Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συζήτηση με τον Γιώργο Καπουτζίδη στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου του «The Upfront Initiative». Ακολουθούν τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού:
Για την ισότητα, τη συμπερίληψη και την ορατότητα στην κοινωνία:
«Για εμάς η συμπερίληψη, καταρχάς στον δικό μας χώρο, σημαίνει περισσότερες γυναίκες. Να ξεκινήσουμε με τα απολύτως αυτονόητα: δεν έχουμε αρκετές γυναίκες στην πολιτική. Παρότι έχουμε υποχρεωτική ποσόστωση στα ψηφοδέλτια, τελικά καταλήγουμε, όταν βλέπουμε τη σύνθεση της Βουλής, να μην βλέπουμε τόσες γυναίκες όσες θα περιμέναμε. Και προσπαθώ συνέχεια, και στο Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και στο δικό μου επιτελείο, να έχω περισσότερες γυναίκες».
«Η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Η ανεργία μειώνεται, έχουμε ήδη ζητήματα ελλείψεων προσωπικού. Έχουμε όμως χαμηλή συμμετοχή γυναικών στην απασχόληση, έχουμε χαμηλή συμμετοχή ατόμων με αναπηρία στην απασχόληση, χαμηλή ενσωμάτωση μεταναστών στην απασχόληση. Και αυτό είναι κάτι το οποίο μας δημιουργεί, σήμερα που μιλάμε, προβλήματα.
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη της χώρας αν δεν ενισχύσουμε το εργατικό μας δυναμικό. Έχουμε που έχουμε πρόβλημα υπογεννητικότητας στη χώρα, αν κρατάμε και μεγάλες ομάδες που θα έπρεπε ή μπορούν να απασχολούνται έξω από τον ενεργό πληθυσμό, τότε θα έχουμε και άμεσο οικονομικό πρόβλημα ως χώρα».
«Η ισότητα στον πολιτικό γάμο δεν μας οδηγεί αυτόματα σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο έχοντας εξαλείψει ουσιαστικά όλες τις διακρίσεις και όλες τις προκαταλήψεις. Είναι όμως ένα πολύ σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση».
«Η πολιτεία πρέπει να νομοθετεί για όλους. Και κατ’ εξοχήν τα ζητήματα των δικαιωμάτων, εξ ορισμού είναι ζητήματα τα οποία αφορούν κατά κανόνα τους λίγους. Και όταν οι φιλελεύθεροι στοχαστές του 18ου ή του 19ου αιώνα άρχισαν να επεξεργάζονται τις έννοιες της ευνομούμενης δημοκρατίας με πιο αναλυτικό τρόπο, πάντα επεσήμαναν έναν κίνδυνο: ο κίνδυνος είναι η τυραννία της πλειοψηφίας. Δεν μπορεί μια ευνομούμενη δημοκρατία να ανεχθεί την τυραννία της πλειοψηφίας, γι’ αυτό και τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα δεν μπορούν ποτέ να μπαίνουν σε δημοψηφισματικές λογικές. Και γι’ αυτό και πρέπει να νομοθετούμε, για να προστατεύσουμε και τον έναν ή την μια, εάν αυτό χρειάζεται να γίνει. Και νομίζω ότι έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να το κάνουμε».
Για τα ζητήματα των ατόμων με αναπηρία και τα θέματα ψυχικής υγείας:
«Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία έχουμε κάνει πολλά πράγματα. Και μπορέσαμε να κάνουμε πολλά πράγματα από την πρώτη τετραετία, ακριβώς επειδή αντιληφθήκαμε ότι οι πολιτικές για τα άτομα με αναπηρία είναι οριζόντιες πολιτικές και αν δεν υπάρχει ένας κεντρικός συντονισμός από το Μέγαρο Μαξίμου, δεν μπορούμε να τις υλοποιήσουμε. Έχουμε φέρει, λοιπόν, πολλά Υπουργεία μαζί.
Επικαιροποιούμε την στρατηγική μας για τα άτομα με αναπηρία, θα την παρουσιάσουμε στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο, “Στρατηγική 2024 – 2030”, και προφανώς ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της στρατηγικής είναι η δυνατότητα πιο ενεργούς συμμετοχής στην αγορά εργασίας».
«Η μητέρα μου ήταν άτομο με αναπηρία. Δεν κρύφτηκε ποτέ. Μιλούσε ανοιχτά για τα προβλήματα της υγείας της, από τον καρκίνο που πέρασε μέχρι την αναπηρία της, μέχρι και θέματα ψυχικής υγείας, τα οποία χαίρομαι γιατί μπορούμε πια να τα συζητάμε πιο ανοιχτά και να διαπιστώνουμε ότι δεν είναι θέματα-ταμπού.
Διότι ένα μεγάλο ταμπού και μία μεγάλη διάκριση αφορά τα ζητήματα της ψυχικής υγείας. Εγώ πραγματικά βγάζω το καπέλο μου όταν ο αρχηγός της Εθνικής Ποδοσφαίρου, ο Τάσος Μπακασέτας βγαίνει και λέει ανοιχτά: “εγώ πάλεψα με κατάθλιψη και το γεγονός ότι μπορεί να ήμουν σταρ και ποδοσφαιριστής, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε μία σκοτεινή πλευρά πίσω από αυτό, την πάλεψα, μιλώ ανοιχτά” και βοηθά και άλλους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Χρειαζόμαστε περισσότερα τέτοια παραδείγματα, διότι υπάρχει η διάκριση και το στίγμα και στο θέμα της ψυχικής υγείας».
Για τις επιθέσεις στην πλατεία Αριστοτέλους:
«Είναι σαφές ότι σήμερα στην κοινωνία υπάρχει μια μεγάλη ένταση. Υπάρχει πολλή οργή, υπάρχει θυμός, υπάρχει βία -ειδικά σε νεότερες ηλικίες- η οποία πολλές φορές, δυστυχώς, εκδηλώνεται απέναντι σε αυτούς τους οποίους θεωρούμε διαφορετικούς.
Μακάρι να είχα μια εύκολη απάντηση στο πρόβλημα αυτό και σίγουρα η λύση δεν είναι μόνο η καταστολή, η τιμωρία των υπευθύνων με τον πιο αυστηρό αντιρατσιστικό νόμο. Όλα αυτά θα γίνουν. Αλλά πρέπει, νομίζω, να σκαλίσουμε λίγο πιο βαθιά και να καταλάβουμε τι είναι αυτό το οποίο προκαλεί αυτού του είδους τις αντιδράσεις».
«Όλοι μας αισθανθήκαμε ένα σοκ, μια οργή για τις εικόνες που είδαμε στη Θεσσαλονίκη, που μας υποχρεώνουν να μην βάλουμε το κεφάλι μας στην άμμο, να μην πούμε “εντάξει ωραία, κάναμε κάποια σημαντικά πράγματα, πάμε να προχωρήσουμε παραπέρα”. Αλλά να αντιληφθούμε ότι το πρόβλημα αυτό έχει βαθιές ρίζες και θα χρειαστεί πολλή δουλειά όχι για να το ξεριζώσουμε, αλλά σε πρώτη φάση για να το κατανοήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε».