Μία κριτική ιστορική προσέγγιση της “πόλης”
από solanum
Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση της συλλογικότητας solanum στη συζήτηση σχετικά με το δίπολο πόλη- επαρχία, του ανοιξιάτικου καφενείου, στις 22/5, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής.
Μία κριτική ιστορική προσέγγιση της “πόλης”
Ένας από τους πολλούς (καπιταλιστικούς)1 διαχωρισμούς που εμφανίζονται στη σκέψη ως δίπολο, είναι ο διαχωρισμός πόλης και επαρχίας. Η πόλη συνήθως συνδέεται με την εξέλιξη, τη πρόοδο, τη βιομηχανία, τη ποικιλία, το πολιτισμό, τη τεχνολογία, ενώ η επαρχία συνδέεται με τη στασιμότητα, τη μονοτονία, την καλλιέργεια-αγροτιά, τη μιζέρια, την αναψυχή, τη φύση. Αυτό το σχήμα θεωρείται ή τουλάχιστον αναπαράγεται ευρέως ως δεδομένο, αφού πατάει πάνω σε εξίσου “αντικειμενικές” και αναλλοίωτες κατηγορίες όπως η φύση, η τεχνολογία, η πρόοδος, και έχει χρησιμοποιηθεί από εντελώς ετερόκλητα και συγκρουσιακά μεταξύ τους κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα. Έτσι “η πόλη” και “η επαρχία” μπορεί να επαν-ορίζονται και να εμπλουτίζονται με νέες αξίες αλλά παραμένουν μέρη ενός δομικού διαχωρισμού.
Έχοντας τα παραπάνω ως βάση κάποια αναρχικά και εθνικιστές- συντηρητικοί θα συμφωνήσουν: η πόλη «οδεύει αναπόφευκτα προς την άβυσσο». Παράλληλα κομμουνίστ(ρι)ες-σοσιαλιστές-αναρχικά- προοδευτικοί και κρατικός μηχανισμός θα επισημάνουν επανειλημμένα την αθλιότητα της κατάστασης της εργατικής τάξης εντός του αστικού- μητροπολιτικού περιβάλλοντος. Έτσι, εντός των ίδιων κινημάτων και ιδεολογικών ρευμάτων, προκύπτουν διαφωνίες και αντιδράσεις για το σε ποιά πλευρά του πόλου παράγεται η αλλοτρίωση, η βρωμιά, η ασθένεια, η μιζέρια, η πρόοδος, η εκκόλαψη της επανάστασης, η ελευθερία και άλλα πολλά.
Εμείς από τη θέση μας θα θέλαμε να εμπλακούμε σε αυτή τη μεγάλη συζήτηση ακριβώς για να επαν-ορίσουμε με τη σειρά μας τις έννοιες από τις οποίες περιστοιχίζεται.
Δεν θα θέλαμε να μπούμε σε αυστηρούς ορισμούς της πόλης. Παρόλα αυτά, ακολουθώντας τη δυτική2 (αλλά όχι ενιαία) ιστοριογραφία θα θέλαμε να επισημάνουμε κάποια σημεία τα οποία, με το δικό τους τρόπο, έχουν επηρεάσει την ευρύτερη συζήτηση γύρω από το δίπολο “πόλη- επαρχία”.
Η πόλη, λέγεται ότι αποτελεί πολιτικό και ιστορικό θεσμό3 -έχει υποστεί και πάρει διάφορες παραλλαγές και μορφές. Υποστηρίζεται ότι τα πρώτα ανάκτορα, κάστρα τα οποία βρίσκονται εντός οικιστικής περιοχής αποτελούν και τις πρώτες μορφές συγκεντροποιημένης εξουσίας, όμως θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρις ότου αυτή η εξουσία θα μπορέσει να καθολικοποιηθεί στα κάτοικα μίας ευρύτερης περιοχής και να τα εντάξει σε αυτήν ως υπηκόα. Τα ανάκτορα αποτελούσαν πολεοδομική τεχνολογία κάποιων προνομιακών ομάδων οι οποίες θέλησαν να διατηρήσουν τις θέσεις ισχύος τους και σιγά σιγά να τις επεκτείνουν. Στη μινωική κρήτη όπου εμφανίζονται πρώτη φορά το 2.000 π.χ, τα ανάκτορα δεν είχαν διοικητικές λειτουργίες. «Η συμμετοχή ευρειών πληθυσμιακών ομάδων στα τελετουργικά δρώμενα των ανακτορικών αυλών έδινε τη δυνατότητα στις ηγεμονικές ομάδες για περαιτέρω επίδειξη πλούτου και ισχύος, η οποία συνδυαζόταν με το μεταφυσικό περιεχόμενο των τελετουργιών προς την ιδεολογική κάλυψη της εξουσίας του ανακτόρου.»4
Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ηγεμονικές ομάδες και τον υπόλοιπο πληθυσμό ακολούθησε τη δική του πορεία και, άλλοτε με την απόσπαση συναίνεσης και τη παροχή προνομίων (πχ προστασία) και άλλοτε με την καταστολή, είχε ως αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη συγκεντροποίηση των εξουσιών στο παλάτι-ανάκτορο. Η πόλη μέχρι τότε θα παραμείνει ένας αρκετά πιο ανοιχτός πολιτικός θεσμός από αυτόν που γνωρίζουμε από το μεσαίωνα και ύστερα.
Ο κοινωνικός ανταγωνισμός όμως δεν πρόκειται για μονόλογο της κυριαρχίας πάνω στην ιστορία των ανθρώπων. Μέσα από τη διαδικασία αυτή προέκυπταν συνεχώς απειλές στα ηγεμονικά κέντρα, πιέζοντάς τα για όλο και αποτελεσματικότερους τρόπους διατήρησης της θέσης ισχύος τους. Ένας από αυτούς ήταν τα τείχη τα οποία θα σηματοδοτήσουν την διπλή οχύρωση των κυρίαρχων: απέναντι στους υποτελείς και απέναντι στους επιδρομείς. Τα τείχη θα παίξουν σε πολλές περιοχές καθοριστικό ρόλο για να ορίσουν το αστικό και το αγροτικό χωρίς όμως αυτός ο διαχωρισμός να είναι κοινός παντού. Μέχρι και τον μεσαίωνα λέγεται ότι «Η πόλη… “ορίζεται” από τα τείχη της»5 ενώ εκείνη τη περίοδο δημιουργείται μία πιο οργανωμένη αντίληψη γύρω από το τί συνιστά πόλη.
«Η λέξη cite (άστυ, πολιτεία) αναφέρεται βασικά στην κοινωνία, ενώ ο όρος ville (πόλη) παραπέμπει μάλλον στην οργάνωση του χώρου. Στην αγγλική οι λέξεις town και city δεν είναι ισοδύναμες. Στην αγγλία μία town γινόταν city όταν αποκτούσε βασιλική κάρτα…Τόσο στην γαλλία όσο και στην αγγλία ή τη γερμανία ο όρος πόλη δήλωνε συγκεντρώσεις πληθυσμών που είχαν γνωρίσει μια ειδική πολιτική κατάσταση (κοινότητες, πόλεις με κάρτα προνομίων ή αυτοκρατορικές πόλεις)»6. Έτσι διαμορφώνεται και μία κατάσταση όπου ο αστικός πληθυσμός διαφοροποιείται από το πληθυσμό των πόλεων αφού υπάρχουν πόλεις χωρίς αστικό χαρακτήρα, χωρίς κάρτα προνομίων.7
Η καπιταλιστική ανάπτυξη: η ανάγκη για αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του αστικού (και μη) περιβάλλοντος, η συγκέντρωση των πληθυσμών σε αστικά κέντρα, οι περιφράξεις, το τεχνολογικό ξεπέρασμα των τειχών ως μέσο άμυνας απέναντι σε επιδρομές κλπ, οδήγησαν στο γκρέμισμα των τειχών ή την υποβάθμισή τους. «Έτσι η εξαφάνιση των τειχών επιδρά επίσης στον ορισμό της πόλης»8 οδηγώντας ταυτόχρονα τους «ανθρώπους της εποχής να διαμορφώσουν νέα κριτήρια για να διακρίνουν το αγροτικό από το αστικό, προσεγγίζοντας τη πόλη μέσα από πιο λειτουργικές αντιλήψεις. Οι νέες αυτές αντιλήψεις δε μπόρεσαν να βρουν καθολικά ποιοτικά χαρακτηριστικά που να ορίζουν τι αποτελεί πλέον τη πόλη, οπότε περιορίστηκαν στον ορισμό της μέσα από κριτήρια «διοικητικά –(τα οποία) θεμελιώνονται στην ύπαρξη υποδομών και υπηρεσιών- και όχι πολιτικά». Μέσα από τη γέννηση του έθνους- κράτους αυτά τα διοικητικά χαρακτηριστικά παίρνουν πάνω-κάτω την τωρινή πολιτική μορφή και ο ορισμός της πόλης φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από το κριτήριο του μεγέθους με άλλους να λένε για 2.000, 5.000 μέχρι και 10.000 πληθυσμό. Πόλη στις μέρες μας λοιπόν φαίνεται να αποτελεί ο οικισμός που έχει κάποιες χιλιάδες κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές υπηρεσίες υπαγμένες στη πολιτική μορφή και οργάνωση, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του αστικού κράτους.
Παρότι αυτές οι υπηρεσίες μπορούν να είναι διαφόρων ειδών (βιομηχανική όπως το λαύριο, λιμάνι όπως ο πειραιάς, δικοικητική όπως η αθήνα) και ο πληθυσμός να κυμαίνεται από 10.000 εώς και κάτι εκατομμύρια, όταν μιλάμε για πόλη συχνά προκύπτει ανακλαστικά η ταύτισή της με τη μητρόπολη του έθνους- κράτους, τη πρωτεύουσα. Η πολιτιστική και διοικητική ηγεμονία της πρωτεύουσας επισκιάζει και υποβαθμίζει τις άλλες πόλεις- περιοχές, καθιστώντας τη ως το τόπο της κύριας παραγωγής της εξέλιξης σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η (κάθε) πρωτεύουσα, ως η ηγεμονική αναπαράσταση του αστικού περιβάλλοντος ανάγεται ως το κέντρο-τόπος της μιας πλευράς του διπόλου πόλη-επαρχία και μέσω αυτής ορίζεται ολόκληρη η κατηγορία γενικεύοντας το συγκεκριμένο και περιθωριοποιώντας έτσι τις άλλες μορφές με τις οποίες μπορεί να εμφανίζεται.
Αυτό το κέντρο-τόπος όμως παράγεται από αναπαραστάσεις για τη πόλη οι οποίες διαμορφώνονται μέσα από αντικρουόμενες και πολλές φορές συγκρουσιακές για αυτή αντιλήψεις. Διαμορφώνονται τόσο μέσα από τα υγειονομικά, αστυνομικά και πολεοδομικά πρωτόκολλα όσο και μέσα από τη λογοτεχνία και τον αντίλογο που διαμορφώθηκε από το λεγόμενο σοσιαλιστικό ρεύμα. Η θεωρία π.χ ότι η κατάσταση στις εργατικές συνοικίες ήταν μολυσματική και επιβλαβής για τους ίδιους τους εργάτες, αναπαράχθηκε πολλές φορές από τον ίδιο το κρατικό μηχανισμό για την ανάπλαση των κέντρων των πόλεων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου.. Τόσο στο λονδίνο, στο παρίσι, στη βραζιλία9, αλλά και αλλού10, η «άθλια κατάσταση των εργατών» χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους για την επιβολή υγειονομικών μέτρων που σήμαιναν έναν νέο αποκλεισμό για τους ίδιους από τα οικονομικά και διοικητικά κέντρα της ευρώπης. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ποινικοποιούνταν συμπεριφορές της εργατικής τάξης. «Αν οι ασθένειες μεταδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο, τότε το κράτος και οι ειδικοί του, δηλαδή οι γιατροί, θα αποκτούσαν μια καλή δικαιολογία να επεμβαίνουν μέσω της υγιεινής στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Η πρόνοια ήταν μία πολιτική, κατάλληλα φτιαγμένη για το περιβάλλον των εργατικών συνοικιών. Οι προνοιακές γνώμες αποσκοπούσαν στην καταγραφή και τον έλεγχο της αναπαραγωγής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων»11 Παράλληλα με την καταγραφή η υγειονομική αστυνομία- υγειονομικό κράτος. έκδωσε διατάγματα που «παρεμπόδιζαν (για παράδειγμα στην Βραζιλία) την καθημερινή ζωή των cariocas, ιδίως των μικροπωλητών και των ζητιάνων. Απαγόρευσε τα αδέσποτα σκυλιά και τις αγελάδες που αρμέγονταν στους δρόμους· διέταξε να οδηγούνται οι ζητιάνοι σε άσυλα· απαγόρευσε την καλλιέργεια λαχανόκηπων, τους αγρούς με άχυρο, την εκτροφή χοίρων, την πλανόδια πώληση λαχείων. Τους διέταξε να μην φτύνουν στους δρόμους και στα οχήματα, να μην ουρούν έξω από τα ουρητήρια, να μην πετούν χαρταετούς.»12 Σε μεγάλο βαθμό αυτή είναι η ιστορία της βιοπολιτικής ως νέος τρόπος άσκησης της κρατικής εξουσίας από το καπιταλιστικό κράτος.
Η συζήτηση γύρω από την πόλη- επαρχία είναι αρκετά παλιά και μπορεί να βρεθεί στους ανταγωνισμούς μεταξύ αριστοκρατικής γαιοκτησίας και του βιομηχανικού κεφαλαίου, αλλά και μεταξύ φιλελεύθερων και γερμανικού ρομαντισμού. Η διαρκής διαμάχη ανάμεσα στα πολιτικά και οικονομικά κέντρα παρήγαγε σε μεγάλο βαθμό το πυρήνα του διπόλου πόλη-επαρχία ο οποίος μεταφέρεται μέχρι και σήμερα.
«Ο Riehl (γερμανός συντηρητικός) γράφει το έργο του μετά τις επαναστάσεις του 1848 και οι αναλύσεις του εμπνέονται από τον κοινωνικό φόβο: Η ευρώπη νοσεί λόγω της τερατωδίας των μεγάλων πόλεων. Θεωρεί ότι η πόλη αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του επαναστατικού πνεύματος, γιατί η κοινωνία της πόλης είναι ξένη στις κοινοτικές αξίες…Επιτομή της ασχήμιας, εστία του όχλου, απειλή για τις παραδοσιακές αξίες και τη γερμανικότητα των πληθυσμών»13. Ενώ με την ίδια καχυποψία βλέπουν και κάποιοι αμερικάνοι κοινωνιολόγοι, παρατηρητές και μυθιστοριογράφοι τη ζωή στη πόλη, αναφερόμενοι στις ευρωπαικές πόλεις ως «εστίες διαφθοράς του όχλου»14. Από την άλλη στην αγγλία και στην αμερική κάποιοι βλέπουν την πόλη ως «χώρο των κοινωνικών ευκαιριών, ως αντανάκλαση του μεγαλείου μιας χώρας.»15 Όσο όμως «η εμπιστοσύνη στο μέλλον επικρατεί έναντι της απαισιοδοξίας στην αγγλία, την ίδια στιγμή στη γερμανική αυτοκρατορία η βίαιη επιτάχυνση της αστικοποίησης τροφοδοτεί κάθε είδους συντηρητικούς φόβους: όλο και περισσότερο, η μεγάλη πόλη θεωρείται ότι συνιστά απειλή για τη φυσική και ηθική ακεραιότητα του λαού.»16
Μέσα σε αυτή τη μεγάλη συζήτηση μπορούμε να διακρίνουμε στο γερμανικό ρομαντισμό μία έννοια της αλλοτρίωσης που προσπαθεί να εξυμνήσει το «ένδοξο παρελθόν» και να ενεργοποιήσει συντηρητικά αντανακλαστικά. Η έννοια αυτή θα αναλυθεί όμως και από ριζοσπάστες θεωρητικούς, το σοσιαλιστικό ρεύμα και τον Marx, ενώ θα αναλυθεί και σε βάθος από τον Lukacs στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Lukacs επηρεασμένος από τον Zimel και τον ρομαντικό αντικαπιταλισμό, θα αναλύσει το φαινόμενο της πραγμοποίησης- αλλοτρίωσης σε βάθος και θα το συνδέσει με την εμπορευματοποίηση και τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η αλλοτρίωση με βάση αυτή τη προσέγγιση θα αποκτήσει συγκεκριμένο, ιστορικό περιεχόμενο το οποίο θα συνδεθεί με την ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Έτσι, θεωρούμε ότι το πώς θα απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα: σε ποια πλευρά του πόλου παράγεται η αλλοτρίωση, η βρωμιά, η ασθένεια, η μιζέρια, η πρόοδος, η εκκόλαψη της επανάστασης, η απελευθέρωση, και άλλα πολλά, θα εξαρτηθεί και από το πώς προσεγγίζεται το ζήτημα της αλλοτρίωσης αλλά και ο κοινωνικός ανταγωνισμός στο σύνολό του.
Βλέπουμε αυτήν την κριτική ιστορική προσέγγιση του ορισμού της πόλης, ως ένα πρώτο κομμάτι ενός θολώματος που επιδιώκουμε στο δίπολο πόλη-επαρχία.
Σαν συνέχειά του βλέπουμε (1) μία ανάλυση του πως ο αστικός μητροπολιτικός ιστός επεκτείνεται και χαρακτηρίζει και αυτό που λέμε επαρχία, και (2) μία κριτική προσέγγιση αυτού που το φαντασιακό της επαρχίας υποτίθεται πως εκπροσωπεί: την “αγνή φύση”, την αγριότητα.Μας ενδιαφέρει να προσπαθήσουμε να αποδομήσουμε τον αντι-ουρμπανισμό που συχνά χαρακτηρίζει τον οικολογικό και αντισπισιστικό λόγο, που θεωρούμε πως περιστρέφεται γύρω από θεωρητικούς ανθρωπισμούς.
1 Ενώ πατάει σε ήδη υπάρχοντες διαχωρισμούς όπως φύση- άνθρωπος, ο διαχωρισμός πόλη- επαρχία αναδύεται μαζί με τις καπιταλιστικές σχέσεις και κυρίως μέσα από την συζήτηση που ανοίγουν στο εσωτερικό τους τα υγειονομικά- διοικητικά επιτελεία για την επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής με τη ταυτόχρονη διαχείριση του πληθυσμού.
2 Σε κάποιο βαθμό κιόλας αυτός ο διαχωρισμός αποτελεί μία δυτική (διανοητική και ιδεολογική) κατασκευή άρα αυτό το υλικό θα χρησιμοποιήσουμε για να αναπτύξουμε τη κριτική μας.
3 Για παραπάνω δες «Πολεοδομία και δημόσια τάξη – Αθήνα οχυρωμένη πόλη»
4 Urban Conflicts
5 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
6 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
7 Η προσέγγιση του τι αποτελεί αστικό ή αγροτικό, πόλη ή όχι, είναι διαφορετική στη γερμανία, αγγλία, γαλλία.
8 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
9 Δες το «από την καραντίνα στην ελευθερία»
10 Τις εργατικές συνοικίες αντικατέστησαν τα εμπορικά και διοικητικά κέντρα των εταιριών- εργοστασίων,
11 Κρατικές πολιτικές που στόχευαν την εργατική τάξη: Ο αντιφυματικός αγώνας
12Από την καραντίνα στην ελευθερία. Antitriage
13 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
14 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
15 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol
16 Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Jean-Luc Pinol