ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΥΞΙΑ ΚΟΒΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ
από Σημείο Μηδέν
Δεν χρησιμοποιούμε την «αδικία» ως επιχείρημα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πρώιμο συναισθηματικό ουτοπικό σοσιαλισμό. Εμείς δεν βασιζόμαστε στη δικαιοσύνη των κυρίαρχων τάξεων, αλλά μόνο στην επαναστατική δύναμη των εργαζόμενων μαζών.
Ρόζα Λούξεμπουργκ (1912)
Δύο χρόνια έχουν περάσει από την κρατική – καπιταλιστική δολοφονία στα Τέμπη, όπου 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ τραυματίστηκαν τουλάχιστον άλλοι 87. Παρά το κύμα χιλιάδων διαδηλωτών εκείνης της χρονιάς, δεν προέκυψε κάποιο οργανωμένο εργατικό κίνημα που με συνέπεια θα αγωνίζονταν για την ανατίμηση της τάξης μας, με τη μάζα των διαδηλωτών να μετατρέπεται σε μάζα ψηφοφόρων, σοσιαλδημοκρατικών και κεντρώων ή ακόμα και συντηρητικών – πατριωτικών κομμάτων, αποκαθιστώντας έτσι εκ νέου την «κανονικότητα». Τους τελευταίους μήνες το ζήτημα έχει επανέλθει και πάλι δυναμικά στο προσκήνιο της επικαιρότητας, έπειτα από τα νέα στοιχεία που εν δυνάμει συνδέουν την κυβέρνηση με την ύπαρξη και τη συγκάλυψη παράνομων εύφλεκτων υλικών στην εμπορική αμαξοστοιχία, που ενδεχομένως να αύξησε τον αριθμό των δολοφονημένων, αναζωπυρώνοντας έτσι την κοινωνική οργή και προκαλώντας μαζικά κύματα διαδηλώσεων, με αφετηρία την 26η Γενάρη.
Κατά την τελευταία μαζική συγκέντρωση τα αιτήματα των διαδηλωτών ποίκιλαν, όντας ακόμα και αντιθετικά μεταξύ τους, γεγονός που όμως είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς την ετερόκλητη και διαταξική σύνθεση του παλλαϊκού υποκειμένου. Τα βασικά συνθήματα που κυριάρχησαν ήταν το «όχι στη συγκάλυψη» και η έγκλιση για «δικαιοσύνη», συνοδευόμενα από άλλα αντικυβερνητικής φύσεως. Υπήρξαν φωνές που κατηγορούσαν την ιδιωτικοποίηση του Ο.Σ.Ε. για την δολοφονία, απαιτώντας την «εθνικοποίηση» των σιδηροδρόμων, φωνές που εναντιώνονταν στη διαφθορά του ελληνικού κράτους και στη σύνδεσή του με την παραοικονομία και τις μαφίες, απαιτώντας «αξιοκρατία» και «διαφάνεια», υπήρξαν όμως μειοψηφικά και πιο προωθημένες αντικρατικές και αντικαπιταλιστικές λογικές καθώς και συγκρούσεις με τους μπάτσους, με τη στάση του κυβέρνησης να δηλώνει ξεκάθαρα πως βρίσκεται σε κατάσταση επικοινωνιακής «άμυνας».
Λίγα λόγια για τον ελληνικό σιδηρόδρομο, τις ιδιωτικοποιήσεις και το κράτος…
Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελώντας το βασικό πυλώνα για τη μεταφορά προϊόντων και ανθρώπων στο εσωτερικό της χώρας. Ο Ο.Σ.Ε. δημιουργήθηκε το 1971 ως μια προσπάθεια διαχειριστικής ενοποίησης των διάσπαρτων σιδηροδρομικών δικτύων. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και 1990, το σιδηροδρομικό δίκτυο αναπτύχθηκε περαιτέρω μέσω της κατασκευής νέων σιδηροδρομικών γραμμών, ενώ το 1990 δημιουργήθηκε η ΤΡΑΙΝΟ.Σ.Ε., θυγατρική του Ο.Σ.Ε., η οποία ανέλαβε το κομμάτι της μεταφοράς των επιβατών. Δυστυχώς, η συνολική εικόνα που παρουσίαζε ο Ο.Σ.Ε. από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετέπειτα, χαρακτηριζόταν από την έλλειψη του εκσυγχρονισμού του δικτύου και τη συσσώρευση χρεών, ενώ από το 2005 και ύστερα στην υποβάθμιση των σιδηροδρόμων συνείσφερε και η διαρκής μείωση του εργαζόμενου προσωπικού. Ο τρόπος με τον οποίον η κρατική εταιρεία λειτουργούσε έως και την πώλησή της, ήταν μέσω της συνεχούς άντλησης κρατικών χρημάτων, αποκτώντας έτσι μέχρι το 2010 χρέος ύψους 10,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, προδιαγράφοντας τη μελλοντική της κατάρρευση και ιδιωτικοποίηση.
Καθοριστικής σημασίας γεγονός για την πώληση του σιδηροδρόμου, ήταν το «σπάσιμο» του Ο.Σ.Ε. σε επιμέρους εταιρίες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2009. Στη συνέχεια, η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – Νέας Δημοκρατίας το 2013, σε ευθυγράμμιση με τις μνημονιακές πολιτικές, διεκπεραίωσε το νομοθετικό πλαίσιο της ιδιωτικής εκμετάλλευσης του, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ το 2017 εκπλήρωσε όλα τα παραπάνω πουλώντας έναντι 45 εκ. ευρώ το επικερδές κομμάτι του Ο.Σ.Ε. στην ιταλική Ferrovie dello Stato Italiane Group (γονική εταιρία της Hellenic Train). Όταν λέμε το επικερδές κομμάτι, εννοούμε αυτό που σχετίζεται με την μεταφορά των πελατών και τα κέρδη από τα εισιτήρια που πληρώνουν, ενώ το ζημιογόνο κομμάτι της συντήρησης των γραμμών και συνολικότερα των υποδομών, αυτό δηλαδή που σχετίζεται πιο άμεσα με την έλλειψη εκσυγχρονισμού και κατ’ επέκταση με την ανυπαρξία ενός συστήματος τηλεματικής στις ράγες, παρέμεινε υπό κρατική διαχείριση. Η παραπάνω συνθήκη δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα των αποφάσεων των εκάστοτε κρατικών διαχειριστών, αλλά φάνηκε να ακολουθεί κατά κύριο λόγο τη δυναμική της τρέχουσας διεθνούς οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας. Η εναλλαγή των κυβερνήσεων από το 2009 και μετά, δε φάνηκε να επηρεάζει την πορεία της υποβάθμισης και της μερικής ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Δεν έχουμε αυταπάτες πως οι μετακινήσεις, η υγεία και η εκπαίδευση αποτελούν αγαθά με κοινωνικό πρόσημο. Μέσα στο σύγχρονο καπιταλιστικό περιβάλλον, κάθε τέτοιου είδους «αγαθό» έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα προς εκμετάλλευση από κρατικές ή ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες εξ’ ορισμού λειτουργούν με βάση την παραγωγή κέρδους. Αυτό συνεπάγεται οικονομικού τύπου μελέτες και αναλύσεις, σχετικά με το πού συμφέρει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα να επενδύσει η εκάστοτε εταιρεία. Συχνά οι αναλύσεις αυτές περιλαμβάνουν και μία λογική «risk analysis», όπου ουσιαστικά υπολογίζεται η πιθανότητα της πραγματοποίησης ενός γεγονότος, είτε θετικού είτε όχι, και της επίπτωσής του στα κέρδη της εταιρίας. Αυτές οι οικονομίστικες αναλύσεις, συχνά βάζουν στην εξίσωση και τον παράγοντα της απώλειας της ανθρώπινης ζωής με ξεκάθαρα στατιστικό χαρακτήρα. Όμως, το τι ακριβώς λογίζεται σαν «απώλεια» για τα αφεντικά είναι μια τελείως μεταβαλλόμενη συνθήκη, καθώς αφορά πρωτίστως το επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Κανείς δεν επιθυμεί πραγματικά να πεθάνει κάποιος εργαζόμενος, πόσο μάλλον κάποιος πελάτης όπου σε αυτήν την περίπτωση οι οικονομικές συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Μακροπρόθεσμα όμως, σε πολλές περιπτώσεις δε συμφέρει η επένδυση σε όλες τις επιμέρους δικλείδες ασφαλείας, κρίνοντας πως η πιθανότητα του να συμβεί «το κακό» είναι μικρή. Έτσι, η τεχνολογία επενδύεται κυρίως με τρόπο που αυξάνει την παραγωγικότητα και την επιτήρηση της εργασίας και της ζωής, ενώ σε δεύτερη μοίρα περνάει πάντα το ζημιογόνο κομμάτι της ασφάλειας και της συντήρησης των υπαρχόντων δομών.
Οι συνθήκες τεχνολογικής υποβάθμισης και υποστελέχωσης που οδήγησαν στη δολοφονία των Τεμπών εντοπίζονται και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα δημόσια νοσοκομεία όπως και φάνηκε κατά την περίοδο της πανδημίας. Το πόσοι άνθρωποι της τάξης μας πεθαίνουν καθημερινά εξαιτίας των τραγικών ελλείψεων σε εγκαταστάσεις, μηχανήματα και εργατικό δυναμικό είναι κάτι που δυστυχώς δε θα μάθουμε ποτέ, καθώς οι θάνατοι αυτοί είναι «υπολογισμένοι» στις εξισώσεις κόστους – κέρδους των διοικητικών επιτελείων, λογίζονται ως «παράπλευρες απώλειες», κανονικοποιούνται και περνάνε στα αζήτητα. Η υποεπένδυση στην ασφάλεια αποτελεί μια γενικευμένη συνθήκη, γεγονός που μαρτυρείται από τον τεράστιο αριθμό δολοφονημένων εργατριών και εργατών εν ώρα εργασίας τα τελευταία χρόνια. Για τα αφεντικά και το κράτος δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από νούμερα στις αναλύσεις των επιστημονικών επιτελείων τους. Οι ζωές μας είναι τόσο ασήμαντες και αναλώσιμες, όσο ορίζει το κέρδος τους.
Το κράτος από την πλευρά, του φέροντας και το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, έχει ομοιότητες αλλά και διαφορές με τους ιδιώτες σχετικά με τον τρόπο που εκμεταλλεύεται τις εταιρείες που κατέχει. Τα αφεντικά επωφελούνται κυρίως μέσα από την παραγωγή κέρδους που έρχεται από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, ενώ για το κράτος ως καπιταλιστή και εργοδότη η σχέση είναι πιο πολύπλοκη. Αν και από τη μία επωφελείται άμεσα οικονομικά από τα κέρδη των εταιρειών του, μπορεί ταυτόχρονα να αποκομίσει όφελος και από την οικονομική τους κατάρρευση. Αυτό συμβαίνει γιατί το κράτος πέρα από «εταιρεία», αποτελεί τον νόμιμο θεσμικό εκπρόσωπο του κεφαλαίου και των συμφερόντων του. Έτσι, επιλέγει να υποβαθμίσει τη λειτουργία πολλών εταιρειών ή δομών του, χάνοντας από τη μία λεφτά, αλλά επενδύοντας μακροπρόθεσμα στο πολιτικό κέρδος που θα αποκομίσει από τη συμμαχία με τα αφεντικά που θα επωφεληθούν. Αυτή η απόφαση δεν προκύπτει αναγκαστικά ως κάποια «σκοτεινή συνάντηση» μεταξύ «υποχθόνιων δυνάμεων», αλλά από τον αντικειμενικό ρόλο των κρατών μέσα στον καπιταλισμό που περιλαμβάνει την επιλεκτική στήριξη κεφαλαιοκρατών στην αρένα του ανελέητου ανταγωνισμού, προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην περίπτωση των μεταφορών, υπάρχουν συγκεκριμένα ελληνικά ιδιωτικά συμφέροντα που διαπλέκονται και επωφελούνται από τη διαχρονική υποβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου. Το κομμάτι της μαζικής μεταφοράς των ανθρώπων στο εσωτερικό της χώρας το έχουν αναλάβει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου οι ιδιοκτήτες ΚΤΕΛ, ένα καθαρά ιδιωτικό κομμάτι των μεταφορών, που διαχρονικά βασίζεται σε σχέσεις με κρατικούς αξιωματούχους και κομματικά επιτελεία, κυρίως της δεξιάς, ενώ το κομμάτι της μαζικής μεταφοράς εμπορευμάτων, εγχώριας ή διακρατικής, το έχουν αναλάβει οι ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων και νταλικών. Κερδισμένο επίσης από την υποβάθμιση των σιδηροδρόμων βγαίνει και το κατασκευαστικό κεφάλαιο, μέσω της κατασκευής του οδικού δικτυού. Βλέπουμε λοιπόν πως προτού επωφεληθεί το «κακό ξένο κεφάλαιο» της ιταλικής πολυεθνικής μέσω του «ξεπουλήματος του εθνικού μας πλούτου», προηγήθηκε, και προηγείται ακόμα, η κερδοφορία ενός μέρους του ντόπιου μικρότερου και μεγαλύτερου κεφαλαίου. Η υποβάθμιση του Ο.Σ.Ε. δεν έγινε εξαιτίας κάποιας «εντολής» από κάποια «μοχθηρή Ε.Ε.», αλλά αποτελεί μια ελληνικότατη επιλογή που επωφέλησε πρωτίστως τα ντόπια μικρότερα και μεγαλύτερα αφεντικά, καθώς και συγκεκριμένα πολιτικά επιτελεία. Η ιδιωτικοποίησή του Ο.Σ.Ε. αποτελεί απλώς και μόνο την κορύφωση της παραπάνω διαδικασίας, καθώς μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την ένταξη της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ. η «εξυγίανση» στόχευσε πρωτίστως στις πιο ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις.
Το πάγιο αριστερό αίτημα για περισσότερο κοινωνικό κράτος δεν κάνει κάτι άλλο από το να αποκρύπτει τον δομικό και αναπόφευκτο τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, με τρόπο λαϊκίστικο και επικίνδυνο για τα συμφέροντα της τάξης μας. Προωθείται με αυτόν το τρόπο η άποψη πως η κρατική μορφή της εκμετάλλευσης είναι καταλληλότερη για τη διαχείριση της κοινωνικής αναπαραγωγής από την πρωτοβουλία των ιδιωτικών εταιρειών. Έτσι, επισκιάζεται ο ρόλος του κράτους ως εγγυητής της καπιταλιστικής κερδοφορίας και παίρνει ένα ψευδή χαρακτήρα «προστάτη» της κοινωνίας από την ιδιωτική εκμετάλλευση και το νεοφιλελευθερισμό. Όμως, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού, αλλά απεναντίας στην αναδιάρθρωση του, επιβάλλοντας καινούριους συσχετισμούς στις προϋπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Στρατηγικά, επενδύει στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους και επιτίθεται σε διάφορες δομές κοινωνικής πρόνοιας, όχι θέλοντας να τις καταργήσει, αλλά να τις μετασχηματίσει με τρόπο κερδοφόρο για το κεφάλαιο. Η ανάγκη μετασχηματισμού της κρατικής υποτιθέμενης πρόνοιας, δεν μαρτυρά ένα στραβοπάτημα του κατά τα άλλα κράτους – προστάτη, αλλά μια αλλαγή κατεύθυνσης στον τρόπο με τον οποίο το κράτος δύναται να διαμεσολαβήσει τον ταξικό πόλεμο. Η υποβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών αποτελεί την έκφραση του παραπάνω μετασχηματισμού, η οποία εμφανίζεται στην τάξη μας αρχικά ως υποβάθμιση της ποιότητας ή της ασφάλειας των υπηρεσιών, με τις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους για εμάς, την επίθεση στον έμμεσο μισθό μας και τον αποκλεισμό του πιο υποτιμημένου κομματιού της τάξης μας από υπηρεσίες σημαντικές για την κοινωνική του αναπαραγωγή. Στην περίπτωση των σιδηροδρόμων, όλες οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στη δολοφονία έχουν συντελεστεί στα χρονικά πλαίσια της κρατικής διαχείρισης του Ο.Σ.Ε., με το γεγονός πως η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε μετά την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης να είναι τυχαίο και όχι κομβικό. Δεν είναι οι ιδιωτικοποιήσεις που γεννούν το θάνατο, αλλά η αναπόφευκτη και δολοφονική ενότητα συμφερόντων κράτους και κεφαλαίου. Δεν υπάρχει καμία προοπτική διαχείρισης του κράτους προς όφελος της εργατικής τάξης, των αόρατων και περιθωριοποιημένων, όπως έχει φανεί από τους αιώνες ύπαρξής του, από τα διάφορα μοντέλα διαχείρισής του. Αντίστοιχα, πάνω από κάθε «ρεαλιστική» συζήτηση υπέρ των κρατικοποιήσεων, των ιδιωτικοποιήσεων ή των εθνικοποιήσεων, πλανιέται το φάντασμα της καταστροφής του κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας, του κέρδους και του εμπορεύματος, καθώς και της κοινωνικοποίησης των μέσων μετακίνησης, παραγωγής και ύπαρξης.
Η «αποκάλυψη» της ύπαρξης παράνομων εύφλεκτων υλικών που σχετίζονται με τη νοθεία καυσίμων, αναζωπύρωσε τη συζήτηση περί της σχέσης του κράτους με το παρακράτος, τις μαφίες και την μαύρη οικονομία. Ουσιαστικά, η μαύρη οικονομία προκύπτει μέσα από τον ανελέητο ανταγωνισμό της αγοράς, συμπληρώνοντας την «κανονική» οικονομία και αποτελεί το τμήμα εκείνο της οικονομικής δραστηριότητας που «διαφεύγει» του επίσημου νομοθετικού και κρατικού ελέγχου. Αποτελεί όμως κανονικότατο στοιχείο του συνολικού κεφαλαίου, με το κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής να εκφράζει και τα δικά της συμφέροντα, διαμορφώνοντας ταυτοχρόνως το πλαίσιο προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Η μαφία από την άλλη αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος, που μπορεί να σχετίζεται τόσο με την νόμιμη όσο και την μαύρη οικονομία. Αποτελεί την έκφραση της πιο «αυθεντικής» και άγριας διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης, με τα συμβόλαια θανάτου να αποτελούν κινήσεις για την κυριαρχία μίας ή περισσότερων πλευρών εναντίον των υπολοίπων. Η σχέση της νομιμότητας με την παρανομία, καθώς και η σχέση και των δύο με τη μαφία, αποτελεί ένα πολυδαίδαλο δίκτυο οικονομικών σχέσεων και πολιτικών συμφερόντων, που διαπλέκεται με μικρότερα και μεγαλύτερα αφεντικά, πολιτικά και νομικά πρόσωπα, ακόμα και με την ίδια την αστυνομία. Έτσι, το δίπολο νομιμότητας – παρανομίας επί της ουσίας περισσότερο καθορίζει το «πως» παρά το «αν» θα πραγματοποιηθούν οι μπίζνες, με την ίδια τη μορφή του αστικού κράτους που φαινομενικά εξασφαλίζει τη νομιμότητα, στην πραγματικότητα να ρυθμίζει τον δυναμικό καταμερισμό της παρανομίας. Οι πρόσφατες κινήσεις του κράτους ενάντια στην περιβόητη «Greek Mafia» αποτελούν την έκφραση της κρατικής παρέμβασης για τη ρύθμιση των παραπάνω δυναμικών ορίων, του περιορισμού της αυτονομίας της μαφίας και την «τήρηση της τάξης» προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για εμάς λοιπόν, το αίτημα για ένα «καθαρό» κράτος δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα ιδεολογικό εργαλείο της κομματικής πολιτικής εκπροσώπησης που αποκρύπτει τον ρόλο του κράτους μέσα στον καπιταλισμό. Το συμφέρον της τάξης μας περνάει μέσα από την καταστροφή του και όχι τον «εξαγνισμό» του.
Το ίδιο σύμπλεγμα των media που το 2023 αποπολιτικοποίησε τη δολοφονία των Τεμπών, κατασκευάζοντας ένα περιβάλλον εθνικής συναισθηματικής φόρτισης και ξέπλυνε την συνολική ευθύνη του κράτους και του κεφαλαίου, χρησιμοποιεί σήμερα την έννοια της «συγκάλυψης» ως εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης και ως μέσο εμπορικής αναβάθμισης του επικοινωνιακού του προϊόντος. Για εμάς τα media είναι ιδεολογικοί μηχανισμοί – εταιρείες, με τους ίδιους τους δημοσιογράφους να έχουν μετατραπεί σε ζωντανά εμπορεύματα προς κατανάλωση ανάλογα με τη μικροαστική αίσθηση του γούστου των καταναλωτών, που εκφράζεται μέσω της αντιμετώπισης κάποιων δημοσιογράφων ως «καλών» ή «κακών». Στην προκειμένη περίπτωση, το παραπάνω αντανακλάται μέσω της στάσης που κρατούν οι δημοσιογράφοι σε σχέση με το αν υπάρχει «συγκάλυψη» ή όχι, στοχοποιώντας συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και κατασκευάζοντας το κυβερνητικό – αντικυβερνητικό ψευδοδίπολο που διαμεσολαβεί των συνειδήσεων και των αντιδράσεών μας. Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, δεν έχει βγει το επίσημο και «τελικό» πόρισμα σε σχέση με την ύπαρξη ή μη του παράνομου φορτίου, με τον κόσμο να τάσσεται στα επικοινωνιακά στρατόπεδα που επικεντρώνονται υπέρ ή κατά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού. Για εμάς, ακόμα και αν επιβεβαιωθεί πως υπήρχε το παράνομο φορτίο, πως η Νέα Δημοκρατία σχετίζεται με τις συγκεκριμένες μαφίες της νοθείας καυσίμων και πως το βιαστικό μπάζωμα του σημείου της δολοφονίας αποτελεί μια απόπειρα «συγκάλυψης», θεωρούμε πως η αναβάθμιση του γεγονότος σε «σημαία» της αντίδρασής μας είναι άκρως αποπροσανατολιστική για τα συμφέροντα της τάξης μας. Η ίδια η έννοια της «συγκάλυψης» υπονοεί πως οι ευθύνες βρίσκονται πίσω από ένα «σκοτεινό πέπλο ψεύδους και συνομωσίας», με το «λαό» να απαιτεί την «αποκάλυψη της αλήθειας». Ακόμα και αν οι κατηγορίες για «συγκάλυψη» αποδειχθούν αληθινές, γεγονός που δε θα μας ξαφνιάσει στο ελάχιστο, οι ευθύνες εξακολουθούν να βαραίνουν το κράτος και το κεφάλαιο συνολικά και όχι μεμονωμένα πολιτικά ή νομικά πρόσωπα. Αν όμως δεν προκύψουν τα απαραίτητα στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή της κυβέρνησης με το «τελικό» πόρισμα να μην επιβεβαιώνει τη «συγκάλυψη», οι αντιδράσεις μας κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν σε αμφισβήτηση του πορίσματος, σε ενίσχυση της συνομωσιολογικής ρητορικής και σε ολική απεμπλοκή του ζητήματος από την ταξική πάλη. Στο βαθμό λοιπόν που οι κινήσεις της τάξης μας ετεροκαθορίζονται από την κύρια ροή επικοινωνιακής διαχείρισης, η δολοφονία των Τεμπών υποβαθμίζεται σε διένεξη μεταξύ φιλοκυβερνητικών και αντικυβερνητικών δυνάμεων.
Για εμάς η αλήθεια δεν «κρύβεται στο συνωμοτικό σκοτάδι», αλλά αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια μας και στο «φως της ημέρας» καθώς εξετάζουμε την πραγματικότητα βάσει του ταξικού πολέμου. Η πραγματική συγκάλυψη είναι η επίφαση της «προόδου» και της «ελευθερίας» μέσα στην καπιταλιστική ταξική κοινωνία. Είναι η συσκότιση της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης από τη μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα, το κεφάλαιο και το κράτος. Συνεπώς, με κάθε «καλό» δημοσιογράφο που «στριμώχνει» τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, καθώς και με κάθε απόπειρα για προσωποποιημένη εύρεση των «υπευθύνων» που πρέπει να «πληρώσουν», συγκαλύπτονται οι πραγματικές αιτίες που υποβαθμίζουν τις ζωές μας έως το σημείο του θανάτου, ενώ ταυτόχρονα στρώνεται το έδαφος για την ανάδυση στην εξουσία του επόμενου πολιτικού διαχειριστή μας. Μας είναι λοιπόν αδιάφορο αν θα «πληρώσει» κάποιος «υπεύθυνος», αν αυτό έχει ως θα έχει εν τέλη ως αποτέλεσμα την αφομοίωση των αντιδράσεών μας από την αστική δικαιοσύνη και την κομματική εκπροσώπηση, αφήνοντας έτσι άθιχτες όλες τις προϋποθέσεις που θα παράξουν τους «υπεύθυνους» του μέλλοντος. Καμία φυλακή και καμία καταδίκη δεν πρόκειται να καταλαγιάσει το μίσος μας για τον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Να περάσουμε στην αντεπίθεση, να οξύνουμε τον ταξικό πόλεμο
Συνοψίζοντας, η κρατική – καπιταλιστική δολοφονία των Τεμπών αποτελεί την απογύμνωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας στις ζωές μας. Μαρτυρά πως οι αντιθέσεις που παράγονται από την κεφαλαιοκρατική διεύθυνση της κοινωνίας, από την οργάνωση των ζωών μας με βάση τα κέρδη και τις ζημιές, οδηγούν στην υποβάθμιση της τάξης μας έως το σημείο του θανάτου. Όσο αντιμετωπίζουμε γεγονότα όπως αυτό ως «επιμέρους», δίχως να στρέφουμε το βλέμμα μας στην καπιταλιστική ολότητα που τα παράγει, τόσο οι αντιδράσεις μας θα παραμένουν «μερικές» και άρα αναποτελεσματικές ως προς την ανατροπή των υπαρχόντων ταξικών συσχετισμών. Ο απεγκλωβισμός της τάξης μας από την αδιέξοδη και λαϊκίστικη απαίτηση για «(αστική) δικαιοσύνη», την προσωποποίηση του προβλήματος στον «Μητσοτάκη» ή τον εκάστοτε πολιτικό εκπρόσωπο, είναι σήμερα πιο αναγκαίος από ποτέ. Οι νεκροί στα Τέμπη ήταν άνθρωποι της τάξης μας, ντόπιες και μετανάστες, καθώς τα τραίνα χρησιμοποιούνται κυρίως από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, και αποτελούν θύματα του ίδιου συστήματος που οδήγησε χιλιάδες εργάτες στο θάνατο εν ώρα εργασίας. Έχουν τους ίδιους δολοφόνους με τα ταξικά μας αδέρφια, τις μετανάστριες και τους μετανάστες που καθημερινά εξοντώνονται στα σύνορα, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα αστυνομικά τμήματα. Η δικαίωση όλων των παραπάνω δεν μπορεί παρά να είναι κοινή· η οργάνωση της τάξης μας με στόχο την κατάργηση του καπιταλισμού.
Οφείλουμε λοιπόν να υπερβούμε τη λογική της ανάθεσης σε θεσμούς ή σε πολιτικά κόμματα και να αναβαθμίσουμε το επίπεδο της οργάνωσης της τάξης μας, οξύνοντας ταυτόχρονα τον ταξικό πόλεμο. Γιατί πίσω από τις φαινομενικές αντιθέσεις των πολιτικών κομμάτων, δεξιών, ακροδεξιών ή φασιστικών, αριστερών και κεντρώων, βρίσκεται η ενότητα των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου. Η προοπτική ενός επαναστατικού ορίζοντα ενάντια στον καπιταλιστικό «ρεαλισμό» του εκάστοτε πολιτικού διαχειριστή και του εκάστοτε καπιταλιστικού μοντέλου διαχείρισης, είναι η μόνη ελπίδα αν θέλουμε να σταματήσουμε την επέλαση του θανάτου. Η επανάσταση όμως δεν είναι απλώς μια «στιγμή», αλλά μια ολόκληρη ιστορική διαδικασία που χτίζεται μεθοδικά μέσω της ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Χτίζεται μέσα από τη διάλυση της εξατομίκευσης της τραγωδίας και της εσωτερίκευσης της οργής, μέσω της κοινής μας δράσης στο κοινωνικό πεδίο. Η ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών ανά τη χώρα είναι σίγουρα ενθαρρυντική αλλά δυστυχώς όχι από μόνη της αρκετή. Το πραγματικό επίδικο των ημερών είναι να αναβαθμίσουμε την ποσότητα σε ποιότητα και την αγανάκτηση σε οργάνωση. Η συνεχής πολιτική ενασχόληση, η οργάνωσή μας ως τάξη και οι επιθετικές διεκδικήσεις, είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου η οργή μας να μην καταλαγιάσει όταν το ζήτημα αποσυρθεί από τη μιντιακή σφαίρα της επικαιρότητας, είναι η μόνη άξια παρακαταθήκη για την οποία έχει νόημα να αγωνιστούμε. Η εναντίωσή μας απέναντι στο υπάρχον οφείλει να οργανωθεί και να πολεμήσει με συνέπεια τον ταξικό εχθρό, αλλιώς αυτός θα συνεχίσει να νικά εσαεί.
Ένας βασικός τρόπος αντεπίθεσης απέναντι στις συνθήκες που οδηγούν στα «ατυχήματα» στοιχίζοντας τις ζωές των ανθρώπων της τάξης μας, είναι μέσω της συγκρότησης ή της ενδυνάμωσης των υπαρχόντων εργατικών σωματείων βάσης. Οφείλουμε να οργανωθούμε στους χώρους εργασίας, τσακίζοντας τους αφομοιωμένους κομματικούς και γραφειοκρατικούς συνδικαλιστικούς μηχανισμούς, ούτως ώστε να πιέσουμε πραγματικά το κράτος και τα αφεντικά. Θέλουμε ενεργά και μαζικά εργατικά σωματεία με επιθετικές ταξικές διεκδικήσεις, που δε θα αφήνουν χώρο στους τους κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τις ζωές μας με την απάθεια και την αλαζονεία που εμείς τους έχουμε επιτρέψει. Σωματεία που θα πιέζουν προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης της τεχνολογίας για τις ανάγκες μας και όχι για την επιτήρηση και την καθυπόταξη των ζωών μας στα σχέδια των αφεντικών. Ας μην ξεχνάμε πως συνδικαλιστές εργάτες του Ο.Σ.Ε., με αφορμή άλλα δύο «ατυχήματα» στο σιδηροδρομικό δίκτυο, είχαν προειδοποιήσει πολύ πριν τη δολοφονία των Τεμπών για την υποβάθμιση και τις σημαντικές ελλείψεις, με την ανυπαρξία ενός μαζικού και ισχυρού ταξικού σωματείου να παίζει καταλυτικό ρόλο στο «θάψιμο» των καταγγελιών. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά ενάντια στην επέλαση των καπιταλιστικών συμφερόντων, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Εργατικά σωματεία ιδρύονται και κινητοποιούνται σε πολλούς κλάδους, απαιτώντας την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας και καλύτερους μισθούς, αποτελώντας το έμπρακτο ανάχωμα στην εργοδοτική αυθαιρεσία και την αδιαφορία για το τσάκισμα των ζωών μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πρόσφατων εργατικών αγώνων από τα κάτω, είναι οι διεκδικήσεις των οδηγών delivery της e-food και των εργαζομένων στα τηλεφωνικά κέντρα της Teleperformance. Οφείλουμε λοιπόν να οργανώσουμε τις αρνήσεις μας στους χώρους εργασίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψιν πως ο δρόμος για την κατάργηση του καπιταλισμού περνάει μέσα από υπέρβαση της συντεχνιακής λογικής και την αναβάθμιση των εργατικών σωματείων από απλούς συνδιαχειριστές της εκμετάλλευσης σε ζωντανά πεδία προλεταριακής ζύμωσης, που θα συνεισφέρουν στη μαχητική θέληση και την οργανωτική προετοιμασία των επαναστατικών υποκειμένων του μέλλοντος.
Η αθλιότητα που αναπαράγεται μέσω της καπιταλιστικής διαχείρισης των ζωών μας επεκτείνεται και εκτός του άμεσου χώρου και χρόνου εργασίας, καθιστώντας έτσι αναγκαία την οργάνωσή μας και σε άλλα πεδία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η ασφυκτική μπατσοκρατία, γέννημα του διαρκούς αιτήματος για τάξη και ασφάλεια των νοικοκυραίων, διευρύνεται με την εφαρμογή του «σχεδίου Αριάδνη» κάνοντας τα ΜΜΜ πεδίο αυξανόμενου ελέγχου ώστε να κάνουν οι μπάτσοι εξακριβώσεις στοιχείων και συλλήψεις. Χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, συλλήψεις όπως του αναρχικού Νίκου Ρωμανού συντηρούν τα τρομολαγνικά σενάρια κράτους και ΜΜΕ και κατασκευάζουν ισόβιους ενόχους για να ενισχύσουν τη φαινομενική αναγκαιότητα των μηχανισμών τους σε μια κοινωνία αφοπλιστικού φόβου. Έχουμε ανάγκη από εξεγέρσεις, όπως του Δεκέμβρη του 2008 και από διευρυμένα συγκρουσιακά γεγονότα, όπως της Νέας Σμύρνης το 2021, ώστε να περιορίζουμε την επέλαση του ελέγχου και της καταστολής στις ζωές μας.
Ταυτόχρονα, η αύξηση των τιμών των ενοικίων και οι ολοένα και συχνότερες εξώσεις έχουν οδηγήσει σε αγώνες ενάντια στο ξεσπίτωμα των ανθρώπων της τάξης μας, παίρνοντας τη μορφή διαδηλώσεων, του μπλοκαρίσματος των εξώσεων, ή ακόμα και των στεγαστικών καταλήψεων. Η καλπάζουσα ακρίβεια έχει γεννήσει συλλογικές αντιδράσεις που περιλαμβάνουν την ίδρυση συνελεύσεων γειτονιάς με στόχο την οργάνωση δράσεων αυτομείωσης, αλλά και πιο επιθετικές πρακτικές, όπως μαζικές απαλλοτριώσεις σε super markets. Γυναίκες, queer και ευρύτερα ΛΟΑΤΚΙ υποκείμενα οργανώνονται απέναντι στην πατριαρχική ασφυξία. Μετανάστριες και μετανάστες που φυλακίζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ζουν χωρίς χαρτιά εκμεταλλευόμενοι από τα ντόπια αφεντικά και που δέχονται τη ρατσιστική βία των νοικοκυραίων και του κράτους, συναντιόνται με όσες και με όσους εναντιώνονται στο ρατσισμό, οργανώνονται στους δρόμους και στα σωματεία και αγωνίζονται αίροντας τους εθνικούς διαχωρισμούς στην πράξη.
Το βασικό επίδικο της γενικής απεργίας στις 28 Φεβρουαρίου δεν είναι ούτε η «αποκάλυψη της αλήθειας», ούτε η «δικαιοσύνη», αλλά να ενεργοποιήσουμε ξανά τα ταξικά μας αντανακλαστικά. Είναι η υπέρβαση της μοναξιάς και της παραίτησης, των ιδεολογικών γραμμών που επιβάλλονται από τις φωνές του θεάματος και του κεφαλαίου, που αλλοτριώνουν τις συνειδήσεις μας και που αποκρύπτουν τους πολύμορφους αγώνες που πραγματοποιούνται δίπλα μας. Είναι η υπέρβαση των διαχωρισμών που προκύπτουν μέσω του σχηματισμού των αντικρουόμενων ταυτοτήτων, οι οποίες ενώ φαινομενικά προτάσσουν τη διαφορετικότητα, στην πραγματικότητα εξασφαλίζουν πως θα συνεχίσουμε να ζούμε σε διακριτές και απομονωμένες σφαίρες εργασίας, κατοικίας, κοινωνικότητας και κατανάλωσης. Να συναντηθούμε στους δρόμους οικοδομώντας ξανά ένα κίνημα ενάντια στα αφεντικά, τη σάπια αστική δικαιοσύνη και το κράτος, απέναντι στους διαχωρισμούς, την αποξένωση και την αλλοτρίωση. Ως τώρα επενδύουμε στην ψεύτικη και εφήμερη χαρά της κατανάλωσης, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να την παλέψουμε μέσα στη δυσωδία της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Καιρός να επενδύσουμε στην καταστροφή της.
Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΑΣ