Συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στην “ΑΥΓΗ της Κυριακής”
– Ποιο είναι το κόστος του προγράμματος που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ; Αγγίζει τα 25 δισ. ευρώ, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση; Είναι δημοσιονομικά βιώσιμο;
Κατ’ αρχάς, το πρόγραμμα απαντά στις ανάγκες της κοινωνικής πλειονότητας όπως αυτές διαμορφώνονται στο περιβάλλον των πολλαπλών κρίσεων. Είναι εντελώς σαφές ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις που υπηρετεί, δηλαδή εργαζόμενους, επαγγελματίες, συνταξιούχους, αγρότες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και είναι ξεκάθαρο ως προς το ποιους επιβαρύνει, ανώτατα εισοδήματα και επιχειρήσεις του τομέα ενέργειας συνολικά που εδώ και καιρό σωρεύουν υπερκέρδη.
Το δημοσιονομικό κόστος του προγράμματος ανέρχεται στα 5,61 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτό διαμορφώνεται ως εξής: 9,35 δισ. αθροίζουν οι δαπάνες (αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, μειώσεις φόρων, ενίσχυση κοινωνικού κράτους κ.λπ.) και 3,74 δισ. είναι τα έσοδα από την αύξηση της φορολογίας στα υψηλά μερίσματα και τη φορολόγηση των υπερκερδών του τομέα ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαια, φυσικό αέριο).
Η κοστολόγηση για την οποία μίλησε η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και ο μόνος λόγος που την επικαλείται είναι για να τρομάξει τους πολίτες απέναντι σε ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση στην οποία βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο εξαιτίας της πολιτικής του κ. Μητσοτάκη.
Συγκεκριμένα:
1. Η κυβέρνηση αθροίζει εντελώς αυθαίρετα στο σκέλος των δαπανών του προγράμματός μας 12 δισ., αφενός αγνοώντας σκοπίμως ότι μιλάμε για αποσύνδεση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο, αφετέρου θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν θα επιβάλει πραγματικό πλαφόν στις τιμές ενέργειες, πλαφόν που να αντανακλά το κόστος παραγωγής, αλλά θα συνεχίσει να επιδοτεί τις εταιρείες κατά τον τρόπο που το κάνει η ίδια. Όχι, δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε την πολιτική επιδότησης της αισχροκέρδειας.
2. Η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψη της το έσοδα από τη φορολόγηση των υπερκερδών, δηλαδή τα 3,69 δισ., θεωρώντας και πάλι αυθαίρετα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θα συνεχίσει να εφαρμόζει τον δικό της μηχανισμό που αφήνει τεράστια περιθώρια κέρδους στις εταιρείες ενέργειας, όπως φαίνεται, εξάλλου, και εκ του αποτελέσματος. Όχι, δεν πρόκειται να αφήσουμε αφορολόγητα τα υπερκέρδη που έχουν σωρευτεί (ήδη 2,2 δισ. στην ηλεκτρική ενέργεια, 1,6 δισ. στη διύλιση και εμπορία πετρελαίου, 300 εκατ. στην παροχή αερίου).
Ήδη απ’ αυτές τις δύο διαστρεβλώσεις προκύπτει το κύριο μέρος της απόκλισης.
Από ‘κει και πέρα, η κυβέρνηση δέχεται την κοστολόγηση των υπόλοιπων δημοσιονομικών μέτρων του προγράμματός μας, με τις εξής εξαιρέσεις:
· «Χρεώνει» όλο το ποσό των αναδρομικών που θα επιστρέψουμε στους συνταξιούχους σε μία χρονιά, ενώ ρητώς διευκρινίσαμε ότι αυτό θα γίνει σε τρεις δόσεις. Αρνείται ότι αυτό είναι εφικτό, την ώρα που η ίδια επέστρεψε μόνο ένα μέρος των αναδρομικών τους. Φαίνεται πως για τη Ν.Δ. όταν είναι να αδικήσεις τους συνταξιούχους όλα είναι εφικτά, αλλά είναι ανέφικτα όταν είναι να τους δικαιώσεις.
· Αθροίζει το μεικτό και όχι το καθαρό (το αποφορολογημένο, δηλαδή) ποσό για την αύξηση των μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους.
· Και διογκώνει το κόστος της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, στη βάση των εξαιρετικά αυξημένων φορολογικών εσόδων που έχει τον τελευταίο χρόνο ακριβώς λόγω του ότι δεν χτυπά την ακρίβεια στην πηγή.
Με τέτοια τεχνάσματα προσπαθεί να αποφύγει την ουσία: ότι τα δύο προγράμματα έχουν περίπου ίδιο δημοσιονομικό κόστος αλλά τεράστια διαφορά στρατηγικής. Η Ν.Δ. παίρνει χρήματα από τους πολίτες και τα κατευθύνει σε ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει ακριβώς το αντίστροφο.
Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα δημοσιονομικό, αλλά πολιτικού σχεδίου.
– Αύξηση του κατώτατου μισθού και τιμαριθμική αναπροσαρμογή σε ετήσια βάση. Πώς λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός; Αντέχουν οι επιχειρήσεις;
Αναφορικά με την πρώτη εφαρμογή του μέτρου στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, το πρόγραμμά μας προβλέπει αύξηση του κατώτατου μισθού με νόμο στα 800 ευρώ και επιπλέον αύξηση με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους, δηλαδή απολογιστικά. Αν, για παράδειγμα, το 2022 κλείσει με πληθωρισμό 8,9%, όπως είναι προς το παρόν η πρόβλεψη, αυτό σημαίνει ότι ο μισθός το 2023 θα διαμορφωθεί στα 871 ευρώ. Από ‘κει και πέρα, η αρμοδιότητα καθορισμού του κατώτατου μισθού επιστρέφει στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι θα καθορίζουν τον κατώτατο μισθό με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, όπως ίσχυε πριν το δεύτερο Μνημόνιο, πλην όμως θα έχουν ως κατώφλι την ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δηλαδή θα μπορούν να συμφωνούν σε αύξηση που θα είναι ίση ή και μεγαλύτερη από τον δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους.
Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, ο μισθός θα αυξάνεται με βάση τον πληθωρισμό του προηγούμενου έτους (απολογιστικά).
Είναι ένας μηχανισμός που θα επιτρέψει την αποκατάσταση της ισορροπίας μισθών και κόστους διαβίωσης.
Ως προς τις αντοχές των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα να καταβάλλουν τον αυξημένο μισθό, να θυμίσω ότι και το 2019, όταν επρόκειτο να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό, πολλοί έλεγαν ότι οι επιχειρήσεις θα προβούν σε απολύσεις. Τελικά, τι έγινε; Το ακριβώς αντίθετο. Όχι απλώς βελτιώθηκε το εισόδημα των εργαζομένων, όχι απλώς δεν έγιναν απολύσεις, αλλά το β’ εξάμηνο του 2019 σημειώθηκε ρεκόρ στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και ουσιαστική τόνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας. Διότι η άνοδος των μισθών δεν τονώνει απλώς την κατανάλωση, αλλά είναι και βασικός παράγοντας ενίσχυσης της παραγωγικότητας. Στο δικό μας σχέδιο, λοιπόν, η ενίσχυση των μισθών δεν είναι αντιπαραθετική με την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, αντιθέτως. Είναι απολύτως συμβατά ζητήματα.
Από ‘κει και πέρα, το πρόγραμμά μας έχει ειδικά μέτρα για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επαγγελματιών. Μέτρα που εξισορροπούν όποια επιβάρυνση δουν οι μικρομεσαίοι εργοδότες από την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία, όπως είπα, είναι μόνο στιγμιαία διότι τελικά επιστρέφει ως θετική ανταπόδοση και στον δικό τους κύκλο εργασιών. Σημειώστε ότι και η αύξηση του αφορολόγητου στους μισθωτούς λειτουργεί υπέρ του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων διότι μεγαλύτερο μέρος του μισθού που καταβάλλει ο εργοδότης θα καταλήγει πια στην τσέπη του εργαζόμενου.
– Πώς θα αποκατασταθούν οι αδικίες για τη μεσαία τάξη;
Το πρόγραμμά μας περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα που επικεντρώνουν στη μεσαία τάξη: η θέσπιση αφορολόγητου στις 10.000 για ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους, εργαζόμενους με μπλοκάκια που σήμερα φορολογούνται από το πρώτο ευρώ, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους με κούρεμα της βασικής οφειλής και 120 δόσεις για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Είναι μέτρα που απαντούν στα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες της μεσαίας τάξης: στην έλλειψη ρευστότητας και στα σωρευμένα χρέη. Είναι μέτρα σαφή με τα οποία η μεσαία τάξη μπορεί να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο που έχει διαμορφώσει η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία με το απατηλό σύνθημα ότι τάχα θα αποκαταστήσει τις αδικίες που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ και έχει φέρει αυτόν τον κόσμο στα όρια της επιβίωσης. Να πληρώνουν τα πολλαπλάσια σε λογαριασμούς και φόρους, να αποκλείονται από τον τραπεζικό δανεισμό, να καταρρέουν από τα χρέη που η κυβέρνηση αρνείται να ρυθμίσει, να οδηγούνται σε πτωχεύσεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα. Κι αυτή την πραγματικότητα είμαστε αποφασισμένοι να αλλάξουμε με τα συγκεκριμένα βήματα που περιέγραψα.