spot_img
18.8 C
Kavala
Τετάρτη, 23 Απριλίου, 2025
spot_img

Δασμονομικόν

Πρέπει να διαβάσεις!

από alerta comunista

Αναλύσεις

Κείμενο για την ιμπεριαλιστική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ.


Αναδημοσίευση από https://alertacomunista.wordpress.com/2025/04/16/dasmonomikon/

«Δεν φαντάζει παράλογο η ιδιαίτερη δαπάνη που ίσως επιφέρει η [στρατιωτική] προστασία ενός συγκεκριμένου κλάδου του εμπορίου να καλυφθεί από έναν ήπιο φόρο επί του συγκεκριμένου κλάδου· για παράδειγμα, όταν οι έμποροι πρωτοεισέρχονται σ’ αυτόν τον κλάδο να πληρώνουν ένα ήπιο τέλος ή, δικαιότερα, να υπάρχει ένας συγκεκριμένος δασμός, τάδε τοις εκατό, επί των αγαθών που εισάγουν ή εξάγουν οι εμπόροι που συναλλάσονται μ’ αυτές τις συγκεκριμένες χώρες».

– Άνταμ Σμιθ, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, εκδόσεις Electric Books, σελ. 977.

«Για κάθε αύξηση της απασχόλησης στην πατρίδα υπάρχει μια αντίστοιχη αύξηση της ανεργίας στο εξωτερικό, όπου οι εξαγωγικές βιομηχανίες έχασαν τις αγορές τους κι οι εγχώριες βιομηχανίες εκτίθονται στον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγωγών. Για τον υπόλοιπο κόσμο, οι υφεσιακές συνθήκες γίνονται ακόμη σοβαρότερες. Από μια καθαρά εθνικιστική οπτική, αυτό από μόνο του δεν έχει καμία σημασία -αν οι άνεργοι είναι ξένοι δεν είναι δικό μας πρόβλημα- όμως οδηγεί σε συνέπειες που πρέπει να λάβει υπόψη ακόμη κι ο σκληρότερος εθνικιστής. Επειδή οι άλλες χώρες, βρισκόμενες σε μια χειρότερη κατάσταση από ποτέ, θα έχουν ακόμη ισχυρότερα κίνητρα να προστατευτούν, μέσω δασμών, υποτίμησης [του νομίσματός τους] ή μισθολογικών περικοπών. Θα ξεκινήσουν αντίποινα, και σύντομα όλα τα έθνη του πλανήτη θα παίζουν ένα φρενήρη παιχνίδι εξαθλίωσης των άλλων εθνών [beggar-my-neighbour, όταν ένα κράτος προσπαθεί να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα λαμβάνοντας μέτρα που θα επιβαρύνουν τα οικονομικά προβλήματα άλλων κρατών]. Μόλις ένα έθνος αποσπάσει ένα πλεονέκτημα θα του τ’ αρπάξει κάποιο άλλο, και κανένα έθνος δεν μπορεί να μείνει εκτός όταν τ’ άλλα ξεκινήσουν, επειδή αν κάποιο έθνος αρνηθεί να συμμετάσχει σ’ αυτό το παιχνίδι γρήγορα θα εξαθλιωθεί απ’ τα λιγότερο ηθικά έθνη».

– Joan Robinson, Introduction to the Theory of Employment, εκδόσεις Macmillan, 1960, σελ. 87.

Ο Τραμπ ως θέαμα

Οι δασμοί που επιβάλλει η κυβέρνηση Τραμπ δεν πρέπει ν’ αποτελούν έκπληξη. Ήταν μια πολιτική που εφάρμοσε και στην πρώτη προεδρική του θητεία, μιλούσε συνέχεια γι’ αυτούς στις προεκλογικές του ομιλίες για τη δεύτερη θητεία του, μέχρι που έχει χαρακτηρίσει τον «δασμό» ως την «ομορφότερη λέξη στο λεξικό». Ούτε το εύρος και το ύψος των δασμών πρέπει ν’ αποτελεί έκπληξη. Ο Τραμπ ανέφερε συνεχώς ότι ακόμη κι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ τις «εκμεταλλεύονται» εμπορικά. Κι όποιος κοιτούσε και λίγο πέρα απ’ τον Τραμπ, ο οποίος φυσικά δεν αποτελεί παρά μια πολιτική βιτρίνα που εκφράζει κάποια συγκεκριμένα συμφέροντα και μπορεί να υποδηθεί τον κατάλληλο ρόλο για την προώθησή τους, θ’ ανακαλύψει ότι υπήρχε ανοικτά εκφρασμένο σχέδιο για τη δεύτερη θητεία Τραμπ. Αναφερόμαστε στα γραπτά και τις συνεντεύξεις κι ομιλίες των δύο κορυφαίων οικονομικών συμβούλων του Τραμπ, τον Scott Bessent και τον Stephen Miran.

Για παράδειγμα, αν παρατηρήσει κανείς τους δασμούς που έγραφε ο πίνακας που κρατούσε ο Τραμπ κατά την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», όπως την βάφτισε ο ίδιος ή κάποιος επικοινωνιολόγος του, θ’ ανακαλύψει ότι ο τρόπος που υπολογίστηκαν τα νούμερα των υποτιθέμενων δασμών που επιβάλλουν οι άλλες χώρες στις ΗΠΑ ήταν το αποτέλεσμα μιας απλής διαίρεσης: εμπορικό έλλειμμα προς εισαγωγές. Κι ο δασμός που επιβάλλουν οι ΗΠΑ σ’ αυτή τη χώρα είναι απλώς το προηγούμενο νούμερο διαιρεμένο διά δύο[1]. Στα μήντια αυτό σχολιάστηκε ως ψέμα και παράλογο. Πράγματι, οι δασμοί που παρουσίασε ο Τραμπ ότι επιβάλλουν άλλες χώρες στις ΗΠΑ είναι κάλπικοι. Όμως, η μεθοδολογία υπολογισμού τους δεν είναι παράλογη, υποδεικνύει ποιο είναι το πραγματικό επίδικο: όχι οι δασμοί αυτοί καθεαυτοί ως ένας φόρος που θα φέρει έσοδα για το δημόσιο ταμείο, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο[2]. Επίσης, η μεθοδολογία αυτή υπολογισμού, η οδηγεί σε πολύ υψηλά επίπεδα δασμών, επιδεικνύει αυτό που έχει δηλώσει ξανά και ξανά ο Bessent: ότι για την κυβέρνηση Τραμπ οι δασμοί αποτελούν, μεταξύ άλλων, κι ένα μέσο διαπραγμάτευσης. Σκοπός αυτών των πολύ υψηλών δασμών είναι να εκβιάσει τ’ άλλα κράτη να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να κλείσουν μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αμερικανικοί δασμοί θα καταργηθούν πλήρως -τουλάχιστον όχι γι’ αυτούς που οι ΗΠΑ θεωρούν εχθρούς, όπως η Κίνα- αλλά μια συμφωνία θα περιλαμβάνει ως αντάλλαγμα μια μείωση των δασμών.

Τους δασμούς ως διαπραγματευτικό εκβιασμό τους είδαμε και νωρίτερα με τους δασμούς προς το Μεξικό και τον Καναδά. Ο Τραμπ επέβαλλε δασμούς στις χώρες αυτές ώστε να τις ωθήσει να διαπραγματευτούν τη φύλαξη των συνόρων τους με τις ΗΠΑ. Σκοπός των ΗΠΑ ήταν το Μεξικό κι ο Καναδάς ν’ αυξήσουν τη στρατιωτική φύλαξη των συνόρων ώστε να μειωθεί η είσοδος μεταναστών και ναρκωτικών στις ΗΠΑ. Και πράγματι, ο Καναδάς και το Μεξικό υποχωρήσαν σ’ αυτή την αμερικανική πίεση κι αυξήσαν την παρουσία του στρατού στα σύνορα. Το ίδιο συνέβη και με τις στρατιωτικές κι οικονομικές απειλές Τραμπ στον Παναμά: τελικά ο Παναμάς υπέκυψε και δεν θ’ ανανεώσει τη συμμετόχη του στον σύγχρονο «δρόμο του μεταξιού» της Κίνας. Και, φυσικά, παρόμοια προσπάθεια επιβολής διαπραγματεύσεων είναι κι οι στρατιωτικές απειλές Τραμπ κατά της Γροιλανδίας. Η διαπραγματευτική τακτική του Τραμπ είναι η κλασσική έναρξη με μια τραβηγμένη θέση ώστε μετά να παριστάνει ότι κάνει υποχωρήσεις κατά τη διαπραγμάτευση ενώ στην πραγματικότητα επιτυγχάνεται ο πραγματικός στόχος των ΗΠΑ.

Βέβαια, ο Τραμπ δεν είναι πράγματι επιχειρηματική ιδιοφυία των διαπραγματεύσεων όπως αυτοπαρουσιάζεται αλλά ένας showman, για την ακρίβεια ο μεγαλύτερος κλόουν του αμερικανικού πολιτικού τσίρκου. Οπότε, η αρχική τραβηγμένη θέση που παρουσιάζει πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων είναι συχνά τραβηγμένη σε βαθμό γελοιότητας. Όλοι οι εμπλεκόμενοι και στις δυο πλευρές της διαπραγμάτευσης το γνωρίζουν αυτό. Όμως, δουλεύει προς το συμφέρον του. Τέτοιες γελοιότητες είναι που τρέφουν τον στενό πυρήνα των ψηφοφόρων του. Απ’ την άλλη, οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών καταδεικνύουν το πόσο εξοργιστικά ηλίθια είναι η πρότασή του κι έτσι φίλοι και πολέμιοι του Τραμπ καταλήγουν ν’ ασχολούνται διαρκώς μαζί του με πολέμους του πληκτρολογίου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα παραδοσιακά μήντια παίζουν συνεχώς τις δηλώσεις του επειδή αυτή η γελοιότητα παράγει τηλεθέαση, κλικς, κλπ. Η αντίπαλη πλευρά της διαπραγμάτευσης βγαίνει κι αυτή σε ρητορική σκληρής αντεπίθεσης και συσπειρώνει τη δική της βάση και μπορεί μετά να ισχυριστεί ότι ανάγκασε τον Τραμπ σε υποχωρήσεις, ενώ στην πραγματικότητα απλώς εφαρμόζεται το πραγματικό σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ. Έτσι παράγει ο Τραμπ το μονοπώλιο που απολαμβάνει στον μηντιακό χρόνο. Η πραγματική ιδιοφυία του (ή του image maker του τέλος πάντων) είναι η εξοργιστική βλακεία που παρουσιάζει προς τα έξω. Πολιτική τύπου trash TV στα καλύτερά της, drama που ζηλεύουν και τα μεγαλύτερα reality show.

Το πρόβλημα των ΗΠΑ

Ας επιστρέψουμε όμως στο ζήτημα των δασμών και ποιο είναι το πραγματικό σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ. Θα επικεντρωθούμε σ’ ένα κείμενο του Miran. Ο Miran ήταν σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, και τώρα στη δεύτερη θητεία ο Τραμπ τον επανέφερε με πιο αναβαθμισμένο ρόλο ως επικεφαλή του κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων – ο Bessent, ο άλλος εκ των κορυφαίων οικονομικών συμβούλων του Τραμπ με μεγάλη καριέρα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, διορίστηκε υπουργός οικονομικών[3]. Μεταξύ των δύο θητείων Τραμπ, ο Miran εργάστηκε ως στρατηγικός αναλυτής σε μια εταιρεία επενδυτικών συμβουλών. Στις αρχές του Νοεμβρίου 2024, λίγες ημέρες μετά την επανεκλογή Τραμπ, ο Miran δημοσίευσε για την εταιρεία αυτή τη τελευταία του έρευνα η οποία σκιαγραφεί την πολιτική που πρόκειται ν’ ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ ώστε να προετοιμάσει τους πελάτες της εταιρείας.

Η έρευνα αυτή του Miran λέγεται «A User’s Guide to Restructuring the Global Trading System» [«Οδηγίες Χρήσης για την Αναδιάρθρωση του Παγκόσμιου Εμπορικού Συστήματος»][4]. Από την πρώτη κιόλας παράγραφο του κειμένου λέει ότι με την επανεκλογή Τραμπ «[π]ιθανόν να βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μιας ιστορικής αλλαγής στο διεθνές εμπόριο και τα χρηματοπιστωτικά συστήματα». Δηλωνεί, δηλαδή, απ’ την αρχή, ως σύμβουλος του Τραμπ[5], ότι η νέα κυβέρνηση έχει μεγαλόπνοα σχέδια. Συνεχίζει ισχυριζόμενος ότι «[η] ρίζα των οικονομικών ανισσοροπιών κείτεται στη διαρκή υπερτίμηση του δολλαρίου η οποία αποτρέπει την εξισορρόπηση του διεθνούς εμπορίου, υπερτίμηση η οποία προκαλείται απ’ την ανελαστική ζήτηση για αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία. Καθώς το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξάνεται, γίνεται αυξανόμενα δύσκολο για τις ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν την παροχή αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων και την αμυντική ομπρέλα, καθώς οι τομείς της μεταποίησης και του εμπορίου υποφέρουν το μεγαλύτερο πλήγμα των δαπανών». Λέει, δηλαδή, ότι το δολλάριο είναι πολύ ακριβό κι αυτό προκαλεί προβλήματα στο εξωτερικό εμπόριο των ΗΠΑ. Ο λόγος που είναι ακριβό είναι ότι έχει αναλάβει τη λειτουργία του παγκόσμιου αποθεματικού: όλοι θέλουν να κρατάνε δολλάρια κι αμερικανικά ομολόγα, οπότε αυτή η υψηλή ζήτηση κρατάει τη τιμή του δολλαρίου σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Για τον Miran, και την κυβέρνηση Τραμπ, το οικονομικό πρόβλημα των ΗΠΑ είναι νομισματικό: το δολλάριο βρίσκεται στην καρδιά του ζητήματος, από αυτό προκύπτουν όλα τ’ άλλα προβλήματα.

Οι ΗΠΑ εξάγουν τα παγκόσμια αποθεματικά (δολλάρια κι αμερικανικά ομόλογα) κι η άλλη όψη αυτού είναι ότι πρέπει να τρέχουν εμπορικά ελλείμματα, δηλαδή, να εισάγουν περισσότερα εμπορεύματα απ’ όσα έξαγουν. Η νομισματική ισχύς των ΗΠΑ συνεπάγεται τη βιομηχανική κι εμπορική της αδυναμία. Όπως γράφει ο Miran, «[o]ι ΗΠΑ δεν έχουν μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών επειδή εισάγουν υπερβολικά πολύ, αλλά εισάγουν υπερβολικά πολύ επειδή πρέπει να εξάγουν αμερικανικά ομόλογα ώστε να παρέχουν αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία και να στηρίξουν την παγκόσμια ανάπτυξη». Συνεχίζει λίγο πιο κάτω ο Miran λέγοντας ότι, θεωρητικά, «υπάρχει ένα “σημείο καμπής” στο οποίο τα ελλείμματα γίνονται τόσο μεγάλα ώστε προξενούν πιστωτικό ρίσκο για το αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο. Η χώρα που εκδίδει το αποθεματικό ίσως χάσει το αποθεματικό στάτους της, εγκαινιάζοντας ένα κύμα παγκόσμιας αστάθειας». Το να εκδίδεις το αποθεματικό νόμισμα σε οδηγεί στο ν’ αναπτύξεις ελλείμματα, τα οποία οδηγούν στη διάβρωση του αποθεματικού στάτους του νομίσματός σου. Δεν πρόκειται για καινούρια άποψη, είναι το λεγόμενο δίλημμα ή παράδοξο του Triffin, που διατύπωσε ο οικονομολόγος Robert Triffin τη δεκαετία του 1960. Αυτός είναι ο φόβος της κυβέρνησης Τραμπ: η υπέρογκη αύξηση του αμερικανικού χρέους κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην απώλεια της εμπιστοσύνης των δανειστών στο δολλάριο, το αμερικανικό χρέος δεν θα μπορεί ν’ αναχρηματοδοτηθεί κι οι ΗΠΑ θα καταρρεύσουν.

Σκοπός της κυβέρνησης Τραμπ δεν είναι η εγκατάλειψη του αποθεματικού στάτους του δολλαρίου. Είναι ο ρόλος του δολλαρίου ως παγκόσμιο χρήμα που συνεχίζει μέχρι και σήμερα να στηρίζει την αμερικανική ηγεμονία. Όπως γράφει κι ο Miran, το αποθεματικό στάτους του δολλαρίου σημαίνει φτηνό δανεισμό για τις ΗΠΑ, ισχυρό δολλάριο έναντι των άλλων νομισμάτων και δυνατότητα χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς εθνικής ασφάλειας (βλέπε, πχ, τις αμερικανικές κυρώσεις στη Ρωσία). Θέλουν το δολλάριο να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του αποθεματικού νομίσματος και συνεπώς να είναι σχετικά ισχυρό απέναντι στ’ άλλα νομίσματα, όμως να είναι λιγότερο ισχυρό απ’ ότι σήμερα για να μην υπονομεύει την αμερικανική εξαγωγική μεταποίηση ώστε να μπορέσουν να μειωθούν τα ελλείμματα. Δηλαδή, οι ΗΠΑ θέλουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Ο Miran προτείνει μια διέξοδο απ’ το παράδοξο του Triffin ώστε οι ΗΠΑ να διατηρήσουν το δολλάριο ως παγκόσμιο χρήμα με μειωμένο όμως αντίκτυπο, διέξοδο όμως που όπως αναγνωρίζει είναι στενή κι η επίτευξή της δεν είναι εύκολη. Η λύση του περιλαμβάνει ένα μείγμα δασμολογικών και νομισματικών πολιτικών, με την καθεμιά να έχει τα μειονεκτήματα και τα προτερήματά της. Οι πολιτικές αυτές μπορούν επίσης είτε να εφαρμοστούν μονομερώς με απόφαση των ΗΠΑ είτε να προκύψουν ύστερα από επικοινωνία και συζητήσεις με τους συμμάχους των ΗΠΑ, με την κάθε επιλογή να έχει επίσης τα μειονεκτήματα και τα προτερήματά της. Όπως και να ‘χει, σκοπός των πολιτικών αυτών είναι «η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής μεταποίησης, και συνεπώς η αύξηση των βιομηχανικών μας εγκαταστάσεων κι η προσέλκυση συνολικής ζήτησης και θέσεων εργασίας απ’ τον υπόλοιπο πλανήτη στις ΗΠΑ». Οι βιομηχανίες που θέλουν να προσελκύσουν είναι εντάσεως κεφαλαίου κι υψηλά αυτοματοποιημένες, ιδίως στο τομέα της υψηλής τεχνολογίας, κι όχι εντάσεως εργασίας, οπότε συμπεραίνουμε ότι σκοπός τους δεν είναι οι ΗΠΑ ν’ αντικαταστήσουν χώρες όπως, πχ, το Μπαγκλαντές, στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Δεν αποσκοπούν σε μια τέτοιου επιπέδου υποτίμηση της αμερικανικής εργασιακής δύναμης[6].

Αυτή την μερική επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ τη συνδέουν και με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. «Αν δεν έχεις εφοδιαστικές αλυσίδες με τις οποίες να παράξεις όπλα κι αμυντικά συστήματα, δεν έχεις εθνική ασφάλεια. Όπως έχει ισχυριστεί ο πρόεδρος Τραμπ, “αν δεν έχεις χάλυβα, δεν έχεις χώρα”». Ο Miran μας πληροφορεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν εμπιστεύεται τους συμμάχους και τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ για τέτοιες κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες επειδή «[π]ολλοί απ’ τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ έχουν σημαντικά μεγαλύτερες εμπορικές κι επενδυτικές ροές με την Κίνα απ’ ότι με τις ΗΠΑ», και σε άλλο σημείο συμπληρώνει ότι πρέπει ν’ αντιληφθούμε την εθνική ασφάλεια με μια ευρύτερη έννοια, ώστε να περιλαμβάνει τομείς όπως, πχ, οι ημιαγωγοί και τα φάρμακα. Πέραν τούτου, οι αμυντικές δαπάνες συνδέονται επίσης με το έλλειμμα των ΗΠΑ, οπότε μέρος του σχεδίου της κυβέρνησης Τραμπ περιλαμβάνει και τον διαμοιρασμό των αμυντικών δαπανών με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Αφενός, απ’ τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει τον ρόλο της «παγκόσμιας αστυνομίας» που διαφυλάττει τους παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους, ιδίως τους θαλάσσιους, θα πρέπει όσοι επωφελούνται απ’ αυτή την ασφάλεια να συνεισφέρουν στην κάλυψη των σχετικών εξόδων, πχ, μέσω δασμών. Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο, όπως είδαμε είναι κάτι που πρότεινε κι ο Άνταμ Σμιθ αιώνες πριν από τον Miran. Η δεύτερη πτυχή είναι αυτό που ήδη είδαμε να συμβαίνει, η αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Απ’ τη στιγμή που τα κράτη-μέλη προστατεύονται απ’ την ΝΑΤΟϊκή αμυντική ομπρέλα, οι ΗΠΑ απαιτήσαν μεγαλύτερη οικονομική συνεισφορά των άλλων κρατών, πράγμα που, πράγματι, αναγκαστήκαν ν’ αποδεχτούν τα άλλα κράτη[7].

Οι δασμοί

Οι δασμοί, πέρα από διαπραγματευτικό χαρτί ως απειλή, έχουν και οικονομικές λειτουργίες. Αρχικά, πρόκειται για έναν φόρο, όποτε επιφέρει επιπλέον έσοδα στα κρατικά ταμεία. Όμως, το σημαντικότερο για την κυβέρνηση Τραμπ είναι το νομισματικό αντίκτυπο των δασμών. Το ποια είναι η επιρροή των δασμών στις νομισματικές ισοτιμίες είναι το κεντρικό σημείο της όλης στρατηγικής του Miran, πάνω σ’ αυτή την ανάλυση βασίζεται το όλο επιχείρημά του. Πρόκειται για μια πολύ λεπτή επιχειρηματολογία και χρειάζεται να κατανοήσουμε σε βάθος τον συλλογισμό του Miran.

Αρχικά ν’ αναφέρουμε ότι μεγάλη πλειοψηφία τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών των ΗΠΑ πληρώνονται με δολλάρια, και μόνο κάτω από κάποιες ειδικές εμπορικές συμφωνίες εμπλέκεται το νόμισμα της άλλης χώρας. Οπότε, οι κλασσικές οικονομικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες η χώρα-εισαγωγέας πληρώνει τη χώρα-εξαγωγέα με το νόμισμα της χώρας-εξαγωγέα και χρειάζεται να κρατά αποθεματικά του νομίσματός της, δεν ισχύουν εδώ. Οπότε, δεν ισχύει κι ο σύνηθες μηχανισμός των θεωριών αυτών για το πως η μεταβολή του εμπορικού ισοζυγίου μεταβάλλει τις νομισματικές ισοτιμίες. Όμως, σύμφωνα με τον Miran, μολινότι στην περίπτωση των ΗΠΑ δεν βρίσκεται σε λειτουργία αυτός ο αντισταθμιστικός μηχανισμός, υπάρχουν άλλοι, έμμεσοι μηχανισμοί που τελικά οδηγούν σε μεταβολή των ισοτιμιών.

Οι δασμοί σημαίνουν την αύξηση των τιμών των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Για να παραμείνουν ανταγωνιστικά, είτε θα πρέπει ο ξένος παραγωγός ν’ απορροφήσει το σύνολο ή μέρος του δασμού μειώνοντας την κερδοφορία του, είτε η κεντρική τράπεζα της χώρας-εξαγωγέα θα πρέπει να λάβει τα κατάλληλα νομισματικά μέτρα για την υποτίμηση του νομίσματός της ώστε ν’ απορροφηθεί έτσι μέρος ή το σύνολο του δασμού – είτε ένας συνδυασμός αυτών. Όπως και να ‘χει, οι δασμοί μετακυλίονται, τουλάχιστο εν μέρει, στη χώρα-εξαγωγέα. Κάτω από κάποιες ιδανικές συνθήκες της αγοράς, η μετακύλιση των δασμών στη χώρα-εξαγωγέα θα ήταν ολική. «Η αγοραστική δύναμη των Αμερικανών καταναλωτών δεν επηρεάζεται, καθώς ο δασμός κι η κίνηση του νομίσματος αλληλοακυρώνονται, όμως καθώς οι πολίτες του εξαγωγέα γίνονται φτωχότεροι ως αποτέλεσμα της κίνησης του νομίσματος, το έθνος-εξαγωγέας “πληρώνει” ή φέρει το βάρος του φόρου, ενώ το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών συλλέγει τα έσοδα». Σ’ αυτή την περίπτωση το κράτος μεν έχει έσοδα που πληρώνει η χώρα-εξαγωγέας, όμως δεν υπάρχει κάποια μεταβολή του εμπορικού ισοζυγίου, με τις ΗΠΑ να συνεχίζουν να τρέχουν εμπορικά ελλείμματα και το δολλάριο ενισχύεται περαιτέρω έναντι του ξένου νομίσματος. Τουλάχιστον, λέει ο Miran, λόγω των κρατικών εσόδων απ’ τους δασμούς, μειώνεται το οικονομικό βάρος που φέρουν οι ΗΠΑ λόγω του αποθεματικού νομίσματος καθώς πλέον «διαμοιράζεται» από κοινού με τις χώρες που πληρώνουν τους δασμούς.

Στο άλλο άκρο έχουμε την περίπτωση να μην υπάρξει καμία μετακύλιση των δασμών στη χώρα-εξαγωγέα. Αν οι εξαγωγείς δεν μειώσουν τη κερδοφορία τους ή η κεντρική τράπεζα δεν υποτιμήσει το νόμισμα, τότε οι δασμοί θα περάσουν στο σύνολό τους στη τιμή των εισαγόμενων προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι τα εισαγώμενα προϊόντα θα πάψουν να είναι ανταγωνιστικά (στην περίπτωση φυσικά που δεν υπάρχει κάποιο μονοπώλιο ή η ζήτησή τους δεν είναι ανελαστική), και θα μειωθούν οι εισαγωγές. Έτσι, θ’ αυξηθεί η ζήτηση για εγχώρια προϊόντα αναγκάζοντας την μεγένθυνση της εγχώριας παραγωγής. Τα ξένα κεφάλαια που θέλουν να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στην αμερικανική αγορά αλλά χωρίς δασμούς θα πρέπει να μετεγκαταστήσουν στις ΗΠΑ αν όχι το σύνολο, τουλάχιστον μέρος της παραγωγής τους. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει αρχικά μια αύξηση των τιμών για τους Αμερικανούς καταναλωτές, καθώς όμως σιγά-σιγά αναπτύσσεται η εγχώρια παραγωγή κι ο εγχώριος ανταγωνισμός υπάρχει μια μείωση των τιμών – επ’ αυτού να συμπληρώσουμε βέβαια ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι τιμές δεν θα επανέλθουν στο προ δασμών επίπεδο. Τα αντάλλαγμα είναι ότι εξισορροπήθηκε το εμπορικό ισοζύγιο κι αναπτύχθηκε η εγχώρια αγορά εργασίας. Όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση το δολλάριο ενισχύθηκε καθώς οι παγκόσμιοι επενδυτές αναμένουν ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας κι έτσι αυξάνεται η ζήτηση για δολλάρια ώστε να επενδύσουν σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ακίνητα, ομόλογα, κλπ).

Φυσικά, μεταξύ αυτών των ακραίων περιπτώσεων υπάρχει ένα φάσμα συνδυασμού τους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη μετακύλιση των δασμών στη χώρα-εξαγωγέα και μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας, αντιστοίχως. Σύμφωνα με στοιχεία και μελέτες που παραθέτει ο Miran, κατά την πρώτη θητεία Τραμπ και τους τότε αμερικανικούς δασμούς στην Κίνα, περισσότερο από τα 3/4 των δασμών δεν περάσαν στις τιμές καταναλωτή κι απορροφήθηκαν απ’ την Κίνα λόγω της μεγάλης πτώσης του γουάν προς το δολλάριο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ακόμη κι αν ένας δασμός 10% στο σύνολο των εισαγωγών (αυτό δηλαδή που τώρα ο Τραμπ έχει θέσει ως βάση) περνούσε πλήρως στον Αμερικανό καταναλωτή, και δεδομένου ότι οι εισαγωγές αποτελούν μόλις περίπου το 10% της αμερικανικής κατανάλωσης, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, ένας απ’ τους δείκτες για την μέτρηση του πληθωρισμού, θ’ ανέβαινε μόλις κατά 1%. Οπότε, μια έστω και μερική απορρόφηση των δασμών απ’ τη χώρα-εξαγωγέα θα σήμαινει ότι ο ΔΤΚ θ’ ανέβαινε λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα έχοντας ελάχιστο αντίκτυπο στους Αμερικανούς.

Αφήνοντας στην άκρη τις αμφιβολίες μας για τα δεδομένα στα οποία βασίζεται ο Miran γύρω από ζητήματα όπως κατά πόσον είναι ορθό το νούμερο για τον βαθμό που στηρίζεται η αμερικανική κατανάλωση στις εισαγωγές και το κατά πόσον το καλάθι αγαθών που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ΔΤΚ αντιπροσωπεύει το «μέσο» αμερικανικό νοικοκυριό γενικά, και κατά πόσον αντιπροσωπευεί το «μέσο λαϊκό» νοικοκυριό ειδικά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι δασμοί, ως απλώς ένας φόρος και τίποτα παραπάνω, δεν προκαλούν πληθωρισμό. Όταν μιλάμε για πληθωρισμό μιλάμε για μια διαρκή γενική άνοδο των τιμών σε βάθος χρόνου. Η αύξηση ενός φόρου, είτε αυτός είναι δασμός, είτε ΦΠΑ, είτε οτιδήποτε, δεν μπορεί να προκαλέσει μια διαρκή μακροπρόθεσμη ανοδική πίεση στις τιμές. Πρόκειται για ένα μοναδιαίο «τιμολογιακό σοκ». Μια φορά συμβαίνει η αύξηση του φόρου, σε μία αύξηση των τιμών οδηγεί, όχι σε διαρκή. Φυσικά, αυτή η αύξηση των τιμών δεν θα συμβεί απ’ την μια ημέρα στην άλλη, θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα να βρεθεί το νέο σημείο ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης (και κερδοφορίας των επιχειρήσεων, αν αποφασίσουν ν’ απορροφήσουν ένα μέρος του φόρου, ή ισοτιμιών, αν πρόκειται για δασμό) κι ίσως η αύξηση να μην γίνει με μία μοναδιαία κίνηση αλλά να υπάρξουν μια σειρά σταδιακών μικρότερων αυξήσεων μέχρι να φτάσουμε στη τελική νέα τιμή, όμως δεν πρόκειται για κάτι που ανατροφοδοτεί διαρκώς αυτή τη διαδικασία ώστε να είναι πληθωριστική. Είτε οι τιμές αυξηθούν κατά 0,01% είτε κατά 1.000% δεν πρόκειται για πληθωρισμό, επειδή ο πληθωρισμός αναφέρεται σε μια μακροχρόνια διαδικασία. Ένας φόρος μπορεί να επιβαρύνει ήδη υπάρχοντα προβλήματα τα οποία γεννούν πληθωρισμό, όμως δεν γεννά πληθωρισμό ο ίδιος. Ο μόνος τρόπος μια αύξηση ενός φόρου να είναι πληθωριστική θα ήταν να είχαμε πολλές διαδοχικές αυξήσεις του, πχ, η κυβέρνηση ν’ ανακοίνωνε νέα αύξηση του φόρου ανά τρίμηνο.

Ο Miran προτείνει οι δασμοί να είναι απ’ τα πρώτα μέτρα που θα εφαρμοστούν καθώς μπορούν να εφαρμοστούν μονομερώς, αυξάνουν τα κρατικά έσοδα κι ασκούν πίεση στα άλλα κράτη οπότε γίνονται διαπραγματευτικό όπλο. Όλες οι άλλες πολιτικές, πχ, μειώσεις και καταργήσεις φόρων και φοροαπαλλαγές για Αμερικανούς πολίτες κι επιχειρήσεις, απορρύθμιση, φτηνή ενέργεια, διακρατικές εμπορικές και νομισματικές συμφωνίες, κλπ, θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα αν πρώτα ξεκινήσει η εφαρμογή των δασμών.

Το Σινικό Δασμολογικό Τείχος

Ο Miran υιοθετεί στο πλάνο του μια απ’ τις προτάσεις του Bessent, τον χωρισμό των κρατών σε 3 κατηγορίες: σύμμαχοι, ουδέτεροι κι εχθροί. Αυτό αρχικά μπορεί ν’ ακούγεται ως κοινοτυπία που ήδη ισχύει, όμως η ουσία της πρότασης Bessent είναι ότι πρέπει να διατυπωθούν σαφείς όροι για το τι συνεπάγεται η ένταξη στην κάθε κατηγορία και πως ένα κράτος μπορεί να περάσει απ’ την μια κατηγορία στην άλλη. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ θα εντάσσουν ένα κράτος στην αμυντική τους ασπίδα μόνο αν είναι κράτος-σύμμαχος. Και για να είναι σύμμαχος θα πρέπει να τηρεί κάποιους συγκεκριμένους όρους: πχ, ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ του να πηγαίνει σε αμυντικές δαπάνες, να συμμετέχει σε κάποιες συγκεκριμένες εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, κλπ. Έτσι, το κάθε κράτος θα μπορεί να ζυγίσει τα «υπέρ και τα κατά» της κάθε κατηγορίας και να επιλέξει «ελεύθερα» σε ποια κατηγορία θέλει ν’ ανήκει αναφορικά με τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.

Σ’ αυτή την πρόταση ο Miran προσθέτει τη δημιουργία ενός «δασμολογικού τείχους» γύρω απ’ την Κίνα. Τα κράτη που θέλουν ν’ ανήκουν στην κατηγορία του συμμάχου των ΗΠΑ θα πρέπει να επιβάλλουν κι αυτά δασμούς στην Κίνα. Βλέπουμε ήδη ο Τραμπ κι ο Lutnick, ο αμερικανός υπουργός εμπορίου, να υπαινίσσονται κάτι τέτοιο εμμέσως πλην σαφώς στις αναρτήσεις τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ύστερα απ’ την επιβολή δασμών 125% στην Κίνα (που μετά έγινε 145%) και μείωση των δασμών στο 10% για τα υπόλοιπα κράτη για 3 μήνες ώστε να ξεκινήσουν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις. Στις αναρτήσεις αυτές ο Τραμπ αναφέρεται σε «έλλειψη σεβασμού που έχει επιδείξει η Κίνα στις παγκόσμιες αγορές» κι ότι ελπίζει πως σύντομα «η Κίνα θα συνειδητοποιήσει ότι οι ημέρες που κατέκλεβε τις ΗΠΑ κι άλλες χώρες δεν είναι πλέον βιώσιμες ή αποδεκτές». O Lutnick έγραψε ότι «[ο] κόσμος είναι έτοιμος να εργαστεί μαζί με τον πρόεδρο Τραμπ για την επιδιόρθωση του παγκόσμιου εμπορίου, κι η Κίνα έχει επιλέξει την αντίθετη κατεύθυνση». Ή μ’ εμάς ή μ’ αυτούς. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι, τελικά, θα βρεθούν κράτη πρόθυμα να συμμετέχουν σ’ ένα τέτοιο δασμολογικό τείχος. Η Κίνα «εξάγει» ανεργία και δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες με τις οποίες έχει εμπορικό πλεόνασμα. Τόσο η ΕΕ, η Ινδία κι η Ιαπωνία έχουν επανειλημμένως καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθενται ν’ απορροφήσουν μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος της Κίνας. Άλλωστε, η ΕΕ ήδη επιβάλλει δασμούς στην Κίνα[8]. Έτσι, ο σχηματισμός ενός «σινικού δασμολογικού τείχους» απ’ τις ΗΠΑ και τους συμμάχους για τη τόνωση των δικών τους βιομηχανιών θα είναι μια προσπάθεια οι χώρες που τρέχουν εμπορικά ελλείμματα με την Κίνα να «εξάγουν» πίσω στην Κίνα την ανεργία και τα δημοσιονομικά ελλείμματα που «εξήγαγε» πρώτη η Κίνα σ’ αυτές[9]. Πρόκειται για το παιχνίδι της εξαθλίωσης των άλλων κρατών που είδαμε να περιγράφει η Robinson. Να σημειώσουμε επίσης ότι μια πιθανή επίτευξη ενός τέτοιου δασμολογικού τείχους θα σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειώσουν τους δασμούς που έχουν επιβάλλει στην Κίνα χωρίς να μειωθεί η οικονομική πίεση που της ασκείται καθώς θα προστεθούν δασμοί από άλλα κράτη.

Η προτεινόμενη «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο»

Όπως είδαμε παραπάνω, οι δασμοί, όπως και να εξελιχθούν, οδηγούν σε ενίσχυση του δολλαρίου απέναντι στο νόμισμα της χώρας επί της οποίας επιβάλλονται οι δασμοί. Όμως, το υπερβολικά ισχυρό δολλάριο είναι κάτι που η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ως δομικό μέρος του προβλήματος. Συνεπώς, το επόμενο βήμα είναι η νομισματική πολιτική. Ο Miran ισχυρίζεται ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να εφαρμοστεί και μόνη της, όμως την αντιμετωπίζει περισσότερο ως συνέχιση των δασμών. Ένα λιγότερο ισχυρό δολλάριο θα είναι θετικό για την αμερικανική εξαγωγική μεταποίηση και για το αμερικανικό χρέος.

Η υποτίμηση του δολλαρίου μπορεί να γίνει με μονομερείς ενέργειες. Μια δυνατότητα είναι η κυβέρνηση Τραμπ να ενεργοποιήσει την Πράξη Οικονομικών Εξουσιών σε περιόδους Διεθνούς Έκτακτης Ανάγκης (IEEPA). Η IEEPA είναι ένας αμερικανικός νόμος του 1997 που προσδίδει έκτακτες οικονομικές εξουσίες στον πρόεδρο των ΗΠΑ σε περιστάσεις κρίσεων. Η κυβέρνηση μπορεί να χαρακτηρίσει την οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας, και το υπουργείο οικονομικών να επιβάλει ένα «τέλος χρήσης» σε όσους κρατούν αμερικανικά ομόλογα στο εξωτερικό, το οποίο θα παρακρατηθεί απ’ τον τόκο που πληρώνει το ομόλογο. Κάτι τέτοιο θ’ αποθαρρύνει την περαιτέρω συσσώρευση αμερικανικών ομολόγων ως αποθεματικό, οπότε θα ρίξει την αξία του δολλαρίου. Η κίνηση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί απ’ το γεγονός πως εντός των ΗΠΑ, οι τόκοι που πληρώνουν τ’ αμερικανικά ομόλογα φορολογούνται, οπότε πρόκειται για μια εξίσωση των συνθηκών των ξένων ομολογιούχων με τους Αμερικανούς. Ακόμη κι αν η ζήτηση γι’ αμερικανικά ομόλογα αποδειχτεί ανελαστική και δεν πέσει, οπότε δεν πέσει και το δολλάριο, τουλάχιστον θα μειωθεί ο τόκος που πληρώνουν οι ΗΠΑ για το χρέος τους. Επίσης, αυτό το «τέλος χρήσης» επί των ομολόγων θα μπορούσε να είναι διαφορικό: μικρότερο ή ακόμη και μηδενικό για τους συμμάχους των ΗΠΑ κι υψηλότερο για τους εχθρούς, πχ, η Κίνα. Η δεύτερη μονομερής ενέργεια που θα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν οι ΗΠΑ θα ήταν ν’ αγοράσουν ξένα νομίσματα κι ομόλογα. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει είτε η αμερικανική κεντρική τράπεζα είτε το υπουργείο οικονομικών μέσω του Ταμείου Σταθεροποίησης Ισοτιμιών. Επειδή το ΤΣΙ είναι μικρό, ο Miran προτείνει η χρηματοδότηση της αγοράς ξένων νομίσματων να στηριχτεί στα χρυσά αποθεματικά των ΗΠΑ. Το ΤΣΙ θ’ αγοράζει ξένα νομίσματα πουλώντας προθεσμιακά συμβόλαια δολλαρίου, και μετά θα πωλείται χρυσός για δολλάρια ώστε να καλυφθούν τα προθεσμιακά.

Οι πολυμερείς ενέργειες για την υποτίμηση του δολλαρίου είναι δυσκολότερο να εφαρμοστούν, καθώς απαιτούν τη συνεργασία τρίτων κρατών. Μπορούν να είναι είτε διμερείς και να υπάρξει ξεχωριστή διαπραγμάτευση με διαφορετικούς όρους με το κάθε κράτος, είτε μπορεί να υπάρξει μια πολυμερής συμφωνία στην οποία θα συμμετέχουν από κοινού πολλά κράτη. Ο Miran υποστηρίζει την πολυμερή συμφωνία για την εγκαθίδρυση ενός νέου παγκόσμιου νομισματικού πλαισίου, στα πρότυπα της Συμφωνίας Μπρέτον Γουντς ή της Συμφωνίας Πλάζα. Η προτεινόμενη αυτή συμφωνία φέρει την κωδική ονομασία «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο», απ’ το Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, το θέρετρο στο οποίο βρίσκεται η έπαυλη του Τραμπ. Μια τέτοια διακρατική συμφωνία για την υποτίμηση του δολλαρίου δεν θα ήταν πρωτοφανή. Στη Συμφωνία Πλάζα το 1985, οι ΗΠΑ μαζί με τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, να πουλήσουν συντονισμένα δολλάρια κι αμερικανικά ομόλογα σε βάθος διετίας ώστε να μειωθεί στο μισό η ισοτιμία του δολλαρίου προς το γιεν και το γερμανικό μάρκο, με σκοπό να καταστούν ανταγωνιστικές οι αμερικανικές εξαγωγές. Άλλα πιθανά μέτρα για τη «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο» θα ήταν τα κράτη να αγοράσουν πολύ μακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα, πχ 100ετή ή ακόμη και διαρκή ομόλογα, δηλαδή χωρίς ημερομηνία ωρίμανσης. Έτσι, η αποπληρωμή του αμερικανικού χρέους μετατοπίζεται στο πολύ μακρινό μέλλον αφήνοντας στο βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα μόνο την πληρωμή των τόκων. Ανταλλάσοντας τα δολλάριά τους και τα μεσομακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογά τους με ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα ομόλογα, «[ο]ι κάτοχοι αποθεματικών κρατούν λιγότερα δολλαριακά αποθεματικά, ωθώντας τα νομίσματά τους υψηλότερα [έναντι του δολλαρίου], όμως τ’ αποθεματικά που κρατούν είναι μακρύτερης ωρίμανσης, βοηθώντας στον περιορισμό της απόδοσής τους».

Το πρόβλημα είναι ότι τρέχουσα χαμηλή ανάπτυξη της ΕΕ και το εξαγωγικοκεντρικό μόντελο της Κίνας, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό της ως αναδυόμενη δυνητική ηγεμονική δύναμη με τις ΗΠΑ, καθιστούν σχεδόν αδύνατο η ΕΕ κι η Κίνα ν’ αποδεκτούν μια τέτοια συμφωνία. Γι’ αυτόν τον λόγο οι δασμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως απειλή για την προώθηση μιας τέτοιας συμφωνίας. Μια δεύτερη απειλή, για τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ κι άλλους συμμάχους των ΗΠΑ, θα μπορούσε να είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θα θέτουν πλέον υπό την αμυντική τους ομπρέλα όσα κράτη δεν συμμετάσχουν σε μια τέτοια συμφωνία. Τρίτον, υπάρχουν διάφορα εργαλεία των κεντρικών τραπεζών για την παροχή ρευστότητας αν κάτι τέτοιο καταστεί αναγκαίο[10]. Έτσι, όχι μόνο αμβλύνεται ο κίνδυνος έλλειψης ρευστότητας απ’ την κατοχή μακροπρόθεσμων ομολόγων, αλλά επίσης η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν θα προσφέρει καμία στήριξη στις κεντρικές τράπεζες των κρατών που δεν θα συμμετέχουν στη νομισματική συμφωνία, οπότε πρόκειται για μια ακόμη απειλή για τον εξαναγκασμό συμμετοχής των κρατών στη συμφωνία. Έτσι, η προτεινόμενη «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο» θα έχει ως αποτέλεσμα «οι εμπορικοί μας εταίροι να φέρουν ένα αυξημένο μερίδιο του βάρους της χρηματοδότησης της παγκόσμιας ασφάλειας, κι η χρηματοδότηση αυτή θα γίνει μ’ ένα ασθενέστερο δολλάριο που θα αναδιανέμει συνολική ζήτηση προς τις ΗΠΑ και μια αναδιανομή του επιτοκιακού κινδύνου απ’ τους Αμερικανούς φορολογούμενους προς ξένους φορολογούμενους. Θα οριοθετήσει επίσης με μεγαλύτερη σαφήνεια τις γραμμές της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας, απομακρύνοντας την αβεβαιότητα γύρω απ’ το ποιος δικαιούται προστασία και ποιος όχι».

Για την επιτυχία μιας τέτοιας νομισματικής συμφωνίας, αλλά και για κάποιες απ’ τις μονομερείς ενέργειες, θα χρειαστεί η συνεργασία της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας με την κυβέρνηση Τραμπ. O Miran αναφέρεται στο ιστορικό τόσο συνεργασιών όσο κι αντιπαραθέων μεταξύ της κεντρικής τράπεζας και του υπουργείου οικονομικών. Η κεντρική τράπεζα, όπως η ίδια δηλώνει διαρκώς, έχει μια διπλή εντολή: τιμολογιακή σταθερότητα κι επιδίωξη πλήρους απασχόλησης. Ο Miran ισχυρίζεται ότι, βάσει του Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, στην πραγματικότητα υπάρχει και τρίτη εντολή: η κεντρική τράπεζα «προωθεί αποτελεσματικά τους στόχους της μέγιστης απασχόλησης, των σταθερών τιμών και των ήπιων μακροπρόθεσμων επιτοκίων»[11]. Οπότε, αν οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ οδηγήσουν σ’ εκτόξευση των επιτοκίων, η κεντρική τράπεζα υποχρεούται να παρέμβει και να εκπληρώσει τη τρίτη της εντολή συγκρατώντας τα επιτόκια. Ο Miran γράφει ότι για να συνεργαστεί η κεντρική τράπεζα, πρέπει «να της προσφερθούν οι εξής όροι: δημόσια στήριξη απ’ τον πρόεδρο· δημόσια αναγνώριση απ’ τον Λευκό Οίκο ότι η παρέμβαση θα είναι προσωρινή, για την μεταβατική περίοδο, κι όχι μόνιμη· και πολιτική στήριξη για τις αποφάσεις της για τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια ώστε να μπορεί να συνεχίσει να επιτυγχάνει τους σκοπούς της για την απασχόληση και τον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, η κεντρική τράπεζα μάλλον θ’ απαιτήσει εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της να χρησιμοποιήσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια για να επιτυχεί τις εντολές της για τον πληθωρισμό και την απασχόληση. Ο συνδυασμός αυτός ουσιαστικά θα θέσει ένα όριο στην καμπύλη αποδόσεων, όχι το απόλυτο επίπεδο των μακροπρόθεσμεων επιτοκίων».

Τέλος, ο Miran λέει ότι μια εναλλακτική «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο» θα μπορούσε να μην επικεντρώνει στο νόμισμα, αλλά στις επενδύσεις. Αντί για συμφωνία για την υποτίμηση του δολλαρίου θα μπορούσε να είναι μια συμφωνία στην οποία άλλα κράτη, ιδίως η Κίνα, θα κάναν μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις στις ΗΠΑ μ’ αντάλλαγμα την κατάρτηση των αμερικανικών δασμών, κι αναφέρεται σε κάποιες προεκλογικές δηλώσεις του Τραμπ ότι θα καλοσώριζε τη δημιουργία κινεζικών εργοστασίων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ. Όμως, ο Miran ισχυρίζεται ότι επειδή η Κίνα αθέτησε τη Φάση 1 της συμφωνίας που είχε κάνει με τις ΗΠΑ κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, θα πρέπει να ληφθούν κάποια μέτρα ασφαλείας για τη τήρηση της συμφωνίας, όπως το να παραδωθούν τ’ αμερικανικά ομόλογα που κρατά η Κίνα σε κάποιον μεσεγγυητή.

Απ’ τη θεωρία στην πράξη

Φυσικά, ο Miran αναγνωρίζει ότι η αναδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορικού και νομισματικού συστήματος δεν είναι εύκολο έργο κι απαιτεί μια πολύ λεπτή ισορροπία. Διαρκώς αναφέρεται στους πιθανούς κινδύνους κάθε μέτρου που προτείνει και βασικός κανόνας για όσα προτείνει είναι ότι πρέπει να εφαρμοστούν σταδιακά και να επικοινωνηθούν με σαφήνεια από πριν και να συζητηθούν με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Διαρκώς αναφέρεται σε συγκεκριμένους αριθμούς (πχ, 10% δασμοί προς όλους ή 60% δασμούς στην Κίνα) που βασίζει σε συγκεκριμένους υπολογισμούς. Μολαταύτα, αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί όλες οι αμερικανικές κινήσεις να προαναγγέλονται καθώς ο αιφνιδιασμός κι η έλλειψη πληροφοριών για το πλάνο των ΗΠΑ αποτελεί σημαντικό χαρτί για την πίεση των άλλων κρατών, ιδίως της Κίνας. Στην πράξη, είδαμε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ναι μεν ήταν γνωστό στο ευρύ κοινό το γενικό πλάνο του Τραμπ για επανάληψη των δασμών ιδίως για την Κίνα απ’ την προεκλογική του εκστρατεία, οι ξένες κυβερνήσεις κι ο κόσμος του χρηματοπιστωτισμού γνωρίζαν τις θέσεις του Bessent για τον χωρισμό των κρατών σε 3 κατηγορίες και για τη σύνδεση μεταξύ του εμπορίου και της άμυνας κι είχαν διαβάσει και συζητήσει το κείμενο του Miran, όμως απ’ τη στιγμή που o Τραμπ ανέλαβε την προεδρία δεν φαίνεται να έγινε κάποια προσπάθεια προσέγγισης ξένων κυβερνήσεων, έστω των συμμάχων, για κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις και προσπάθεια δημιουργίας κοινού μετώπου ενάντια στην Κίνα. To ίδιο και για τράπεζες κι άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο εσωτερικό για στήριξη των πολιτικών της κυβέρνησης.

Βέβαια, ίσως να έγιναν κάποιες μυστικές συζητήσεις για τις οποίες δεν γνωρίζουμε, όπου να έγινε σαφής η άρνηση των προτάσεων της κυβέρνησης Τραμπ τόσο εγχώρια όσο και στο εξωτερικό η οποία να οδήγησε σ’ αυτή τη φαινομενική αντίφαση με τη σταδιακότητα που προτείνει ο Miran. Δεν πρέπει όμως και να ξεχνάμε ότι ο Miran μπορεί να είναι μεν ο επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του Τραμπ, όμως δεν είναι εκείνος που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις. Αυτές τις λαμβάνει ο Τραμπ με τον Bessent – ίσως και τον Lutnick σε κάποιες λίγες περιπτώσεις. Οπότε, ενδέχεται να υπήρξε μια συνειδητή επιλογή στα πλαίσια μιας τακτικής «σοκ και δέους». Το φαινομενικό χάος ίσως να ήταν πολύ καλά οργανωμένο – «η φαινομενική σύγχυση είναι προϊόν τάξης»[12]. Ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι ότι, μολονότι η εξαίρεση των ημιαγωγών, των ηλεκτρονικών συσκευών, κλπ, από τους «ανταποδοτικούς δασμούς» 125% στην Κίνα κι αναφορά ότι θα υπάρξει ειδική κατηγορία δασμών επί τους οποίους δεν θα προστίθεται το 125% ήταν ρητές στο σχετικό διάταγμα από την πρώτη στιγμή που εκδώθηκε, τα μήντια, τόσο αμερικανικά όσο και ξένα, ποτέ δεν ασχολήθηκαν να το διαβάσουν αναλυτικά οπότε ξεκινήσαν τ’ άρθρα ότι η τιμή του iPhone θα φτάσει τα 3-4 χιλιάδες δολλάρια, κλπ. Η κυβέρνηση Τραμπ άφησε αυτή την παραπληροφόρηση ν’ αναπαράγεται για δύο ημέρες, κι όταν τελικά έκανε την ανάρτηση στο Truth Social ότι οι ημιαγωγοί, κλπ, εξαιρούνται απ’ τους «ανταποδοτικούς δασμούς» 125% ήταν πάλι ασαφής, καθώς ούτε διευκρίνισε ότι πρόκειται για κάτι που ήδη ισχύει ούτε διευκρίνισε ότι ισχύει όμως γι’ αυτούς ο δασμός 20% που δεν είναι «ανταποδοτικός» αλλά κύρωση για τη φαιντανύλη. Οπότε παρουσιάστηκε ως κωλουτούμπα. Κι ύστερα από δύο ημέρες απ’ την ανάρτηση του Τραμπ, ο Lutnick δήλωσε σε συνέντευξή του ότι θα υπάρξει ειδικός δασμός για ημιαγωγούς και φαρμακευτικά σκευάσματα ο οποίος τίθεται εκτός των εμπορικών διαπραγματεύσεων επειδή πρόκειται για τομείς που αφορούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Οπότε, κάτι που ήταν το πλάνο απ’ την αρχή παρουσιάστηκε μηντιακά ως αποτέλεσμα κωλουτούμπας σε προηγούμενη κωλοτούμπα.

Άλλη ένδειξη ότι το φαινομενικό χάος ήταν προσχεδιάσμενο είναι κι οι δασμοί που επιβλήθηκαν προς τα υπόλοιπα κράτη. Μερικές ημέρες μετά την παρουσίαση του «τιμοκαταλόγου» με τους δασμούς την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», ανακοινώθηκε ότι οι δασμοί προς όλα τα κράτη πλην της Κίνας πέφτουν στο 10% για 3 μήνες ώστε να διεξαχθούν εμπορικές διαπραγματεύσεις. Το 10% προς όλους είναι ακριβώς ο δασμός που αναφέρει ο Miran στο κείμενό του. Οπότε, το αρχικό πλάνο παρουσιάστηκε ως υποχώρηση στα πλαίσια «καλής θελήσεως» ώστε να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό το φαινομενικό χάος θα συνεχιστεί ανά κάποια χρονικά διαστήματα γι’ αποσυντονισμό κι αβεβαιότητα ως εκφοβισμό.

Βάσει όσων έχουμε προαναφέρει, καθώς και δύο ακόμη παλιότερων μελετών του Miran[13], θεωρούμε ότι οι δασμοί είναι το πρώτο στάδιο στο πρόγραμμα της κυβέρνησης Τραμπ. Στις εμπορικές διαπραγματεύσεις θ’ ασκηθεί μεγάλη πίεση ότι για την κατάργηση ή πολύ σημαντική μείωση των δασμών και τη συμμετοχή στην αμερικανική αμυντική ομπρέλα, τ’ άλλα κράτη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιήσουν μεγάλες αγορές αμερικανικών αμυντικών συστημάτων (πιθανόν να τεθεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό των ετήσιων αμυντικών δαπανών τους που θα πρέπει να κατευθύνεται σ’ αμερικανικά όπλα) και να επιβάλλουν δασμούς στην Κίνα (ή ίσως κάποιο άλλο ισοδύναμο μέτρο για τον περιορισμό των εμπορικών τους σχέσεων με την Κίνα, πχ κάποιες συγκεκριμένες συμφωνίες μ’ αμερικανές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας). Αυτά για όσα κράτη θέλουν ν’ ανήκουν στην κατηγορία του «συμμάχου» των ΗΠΑ. Οι απαιτήσεις θα είναι μικρότερες για τα κράτη που επιλέξουν να είναι «ουδέτερα», όμως θα τεθούν εκτός στρατιωτικής προστασίας των ΗΠΑ και θα έχουν σχετικά υψηλούς δασμούς κι ίσως κι άλλους περιορισμούς στην πρόσβαση των αμερικανικών αγορών.

Αφού οι ΗΠΑ επιτύχουν εμπορικές συμφωνίες μ’ έναν μεγάλο αριθμό κρατών, κι αφού γίνουν κάποια πρώτα βήματα για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, ή παράλληλα μ’ αυτά, στο εσωτερικό θα προχωρήσουν με τις σχεδιασμένες απορρυθμίσεις. Ύστερα, ο Τραμπ θα επιλέξει τον νέο πρόεδρο της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. O Powell, ο τρέχον πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, μολονότι ήταν ο Τραμπ που τον επέλεξε για πρόεδρο, ήδη απ’ την πρώτη θητεία Τραμπ ερχόταν σε σύγκρουση μαζί του κι ακολουθούσε με σχετική αυστηρότητα την πεπατημένη των οικονομικών του συρμού σχετικά με τη νομισματική πολιτική χωρίς να ενδίδει στις πιέσεις του Τραμπ. Ήδη ο Τραμπ ασκεί δημοσίως πίεση στον Powell για το ζήτημα των επιτοκίων τον τελευταίο καιρό, και μάλλον ο Powell ούτε τώρα θα ενδώσει. Πριν μπορέσει η κυβέρνηση Τραμπ να ξεκινήσει το δεύτερο στάδιο του σχεδίου της, αυτό για την υποτίμηση του δολλαρίου, χρειάζεται η κεντρική τράπεζα να συνεργαστεί με την κυβέρνηση και να στηρίξει το σχέδιό της, οπότε μάλλον θα χρειαστεί ο Powell ν’ αντικατασταθεί[14]. Κι αφού τακτοποιηθεί το ζήτημα της κεντρικής τράπεζας, τότε θα μπορεί να ξεκινήσει το δεύτερο στάδιο του σχεδίου της κυβέρνησης Τραμπ, με πιθανότερη την προσπάθεια επίτευξης μιας πολυμερούς «Συμφωνίας Μαρ-α-Λάγκο» παρά μονομερείς ενέργειες. Αν κι ίσως δούμε και κάποιες μονομερείς νομισματικές ενέργειες ως εκβιασμό για την επίτευξη συμφωνίας στα πλαίσια συνέχισης της τακτικής «σοκ και δέος».

Παραμένει όμως ακόμη αναπάντητο το κεντρικό ερώτημα: ποιος είναι ο τελικός σκοπός με την Κίνα; Η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να της ασκήσει την μέγιστη δυνατή πίεση ώστε να την οδηγήσει σε υποχωρήσεις ή σε μια προσπάθεια να επιτύχει τον οικονομικό στραγγαλισμό της; Κλίνουμε ισχυρά προς το πρώτο, όμως κρίνουμε ότι δεν έχουμε ακόμη αρκετές πληροφορίες ώστε να μπορεί ν’ αποκλειστεί ρητά το δεύτερο σενάριο. Μια τέτοια προσπάθεια να οδηγήσουν την Κίνα σε άμεση κατάρρευση κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε την Κίνα να κηρύξει πόλεμο στις ΗΠΑ σε μια απελπισμένη προσπάθεια να επιβιώσει. Αντιθέτως, η καλύτερη κίνηση θα ήταν μεν μια διαρκής μεγάλη πίεση στην Κίνα τέτοια όμως που θα οδηγούσε μια σταδιακή, όχι ραγδαία, επιδείνωση των ήδη υπάρχοντων μεγάλων οικονομικών, κι ευρύτερων κοινωνικών, προβλημάτων της ώστε ν’ αποσυντεθεί και να πέσει εκ των έσω. Οι ΗΠΑ ήδη το καταφέραν μια φορά με την ΕΣΣΔ – αν κι ομολογουμένως υπό τελειώς διαφορετικές συνθήκες. Μολαταύτα, το πιθανότερο είναι επιχειρήσουν ξανά το ίδιο. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες οι ΗΠΑ να έχουν ως πρώτη επιλογή μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Κίνα, έχουν οικονομικούς μεθόδους να την αντιμετωπίσουν[15]. Οι μεγαλύτεροι πόλεμοι διεξάγονται χωρίς να πέσει ούτε μία σφαίρα.

Οι ΗΠΑ ως princemaker

Υπάρχει μια χώρα στους BRICS που βρίσκεται σε άμεσο οικονομικό ανταγωνισμό με την Κίνα και θέλει να γίνει Κίνα στη θέση της Κίνας. Πρόκειται για την Ινδία. Οι ΗΠΑ ακολουθούν την ίδια στρατηγική που είχαν ακολουθήσει στον Ψυχρό Πόλεμο. Τότε, είχαν προσεγγίσει την Κίνα ώστε ν’ απομονώσουν την ΕΣΣΔ. Σήμερα, έχουν προσεγγίσει την Ινδία για ν’ απομονώσουν την Κίνα[16]. Ακόμη και μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ήταν οι ΗΠΑ που ανυψώσαν την Κίνα σε δυνητικά αναδυόμενη ηγεμονική δύναμη με την ένταξή της στον ΠΟΕ, και τώρα προσπαθούν να τη σαμποτάρουν υποστηρίζοντας την Ινδία ώστε να την μετατρέψουν σε ανερχόμενη δύναμη που θα παραγκωνίσει την Κίνα. Κι αν η Ινδία γίνει αρκετά ισχυρή, θα έρθει κι η σειρά της ν’ ανατραπεί. Οι ΗΠΑ αναδεικνύουν οι ίδιες τον μελλοντικό αντίπαλό τους ώστε να υπονομεύσουν τον σημερινό. Πρόκειται για μια παραλλαγή του γνωστού kingmaking. Οι ΗΠΑ είναι ήδη ο «βασιλιάς», οπότε αυτό που κάνουν είναι να επιλέγουν έναν «πρίγκηπα», έναν «διάδοχό» τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Ινδία. Έτσι, ο τρέχον αντίπαλός τους, η Κίνα, δέχεται πίεση τόσο απ’ τον «βασιλιά», τις ΗΠΑ, που βρίσκονται από πάνω της, όσο κι απ’ τον «πρίγκηπα», την Ινδία, που βρίσκεται από κάτω της. Προσοχή: αυτό δεν σημαίνει ότι η Ινδία θα είναι στενός σύμμαχος των ΗΠΑ όπως, πχ, το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Αυστραλία. Η Κίνα δεν υπήρξε ποτέ σύμμαχος των ΗΠΑ παρά την αμερικανική στήριξη, το ίδιο και τώρα με την Ινδία. Τόσο οι ΗΠΑ όσο κι η Ινδία κατανοούν ότι πρόκειται για μια σχετικά άτυπη συμμαχία μεταξύ αντιπάλων λόγω ενός κοινού #1 εχθρού.

Σκοπός των αναταραχών στην Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια είναι η σχεδιαζόμενη διάνοιξη του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC). Ο εμπορικός δρόμος αυτός είναι η απάντηση της Ινδίας στον νέο κινεζικό δρόμο του μεταξιού. Για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτός ο δρόμος χρειάζεται να διαφυλαχτεί απ’ το Ιράν και τους συμμάχους του – το Ιράν έχει τόσο δικούς του λόγους να εναντιώνεται σ’ αυτόν τον δρόμο, αλλά είναι επίσης και σύμμαχος της Κίνας. Άλλωστε, ο νέος κινέζικος δρόμος του μεταξιού περνάει μέσα απ’ το Ιράν. Η διάνοιξη του IMEC πλήττει εξίσου την Κίνα και το Ιράν. Με τον Άσσαντ, τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς εκτός πλάνου και το Ιράν απομονωμένο στην περιοχή -υπάρχουν λίγο πιο κάτω κι οι Χούθι που είναι σύμμαχοι του Ιράν και που και που ρίχνουν κανά πύραυλο προς το Ισραήλ, όμως αποτελούν μεγαλύτερο πρόβλημα για κάποια θαλάσσια περάσματα παρά για τον IMEC- το πεδίο είναι ανοικτό για τη διάνοιξη του IMEC. Έτσι, το Ισραήλ, με τη στήριξη της Ινδίας[17] και των ΗΠΑ, διασφαλίζει τη στρατιωτική ασφάλεια στην περιοχή για τη διάνοιξη, και μελλοντικά την ομαλή λειτουργία, του IMEC.

Όπως προαναφέραμε, οι ΗΠΑ θέλουν να προσεγγίσουν κυρίως βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Κίνα. Τι θα γίνει όμως με τις βιομηχανίες εντάσεως εργασίας αν δεν μπορούν να παραμείνουν στην Κίνα και τα υποκατάστατά[18] της λόγω δασμών και δεν μπορούν να μεταφερθούν στις ΗΠΑ λόγω των υψηλών αμερικανικών μισθών; Είναι σίγουρο ότι η Ινδία με τις ΗΠΑ θα κλείσουν κάποια εμπορική συμφωνία[19], οπότε η Ινδία θα έχει μηδενικούς ή χαμηλούς δασμούς κι έτσι θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στην αμερικανική αγορά. Ο IMEC που έρχεται θα λύσει τρέχοντα ζητήματα logistics για το διεθνές εμπόριο της Ινδίας. Η Ινδία έχει επίσης φτηνά εργατικά χέρια. Οπότε, είναι ο κατάλληλος προορισμός για την μετεγκατάσταση των βιομηχανιών εντάσεως εργασίας αν πετύχει το σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ για την Κίνα[20]. Το σχέδιο είναι σαφές: να χτυπηθεί η κινεζική βιομηχανία και να γίνει μεταφορά των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας στις ΗΠΑ και των βιομηχανιών εντάσεως εργασίας στην Ινδία.

Το φάντασμα της παρελθοντικής ανάπτυξης

Η Ιαπωνία ήταν μια χώρα που εκβιομηχανίστηκε με κρατικές επιδοτήσεις, βάσισε την οικονομία της στη φτηνή εργασία και τις εξαγωγές, το κράτος προωθούσε την έρευνα κι ανάπτυξη και την καινοτομία, κι έτσι αναπτύχθηκε και κατέληξε ηγέτης της παγκόσμιας βιομηχανίας κι υψηλής τεχνολογίας. Στα 70s και 80s γίνονταν οι συζητήσεις που γίνονται σήμερα για την Κίνα: ότι η Ιαπωνία θα υπερβεί την αμερικανική οικονομία, το γιεν θ’ αντικαταστήσει το δολλάριο, κλπ.

Και τελικά ήρθε το σκάσιμο της φούσκας του ιαπωνικού real estate, τα δάνεια δεν μπορούσαν να εξυπηρετεθούν κι οι τράπεζες κλείσαν τις κάνουλες με το χρήμα να εξαφανίζεται απ’ την αγορά, το ιαπωνικό χρηματιστήριο κατέρρευσε, εταιρείες βαρούσαν χρεωκοπία δεξιά αριστερά και ξεκίνησε ο αποπληθωρισμός, δηλαδή, απαξίωση κεφαλαίου. Αυτό δηλαδή που πάνω-κάτω έχει ξεκινήσει να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Κίνα και προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει η κινεζική κεντρική τράπεζα και κυβέρνηση.

Η Κίνα δεν έχει τα δομικά προβλήματα που είχε η Ιαπωνία και την εμποδίσαν ν’ ανακάμψει μετά την κρίση. Όμως, αν ελλείψει τέτοιων δομικών προβλημάτων προστεθούν εξωτερικά προβλήματα, πίεσεις απ’ τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, πολύ πιθανόν η Κίνα ν’ ακολουθήσει μια παρόμοια πτωτική τροχιά με αυτή που χάραξε κάποτε η Ιαπωνία.

Κι εμείς;

Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή και μέχρι να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα παραμένει ασαφές ποιες ακριβώς οι επιπτώσεις για τις εργατικές τάξεις παγκοσμίως. Τα πράγματα εξαρτώνται απ’ το κατά πόσον θα πετύχει το σχέδιο των ΗΠΑ, ποια κράτη θα κλείσουν συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τι ακριβώς θα προβλέπουν, ποιο τελικά το επίπεδο δασμών, αν θα σχηματιστεί κάποιο σινοκεντρικό μπλοκ, κλπ. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα έχει θετικά αποτελέσματα για το προλεταριάτο γενικά. Τα ενδεχόμενα είναι δύο: είτε επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης του συνόλου των εργατικών τάξεων παγκοσμίως, είτε επιδείνωση για τις εργατικές τάξεις κάποιων κρατών και μια βελτίωση για τμήματα των εργατικών τάξεων κάποιων άλλων κρατών. Θα επανέλθουμε όταν αρχίσει να διαμορφώνεται μια σαφέστερη εικόνα.

Το μόνο που έχουμε να πούμε προς το παρόν κλείνοντας είναι ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες η κυβέρνηση Τραμπ να επιτύχει να συσπειρώσει ένα αντικινεζικό μπλοκ για να πιέσει την κινεζική οικονομία και να κλείσει τελικά και μια νομισματική «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο». Σ’ αυτή την περίπτωση το πιθανότερο είναι να δούμε την Κίνα να προσπαθήσει να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση προβαίνοντας σε μεγάλες ελλειμματικές δαπάνες. Δεν πρέπει να θεωρεί κανείς ότι οι αμερικανικές απειλές προς τα κράτη συμμάχους θα εμποδίσουν τη συστράτευσή τους με τις ΗΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν, μια ημέρα βγήκε ο Νίξον κι είπε στον πλανήτη: «Θυμάστε που σας είχαμε πει να προσδέσετε τα νομίσματά σας στο δολλάριο κι όποτε θέλετε θα μετατρέψουμε τα δολλάριά σας σε χρυσό; lol, jk bye». Εντάξει, το είχε διατυπώσει λίγο διαφορετικά αλλά αυτή ήταν η ουσία. Μολαταύτα, τα κράτη υποτελείς των ΗΠΑ παρέμειναν υποτελείς επειδή είχαν ανάγκη τις ΗΠΑ. Δεν μπορεί κανείς ν’ αποκλείσει ότι θα επαναληφθεί το ίδιο για ακριβώς τον ίδιο λόγο.

Σημειώσεις:

  1. https://www.cnbc.com/2025/04/03/how-did-the-us-arrive-at-its-tariff-figures-.html.
  2. Αυτό το επιβεβαίωσε δημοσίως κι ο Miran: https://www.youtube.com/live/RMB_OYqV-HE?feature=shared&t=675.
  3. Για να καταλάβει κανείς τι νομισματικό γεράκι είναι ο Bessent, αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι το 1992 ο Bessent δούλευε επικεφαλής του αγγλικού παραρτήματος του fund του Soros. Όταν ο Soros με τον Druckenmiller σχεδιάσαν την επίθεση στη βρετανική λίρα, υπεύθυνος επί του πεδίου στην εφαρμογή του σχεδίου ήταν ο Bessent. Η ιστορία γνωστή: η λεγόμενη Μαύρη Τετάρτη του 1992 που κατέρρευσε η ισοτιμία της βρετανικής λίρας, το βρετανικό επιτόκιο βάσης εκτινάχθηκε, συνολικά πάνω από 3 δισ. λίρες ζημία για την Αγγλία, κλπ. Όταν η κυβέρνηση Τραμπ διατυπώνει οικονομικές απειλές δεν αστειεύεται. Μπορεί ο απώτερος σκοπός να μην είναι η εφαρμογή της απειλής κι η απειλή να λειτουργεί απλά ως εκβιασμός για διαπραγμάτευση με τους όρους των ΗΠΑ, όμως αν χρειαστεί θα εφαρμόσουν την απειλή για να γονατίσουν κάποιον προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. O Bessent δεν έχει κανέναν ενδοιασμό, τρώει ξένες οικονομίες για πρωινό.
  4. Η έρευνα του Miran μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.hudsonbaycapital.com/documents/FG/hudsonbay/research/638199_A_Users_Guide_to_Restructuring_the_Global_Trading_System.pdf.
  5. Στο κείμενό του, ο Miran ισχυρίζεται ότι όσα γράφει αποτελούν προσωπική και μόνο άποψη κι ότι δεν μιλάει εκ μέρους του Τραμπ και του επιτελείου του. Άλλωστε, όταν δημοσιεύτηκε αυτή η έρευνα, ο Miran δεν είχε επαναπροσληφθεί ακόμα απ’ τον Τραμπ. Βέβαια, πρόκειται απλά για παιχνίδι δηλώσεων. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι το επιτελείο του Τραμπ δεν είχε συνομιλίες με τον Miran ύστερα απ’ τη συνεργασία τους κατά την πρώτη του θητεία κι ότι ο Miran δεν γνώριζε ήδη ότι ο Τραμπ τον ήθελε εκ νέου σε ρόλο του οικονομικού συμβούλου της κυβέρνησης. Η έρευνα αυτή του Miran στην ουσία αποτελεί το γενικό blueprint της στρατητικής της δεύτερης θητείας Τραμπ. Θέλαν να προετοιμάσουν τον κόσμο για όσα πρόκειται να επακολουθήσουν, ιδίως τον κόσμο των αγορών, που για όσους παρακολουθούμε αυτόν τον χώρο το κείμενο έγινε γνωστό κι αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων άμεσα μόλις κυκλοφορήσε. Το κοινό που απλώς παρακολουθεί τα μήντια του συρμού μόλις τον τελευταίο καιρό άρχισε να μαθαίνει για πράγματα απ’ το πλάνο που έχει διατυπώσει ο Miran. Το ίδιο ισχύει και με τις ομιλίες του Bessent και τις συνεντεύξεις του σε οικονομικά φόρουμ, κλπ. Έτσι, η μεγάλη πλειοψηφία της αριστεράς, μαζί με τα διάφορα παρακλάδια κι ουρές της, για άλλη μια φορά πιάστηκε στον ύπνο θεωρώντας, για δεύτερη φορά, τον Τραμπ ως αλλάφρονα ενώ απλώς εφαρμόζει όσα έχουν ήδη διατυπωθεί. Ούτε στιγμή δεν τους πέρασε απ’ το μυαλό ότι δεν είναι το επιτελείο του Τραμπ ένα τσούρμο ηλίθιων, αλλά ότι οι ίδιοι έχουν μείνει πίσω απ’ τις εξελίξεις και δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις πράξεις της κυβέρνησης επειδή πιάστηκαν αδιάβαστοι.
  6. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν σκοπεύουν καθόλου σε υποτίμηση της αμερικανικής εργασιακής δύναμης. Οι απορρυθμίσεις της κυβέρνησης Τραμπ σκοπεύουν να χτυπήσουν νόμους σχετικά με τον συνδικαλισμό, οπότε οι εργάτες, έχοντας μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη μετά την απορρύθμιση, θα δεχτούν μια μισθολογική επίθεση απ’ το κεφάλαιο.
  7. Βέβαια, η κυβέρνηση Τραμπ ευελπιστούσε ότι αυτές οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ θα κατελήγαν στην αμερικανική αμυντική βιομηχανία, όμως η ΕΕ προσπαθεί να στήσει δική της αμυντική βιομηχανία (ή, ακριβέστερα, να ενισχύσει τη γερμανική και τη γαλλική) και να κλείσει συμφωνίες με την Αγγλία και τη Τουρκία. Ο λόγος είναι, πρώτον, ότι έτσι μέρος των χρημάτων μένει εντός της ΕΕ και, δεύτερον, μια μερική στρατιωτική απεξάρτηση απ’ τις ΗΠΑ. Τα σύγχρονα οπλικά συστήματα μπορούν ν’ απενεργοποιηθούν, μερικώς ή ολικώς, απ’ τον παραγωγό ύστερα από απόφαση του κράτους του παραγωγού. Οπότε, επί της ουσίας, ο αγοραστής ενός οπλικού συστήματος δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει, τουλάχιστον στην μέγιστη ικανότητά του, χωρίς την ρητή ή άρρητη άδεια του κράτους απ’ το οποίο παράχθηκε. Κι αυτό είναι κάτι που το κράτος-παραγωγός μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή οι ΗΠΑ απενεργοποιήσαν το σύστημα παρεμβολών για τα εχθρικά ραντάρ στα F-16 που έχουν δώσει στην Ουκρανία ώστε να της ασκήσουν πίεση (https://newsukraine.rbc.ua/news/us-partially-stops-support-for-f-16-fighters-1741526943.html). Αυτή η απενεργοποίηση δεν έγινε πριν παραδωθούν τα αεροσκάφη στην Ουκρανία, είναι κάτι που μπορεί να κάνει ο παραγωγός οποιαδήποτε στιγμή.
  8. Εδώ μπορεί να βρει κανείς μια αναλυτική λίστα, αν κι είναι λίγο παλιά, με τα κινεζικά προϊόντα στα οποία επιβάλλει δασμούς η ΕΕ: https://wits.worldbank.org/tariff/trains/en/country/EUN/partner/CHN/product/all.
  9. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, την παρούσα περίοδο, οι ΗΠΑ έχουν πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας που δεν απέχει πολύ απ’ αυτό που συνήθως ορίζεται ως «πλήρη απασχόληση». Πολλοί θέτουν το ερώτημα του πως θα επανδρωθεί μια ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει μεγάλη ανεργία και που η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να χτυπήσει την μετανάστευση. Η απάντηση είναι ότι αφού οι ΗΠΑ δεν θέλουν να προσελκύσουν βιομηχανίες εντάσεως εργασίας αλλά εντάσεως κεφαλαίου με υψηλά αυτοματοποιημένες παραγωγικές διαδικασίες, δεν χρειάζονται κάποια μεγάλη στρατιά ανέργων απ’ την οποία ν’ αντλήσουν. Πέραν τούτου, αποσκοπούν στην μεταφορά εργαζομένων από μη-παραγωγικούς τομείς προς αυτές τις βιομηχανίες. Για παράδειγμα, η ίδια η κυβέρνηση Τραμπ έχει δηλώσει ότι σκοπός της συρρίκνωσης του δημοσίου τομεά, πέραν απ’ την περικοπή δαπανών, είναι κι η απελευθέρωση εργαζομένων ώστε ν’ απορροφηθούν στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Lutnick σε συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι η κυβέρνηση Τραμπ προτίθεται ακόμη και ν’ αλλάξει την μεθοδολογία του υπολογισμού του ΑΕΠ (https://www.youtube.com/watch?v=182ckTL2KBA). Όπως ορθώς δηλώνει ο Lutnick, στο ΑΕΠ περιλαμβάνονται και μη-παραγωγικοί τομείς, τομείς δηλαδή που δεν παράγουν αξία κι αποτελούν καθαρή κατανάλωση, οπότε το επίσημο ΑEΠ είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι στην πραγματικότητα. Βλέπουμε τη σαφή προτεραιότητα της κυβέρνησης Τραμπ στους παραγωγικούς τομείς, συνεπώς δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε μια πιθανή μικρή σμίκρυνση του αμερικανικού τομέα υπηρεσιών που θ’ αποσκοπεί στην ανακατεύθυνση πόρων (τόσο χρημάτων όσο κι εργασίας) προς τους παραγωγικούς τομείς.
  10. Εδώ ο Miran αναφέρεται στις γραμμών ανταλλαγής νομισμάτων μεταξύ της Fed με τις ξένες κεντρικές τράπεζες (βλέπε https://www.federalreserve.gov/monetarypolicy/bst_liquidityswaps.htm) και στο Exchange Stabilization Fund του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών (βλέπε https://home.treasury.gov/policy-issues/international/exchange-stabilization-fund). Ο Miran αναφέρεται επίσης στο Bank Term Funding Program, όταν κατά τη λεγόμενη «τραπεζική κρίση του 2023» η Fed στήριξε τις εμπορικές τράπεζες δανείζοντάς τους βάσει της ονομαστικής αξίας των κρατικών ομολόγων που κρατούσαν (βλέπε https://www.richmondfed.org/publications/research/econ_focus/2024/q3_federal_reserve). Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να θεσπιστεί και μεταξύ της Fed και ξένων κεντρικών τραπεζών. Πέρα απ’ αυτά που αναφέρει ο Miran, μπορούμε να κάνουμε και κάποιες εικασίες. Kατά την κρίση του 2008 και την κρίση του κορωνοϊού, η Fed όχι μόνο δάνειζε σε τράπεζες, αλλά αγόραζε επίσης και τα κρατικά ομόλογα που κρατούσαν, καθώς και κάποιους άλλους τίτλους. Έτσι, πρόσφατα έχει ανοίξει μια συζήτηση για το κατά πόσον οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να παίζουν όχι μόνο τον ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης, αλλά και του market maker έσχατης ανάγκης (βλέπε https://www.kansascityfed.org/documents/10443/Anil_Kashyap_Remarks_JH.pdf). Οπότε, ίσως στο μέλλον να δούμε τη Fed ν’ αγοράζει αμερικανικά ομόλογα που κρατάνε οι ξένες κεντρικές τράπεζες ώστε τόσο να στηρίξει τις τράπεζες αυτές όσο και να στηρίξει την αγορά ομολόγων προσφέροντάς της ρευστότητα και βάθος.
  11. 12 U.S.C. §225a, https://uscode.house.gov/view.xhtml?path=/prelim@title12/chapter3&edition=prelim.
  12. Σουν Τσου, Η Τέχνη του Πολέμου, εκδόσεις Περίπλους, σελ. 43.
  13. Πρόκειται για δύο κείμενα του Miran για τα οποία πληροφορηθήκαμε μόλις προχτές από έναν Γάλλο σύντροφο και δεν έχουμε προλάβει να μελετήσουμε εις βάθος. Όμως, με μια πρώτη ματιά φαίνεται μεν ότι μας πληροφορούν για κάποιες γενικές κατευθύνσεις για το πλάνο της κυβέρνησης Τραμπ, όμως παράλληλα κρίνουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ αποκλίνει σημαντικά από κάποιες θέσεις που εκφράζονται εκεί. Ακόμη και το κείμενο του Miran που σχολιάζουμε εκτενώς εδώ φαίνεται να έρχεται σε κάποιες αντιφάσεις με κάποιες απ’ τις θέσεις που εκφράζονται εκεί, ιδίως με το πρώτο κείμενο. Μην ξεχνάμε ότι ο Miran είναι μεν επικεφαλής του οικονομικού συμβουλίου του Τραμπ, όμως δεν λαμβάνει αυτός τις αποφάσεις. Ο Τραμπ εκπροσωπεί συγκεκριμένα συμφέροντα συγκεκριμένων φραξιών του κεφαλαίου, οπότε οι προτάσεις κι οι θεωρίες των συμβούλων πρέπει ν’ αναπροσαρμόζονται στα συμφέροντα αυτά. Θα επανέλθουμε μελλοντικά σ’ αυτά τα κείμενα αν χρειαστεί βάσει των εξελίξεων. Το πρώτο κείμενο αφορά ένα πλάνο για μια επανεκβιομηχάνιση των ΗΠΑ βασισμένη στην αμυντική βιομηχανία (https://manhattan.institute/article/brittle-versus-robust-reindustrialization), και το δεύτερο μια προτεινόμενη αναδιάρθρωση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας ώστε να μειωθεί η ανεξαρτησία της (https://media4.manhattan-institute.org/wp-content/uploads/reform-the-federal-reserves-governance-to-deliver-better-monetary-outcomes.pdf). Θεωρούμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ εκπροσωπεί περισσότερο τα συμφέροντα του της βιομηχανίας της υψηλής τεχνολογίας παρά της αμυντικής βιομηχανίας. Οπότε, ενώ μεν η αμυντική βιομηχανία αποτελεί πυλώνα των ΗΠΑ και σαφώς ο Τραμπ θα προωθήσει τα ενεργά συμφέροντά της καθώς η εξαγωγή όπλως επιφέρει έσοδα, όμως θεωρούμε ότι οι διαρκείς αναφορές στην εθνική ασφάλεια είναι σχετικά περισσότερο πρόφαση ώστε να θέσει σ’ εφαρμογή το σχέδιο για την υποτίμηση του δολλαρίου και την εγχώρια ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας. Μπορούμε να σκεφτούμε το παράδειγμα της Γερμανίας. Η Γερμανία θέτει τη Ρωσία ως ζήτημα εθνικής κι ευρωπαϊκής ασφάλειας και γι’ αυτό προχωρά σ’ αμυντικές επενδύσεις. Όμως, ο στόχος δεν είναι η άμεση εμπλοκή της σ’ έναν πόλεμο με τη Ρωσία, αλλά η τόνωση της γερμανικής βιομηχανίας. (Τόσο η Γερμανία όσο κι άλλα ευρωπαϊκά κράτη πράγματι κρίνουν ότι η Ρωσία αποτελεί απειλή, όμως κατανοούν ότι δεν είναι άμεση απειλή κι ότι δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν χωρίς τις ΗΠΑ.) Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έχει προβλήματα κι η παραγωγή της μειώνεται, οπότε το πάγιο κεφάλαιό της πρέπει να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Μπορεί σχετικά εύκολα να προσαρμοστεί στην κατασκευή αρμάτων μάχων. Ο σκοπός είναι να μην μείνει αχρησιμοποίητο το πάγιο κεφάλαιο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας κι απαξιωθεί, όχι ένας πόλεμος με τη Ρωσία. Αντιστοίχως, οι ΗΠΑ τονίζουν την ασφάλεια περισσότερο ως πρόφαση για το σχέδιό τους παρά ως προετοιμασία πολέμου.
  14. Η θητεία του Powell τελειώνει τον Μάιο του 2026, όμως ίσως ν’ απομακρυνθεί νωρίτερα απ’ τη θέση του αν η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να επιταχύνει την εφαρμογή του σχεδίου της. Πριν μια εβδομάδα, το αμερικανικό ανώτατο δικαστήριο επέτρεψε στον Τραμπ ν’ απολύσει κάποια μέλη των συμβουλίων δύο ανεξάρτητων αρχών (https://apnews.com/article/supreme-court-trump-fired-board-members-3baf5bb7731c9f2188a566b082c4b049). Ίσως να κινηθεί δικαστικά και για να του επιτραπεί ν’ απολύσει τον Powell, όμως μια τέτοια δικαστική αποφάση θα είναι πολύ δυσκολότερο να επιτευχθεί.
  15. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν προετοιμάζονται παράλληλα και για ένα ενδεχόμενο πολέμου αν αποτύχουν οι εναλλακτικές ή αν προχωρήσει η Κίνα σε μια πολεμική πρωτοβουλία.
  16. Στα πλαίσια της απομόνωσης της Κίνας προσπαθούν επίσης να προσεγγίσουν και τη Ρωσία με τις διαπραγματεύσεις για τη λήξη του ρωσοουκρανικού πολέμου.
  17. Βλέπε https://www.aljazeera.com/features/2024/6/26/india-exports-rockets-explosives-to-israel-amid-gaza-war-documents-reveal και https://thediplomat.com/2024/10/1-year-in-indias-approach-to-the-gaza-war-reflects-a-wider-foreign-policy-change/.
  18. Αναφερόμαστε σε ασιατικές χώρες όπως, πχ, το Βιετνάμ κι η Καμπότζη, σε περίπτωση που επιλέξουν να συνεργαστούν με την Κίνα κι όχι με τις ΗΠΑ παρά τους δασμούς. Όταν η ανάπτυξη της Κίνας οδήγησε σε αύξηση των κινεζικών μισθών, κάποια εργοστάσια μεταφέρθηκαν απ’ την Κίνα στις χώρες αυτές που έχουν φτηνότερα εργατικά χέρια. Το ίδιο συνέβη και με τους δασμούς κατά την πρώτη θητεία Τραμπ αλλά κι ως προετοιμάσια για τη δεύτερη θητεία Τραμπ ξεκινώντας λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές ώστε ν’ αποφύγουν τους νέους δασμούς που θα έρχονταν. Σ’ αντίθεση όμως με την μεταφορά λόγω φτηνών εργατικών χεριών, όπου η μεταφορά της παραγωγής ήταν πλήρης, στην περίπτωση της αποφυγής των δασμών συχνά δεν μεταφέρονταν το σύνολο της παραγωγής στις χώρες αυτές αλλά μόνο το τελικό της στάδιο, πχ, η συναρμολόγηση, ώστε το τελικό προϊόν να μπορεί να θεωρηθεί, πχ, made in Vietnam κι όχι made in China, και ν’ αποφευχθούν οι δασμοί. Τώρα όμως ο Τραμπ πιέζει κι αυτές τις χώρες γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
  19. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ινδίας κι ΗΠΑ ξεκίνησαν μερικές ημέρες πριν την ανακοίνωση των δασμών, κι έχει ήδη ολοκληρωθεί το αρχικό στάδιο για τους όρους αναφοράς, δηλαδή τον γενικό σκοπό και δομή της συμφωνίας. Η συμφωνία σκοπεύει να υπερδιπλασιαστεί το εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ-Ινδίας μέσα στην επόμενη πενταετία. Βλέπε https://www.hindustantimes.com/india-news/terms-finalised-us-india-drill-down-on-sectors-for-trade-deal-101744397368645.html.
  20. Η ΠΤ ήδη προτείνει στην Ινδία ν’ αναπτύξει περαιτέρω τις εντάσεως εργασίας εξαγωγικές μεταποιητικές βιομηχανίες της ώστε να μειώσει την ανεργία της και να καλύψει το κενό που άφησε η μετατόπιση της Κίνας προς την υψηλή τεχνολογία. Βλέπε https://www.reuters.com/world/india/world-bank-raises-indias-fy25-growth-forecast-7-2024-09-03/.

Maurizio Lazzarato – Γιατί πόλεμος; Η οικονομικο-πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση

Η νέα ναζίστική τάξη πραγμάτων και η ελληνική αναρχία: Συμπεράσματα και στρατηγική

Περί της εθνικής υστερίας που ονομάζεται Υπογεννη

- Advertisement -spot_img

More articles

Τελευταία Νέα