑ «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ’, σελ. 29
- ↑ Βεντήρης, Γεώργιος (1970) [1931]. Η Ελλάς του 1910 – 1920. Ιστορική μελέτη. Αθηνα: Ικαρος. σελ. 7-9. ISBN 9780007233113. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2020.
‘Το απόγευμα περιμένω τον Βενιζέλον. Θα μου φέρει το διάταγμα της επιστρατεύσεως. Δεν θα το υπογράψω.’, συνομιλία Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Γερμανό πρέσβη.
- ↑ «Η παράδοση του Ρούπελ και της Αν. Μακεδονίας: Όταν ο Μεταξάς είπε «ΝΑΙ» στους Γερμανοβουλγάρους». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2020.
- ↑ Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941. Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 19-20.
- ↑ Δ. Πασχαλίδη, Τά δεινοπαθήματα τῆς Χωριστῆς κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, Χωριστή 2006.
- ↑ «Η ντροπή του εθνικού διχασμού». Μηχανή του Χρόνου. 29 Απριλίου 1941. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2020.
- ↑ Μπαχάρας, Δημήτρης (20 Νοεμβρίου 2016). «Από την ξένη επέμβαση στον μικρό Εμφύλιο». Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
Ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης εξέδωσε εκ μέρους του Α΄ Σώματος Στρατού στις 11 Νοέμβρη την εξής διαταγή: “Εις την απαίτησιν του Γάλλου ναυάρχου κ. Φουρνέ περί παραδόσεως εις τον συμμαχικόν στρατόν της ανατολής ελληνικών όπλων, πυροβόλων κ.τ.λ. η Κυβέρνησις απεφάσισε ν’ αντιτάξη απόλυτον άρνησιν”.
- ↑ Άλμα πάνω, στο:11,0 11,1 Μίλεσης, Στέφανος (6 Μαρτίου 2013). «Γαλλική Κατοχή Πειραιά 1916-17 (Επιχείρηση Ελληνικός Εσπερινός)». pireorama. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ ο.π. Βεντήρης (1931), σελ. 227
- ↑ Σήμερα .gr, Σαν. «Το κατά Βενιζέλου «Ανάθεμα»». Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2023.
- ↑ «tovima.gr – Τα εθνο-τροφεία». TO BHMA. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2016.
- ↑ Άλμα πάνω, στο:15,0 15,1 «Όταν η Εκκλησία της Ελλάδας «έριξε» ανάθεμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο». newsbeast.gr. 15 Δεκεμβρίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
Ο φονεύων βενιζελικόν, δεν φονεύει άνθρωπον
- ↑ «Το Πάσχα του 1917 βρίσκει την Ελλάδα χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα». Ελεύθερος Τύπος. 17 Απριλίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020.
Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- (Αγγλικά) George F. Abbott, Greece and the Allies 1914-1922, Londres, Methuen & Co. Ltd, 1922
- (Αγγλικά) D. F. Burg, Almanac of World War I, University Press of Kentucky, 1998 (ISBN 0813120721)
- (Αγγλικά) David Dutton, The Politics of Diplomacy : Britain and France in the Balkans in the First World War, I. B. Tauris, 1998 (ISBN 9781860640797)
- (Αγγλικά) David Dutton, « The Deposition of King Constantine of Greece, June 1917: An Episode in Anglo-French Diplomacy » dans Canadian Journal of History, vol. 12, n° 4, 1977.
- (Αγγλικά) Zisis Fotakis, Greek naval strategy and policy, 1910-1919, Routledge, 2005 (ISBN 9780415350143)
- (Αγγλικά) M. Hickey, First World War, vol. 4 : The Mediterranean Front 1914-1923, Taylor & Francis, 2007 (ISBN 184176373X)
- (Αγγλικά) George B. Leon, Greece and the Great Powers 1914-17, Thessalonique, Institute of Balkan Studies, 1974 (ISBN 0722800010)
- (Γαλλικά) Pierre Miquel, Les poilus d’Orient, éditions Fayard, 1998 (ISBN 2213600279)
- (Ελληνικά) Γιάννης Γ. Μουρέλος, Τα “Νοεμβριανά” του 1916, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007 (ISBN 9789601625713)