Αφοβία θανάτου στη συλλογική βούληση αντίστασης & πολιτική πνευματικότητα (Φουκώ & Ιρανική Επανάσταση- ιστορικό σχόλιο)
από @zadi
Με αφορμή την τρέχουσα εξέγερση στο Ιράν, στο ακόλουθο σχόλιο, παρουσιάζονται συνοπτικά οι δύο κομβικοί προβληματισμοί του Foucault σχετικά με την ιρανική επανάσταση, οι οποίοι επανέρχονται σταθερά ως επαναλαμβανόμενα μοτίβα των εν λόγω τοποθετήσεών του: αφενός, το βίωμα της εξεγερτικής διαδικασίας στην οριακή κατάσταση διακινδύνευσης ακόμη και της ίδιας της ζωής, ως εκκωφαντική μορφή αντίστασης στο πλαίσιο της ιρανικής επανάστασης, κι αφετέρου, η εγγραφή αυτής της επαναστατικής διαδικασίας στο πλαίσιο μιας πολιτικής πνευματικότητας που δείχνει να έχει εκλείψει στον νεωτερικό (δυτικό) κόσμο. Ο ρόλος των έμφυλων ζητημάτων και παραβιάσεων στο πλαίσιο της ιρανικής επανάστασης, δείχνει να παραλείπεται στη φουκωική ανάλυση. Ωστόσο, η ενεχόμενη στην ίδια την πραγματικότητα, διϊστορική διαλεκτική, μέσα από τα γεγονότα των ημερών στο Ιράν, μετά τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί από τη θρησκευτική αστυνομία, φέρνει στο εξεγερτικό επίκεντρο του εδώ και του τώρα, τη σύγκρουση με την έμφυλη καταπίεση από θρησκείες-κράτη, με την πράξη να απαντά στην αποσιώπηση κι από την πλευρά του φιλοσόφου, των φεμινιστικών οπτικών στην ιστορία των πρόσφατων ιρανικών αντιστάσεων. Ούτε θεός ούτε αφέντης! Azadi آزادی
Στα τέλη του 1970, και μάλιστα, τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Επιτήρηση και Τιμωρία» και δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου τόμου της «Ιστορίας της Σεξουαλικότητας», ο Foucault επισκέφθηκε δύο φορές το Ιράν: αρχικά, μετέβη στο Ιράν τον Σεπτέμβριο του 1978, κι έπειτα, τον Νοέμβριο του ιδίου έτους -όταν και το επαναστατικό κίνημα εναντίον του σάχη, άγγιζε το απόγειό του- και τις δύο φορές, ως ειδικός απεσταλμένος της ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera, για λογαριασμό της οποίας κι έγραψε κάμποσα άρθρα (για την ακρίβεια 8), αναφορικά με την ιρανική επανάσταση. Αποσπάσματα των κειμένων του για το Ιράν (περίπου 6), ο Foucault δημοσίευσε επίσης σε γαλλικές εφημερίδες και περιοδικά (Le Monde, Nouvel Observateur), ενώ εξεγερμένοι/ες φοιτητ(ρι)ες μετέφρασαν τουλάχιστον ένα από τα δοκίμιά του στα περσικά και το τοιχοκόλλησαν στους τοίχους του Πανεπιστημίου της Τεχεράνης, το φθινόπωρο του 1978. Στο Παρίσι, τόσο πριν όσο και μετά την επανάσταση, ο Foucault συναντήθηκε με τον Bani Sadr καθώς και με τον Ayatollah Ruhollah Khomeini -τον δεύτερο μάλιστα, πρωτοσυνάντησε ως εξόριστο ακόμη, έξω από το Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1978.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1979, εκατομμύρια ιρανοί κι ιρανές ξεσηκώθηκαν μαζικά ενάντια στο ολοκληρωτικό καθεστώς (1941-1979) οικονομικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού του σάχη Muhammad Reza Pahlavi. Προς τα τέλη του 1978, η φατρία του Ayatollah Ruhollah Khomeini, άρχισε να κυριαρχεί στο αντικαθεστωτικό κίνημα, στο οποίο αρχικά συμμετείχαν πολλοί κοσμικοί, εθνικιστές και δημοκράτες, αριστεροί και κομμουνιστές. Οι ισλαμιστές σταδιακά απέκτησαν την καθοδήγηση των συνθημάτων και της οργάνωσης των διαδηλώσεων, με αποτέλεσμα ακόμη και πολλές κοσμικές διαδηλώτριες να αναγκαστούν να υιοθετήσουν το τσαντόρ ως δήλωση αλληλεγγύης με τις πιο παραδοσιακές μουσουλμάνες. Μετά από σειρά διαδηλώσεων, απεργιών και συγκρούσεων, τον Φεβρουάριο του 1979, ο σάχης εγκατέλειψε τη χώρα, ενώ ο Khomeini επανήλθε από την εξορία, για να αναλάβει την εξουσία, καθώς ουσιαστικά η καπηλεία της κοινωνικής επανάστασης από τον ισλαμικό κλήρο, είχε ολοκληρωθεί. Τον Απρίλιο του 1979, διεξήχθη δημοψήφισμα που ανέδειξε με συντριπτική πλειοψηφία, το Ιράν ισλαμική δημοκρατία, κι αμέσως μετά, ο Khomeini συγκέντρωσε πλέον απόλυτη εξουσία στο πρόσωπό του ως υπέρτατος ηγέτης, μέσω της σιιτικής αρχής της εξουσίας από τον κλήρο (Velayat-i-Faqih), εδραιώνοντας έτσι ένα θεοκρατικό καθεστώς τρόμου (αντιφεμινιστικοί ισλαμικοί νόμοι, επιθέσεις σε μειονότητες κούρδων και τουρκμάνων, εκτελέσεις χιλιάδων αντιφρονούντων).
Η ενασχόληση του Foucault με το Ιράν, μέσα από άρθρα, συνεντεύξεις και συζητήσεις, εκτείνεται από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι τον Μάϊο του 1979, καθώς έκτοτε μέχρι και τον θάνατό του, δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά δημόσια στο ζήτημα του Ιράν, ούτε προφορικά ούτε γραπτά. Μάλιστα, το γεγονός πως κι ο ίδιος ο Foucault δε γνώριζε ιδιαίτερα πολλά για το Ιράν και την ιστορία του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 κι ούτε φυσικά ήταν ισλαμολόγος ιστορικός ή κοινωνιολόγος, καθώς ουσιαστικά η σχετική του εμπλοκή ξεκινά με τις δύο του επισκέψεις στη χώρα το 1978 -έχοντας αποδεχτεί της πρόταση της ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera, να συντάξει μια σειρά άρθρων για το Ιράν, όπως προαναφέρθηκε- και με όσα ενεργοποιήθηκαν εντός του από την επιτόπια εμπειρία του, αποκαλύπτουν μια περισσότερο υπαρξιστική πτυχή της φουκωικής προσέγγισης. Η έλξη του Foucault από τις οριακές εκείνες εμπειρίες που φλερτάροντας με το θάνατο, συνιστούν το πεδίο στο οποίο και γεννιέται η δημιουργική δύναμη, ήταν ο συνδετικός του κρίκος με τον καλλιτέχνη που εξωθεί τα όρια του λογικού, κατά την παράδοση των Nietzsche και Bataille, κι η πηγή της παρόρμησής του να γράψει με πάθος για την υπεράσπιση εκείνου του παραλόγου που σπάει τους φραγμούς. Η εμπειρία του από την ιρανική επανάσταση, με την πρωτοφανή άμεση προθυμία των εκατομμυρίων εξεγερμένων να διακινδυνεύουν να πεθάνουν αντιστεκόμενοι-ες, πιθανώς, βιώθηκε από τον Foucault ως μια οριακή συγκυρία αντίστασης, σχεδόν εντός του θανάτου, ικανή να οδηγήσει στην ενδεχόμενη δημιουργία νέων μορφών. Αυτή του, λοιπόν, η σχεδόν υπαρξιστική ματιά για την αντίσταση –αρκετά διαφορετική από τη γνωστή του έκφραση στα κατεξοχήν «φουκωικά του έργα»-, μέσα από την παραβίαση των φραγμών ακόμη και με τίμημα την ίδια τη ζωή, κινητοποίησαν εν τέλει, την τρέχουσα διαδικασία σύντομης παρουσίασης μέρους της σχέσης του Foucault με το Ιράν.
Τα ερωτήματα με αφορμή τη συνομιλία του Foucault με την ιρανική επανάσταση, αναφορικά με την αφοβία θανάτου στη συλλογική βούληση αντίστασης και την πολιτική πνευματικότητα
Το αντανακλαστικό ερώτημα που γεννά η συνομιλία του Foucault με τη διαδικασία της ιρανικής επανάστασης, δεν είναι φυσικά άλλο από το «τι» ήταν αυτό που ο Foucault είδε στη συγκεκριμένη συγκυρία και κινητοποίησε κατόπιν, όλη αυτή τη σειρά άρθρων και συνεντεύξεών του, καθώς -κατά συνέπεια- και το «γιατί» αυτό που είδε-βίωσε, είχε τόση σημασία στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι τον Μάϊο του 1979, ώστε να τροφοδοτήσει σχετικά τη δημιουργικότητά του -έκτοτε, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την προβληματική αυτή, ούτε προφορικά ούτε γραπτά. Πέραν της πρόθεσης να μην εγκλωβιστεί-εξαντληθεί η διερεύνηση του ανωτέρω ερωτήματος, στην οπτική της πολιτικής στήριξης σχετικών κινημάτων από τους αριστεριστές της περιόδου, κι εφόσον η ίδια η παρουσία του Foucault στο φλεγόμενο Ιράν του 1978 κι η επί τόπου εμπειρία του, υπήρξαν οι καταλύτες που κινητοποίησαν όλη αυτή τη διαδικασία, αντιστοίχως, κι η προσέγγιση τούτης της περιγραφής, δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τη βιωματικού τύπου γραφή του στα σχετικά κείμενα, χωρίς να αποπειράται με τρόπο υπερβατικό, να ανακαλύψει τα κρυμμένα νοήματα πίσω από την αποσπασματική γραφή ή να αποκωδικοποιήσει ασαφή εννοιολογικά περιεχόμενα προς μια εκ των προτέρων αποφασισμένη ερμηνεία. Όπως ο ίδιος o Foucault επισημαίνει στο άρθρο του, “Useless to revolt?” (Le Monde, May 1979), σχετικά με το αίνιγμα των επαναστάσεων, απευθυνόμενος προς όσους-ες χωρίς να αναζητούν «τους βαθύτερους λόγους» πίσω από το κίνημα στο Ιράν, ενδιαφέρονται προπαντός, για τον τρόπο με τον οποίο βιώθηκε η εξεγερτική διαδικασία και «για όσα λάμβαναν χώρα στο νου και την ψυχή των εξεγερμένων υποκειμένων» που ρίσκαραν ακόμη και την ίδια τους τη ζωή επαναστατώντας, αποκαλυπτικό είναι το εξής: τα υποκείμενα της γενικευμένης αυτής κοινωνικής επανάστασης ουσιαστικά αντιστέκονταν, «εγγράφοντας τη συσσωρευμένη ταπείνωση που κουβαλούσαν από το παλαιό καθεστώς, το μίσος τους γι’ αυτό αλλά και την απόφασή τους να το ανατρέψουν, στα όρια γης κι ουρανού, στο πεδίο μιας ιστορίας, εξίσου πολιτικής όσο και θρησκευτικής». Στο απόσπασμα αυτό, παρουσιάζονται ευσύνοπτα οι δύο κομβικοί προβληματισμοί του Foucault σχετικά με την ιρανική επανάσταση, οι οποίοι επανέρχονται σταθερά ως επαναλαμβανόμενα μοτίβα των εν λόγω τοποθετήσεών του: αφενός, το βίωμα της εξεγερτικής διαδικασίας στην οριακή κατάσταση διακινδύνευσης ακόμη και της ίδιας της ζωής, ως εκκωφαντική μορφή αντίστασης στο πλαίσιο της ιρανικής επανάστασης, κι αφετέρου, η εγγραφή αυτής της επαναστατικής διαδικασίας στο πλαίσιο μιας πολιτικής πνευματικότητας που δείχνει να έχει εκλείψει στον νεωτερικό (δυτικό) κόσμο.
Η γενικευμένη κοινωνική επανάσταση του Ιράν, ως μια «επανάσταση με γυμνά χέρια (με γυμνά στήθη)» κατά τον Foucault, παρά την απουσία ενιαίας ιδεολογικής ταυτότητας, μακροπρόθεσμων στόχων και σαφών πολιτικών προγραμμάτων, και παρά την απλότητα των συνθημάτων της, τα οποία γι’ αυτό ακριβώς κι απέδιδαν με αμεσότητα τη σχεδόν ομόφωνη λαϊκή βούληση, ενσάρκωνε μέσα από την ηχηρή αυτή άρνηση υπακοής στην (αρχαϊκή) εκσυγχρονιστική εξουσία του σάχη, την έννοια μιας αποφασιστικής αντίστασης. Κάθε εξεγερτική διαδικασία, για τον Foucault, διακόπτει τη λογική ακολουθία της ιστορίας και σχεδόν, ξεγλιστρώντας της, είναι απολύτως απαραίτητη για τις κοινωνίες, καθώς μέσω των επαναστατημένων, η υποκειμενικότητα εισέρχεται στην ιστορία, εμφυσώντας της ζωή. Ωστόσο, αυτό που δείχνει να προσελκύει το ενδιαφέρον του Foucault κατά κύριο λόγο, δεν είναι άλλο από το ανεξήγητο των εκατομμυρίων αυτών εξεγερμένων που ρίσκαραν αντιστεκόμενοι-ες την ίδια τους τη ζωή: η ενότητα του νοήματος μέχρι θανάτου που ενέπνεε την άφοβη θυσία εντός του επαναστατικού πλαισίου, νοείται από τον Foucault όχι ως στερεοτυπική στερούμενη λογικής, επιλογή μαρτυρίου, αλλά μάλλον ως κάτι απαραμείωτο και μη αναγώγιμο -σε προηγούμενο παράδειγμα- (irreducible-irréductible), υπό την έννοια του ανεξήγητου αινίγματος (λόγω της μαζικότητας της αντίστασης από το σύνολο των ιρανών), σε σημείο τέτοιο ώστε η έννοια της συλλογικής βούλησης, να απεγκλωβιστεί από το πεδίο της πολιτικής μυθολογίας και να λάβει σάρκα και οστά στη γενικευμένη άρνηση υπακοής ενός λαού που απέρριπτε από τη ρίζα, ό,τι συνιστούσε για αιώνες το πολιτικό του πεπρωμένο. Η εξέγερση των ανθρώπων με τα γυμνά χέρια στο Ιράν, για τον Foucault, εκτιμήθηκε ως επαναστατική διαδικασία χωρίς πρόσφατο προηγούμενο ιστορικό παράδειγμα, καθώς ήταν μαζικός ξεσηκωμός εναντίον των παγκοσμίων συστημάτων, με τους/τις εργάτ(ρι)ες των πετρελαίων και τους/τις διανοοουμένους/ες, τους αστούς της Τεχεράνη και τους χωρικούς να σηκώνουν ένα βάρος που συνθλίβει όλους-ες μας και κυρίως, εκείνους/ες στα όρια των αυτοκρατοριών.
Στη βάση της της ομολογίας του ιδίου του Foucault σε συνέντευξή του, πως όλα όσα έγραψε δεν είναι παρά πλάσματα της φαντασίας του (fictions), χωρίς βεβαίως να απουσιάζει από αυτά η αλήθεια, καθώς ο λόγος της φαντασίας θα μπορούσε να προκαλέσει αποτελέσματα αλήθειας, κι έτσι, τελικώς, πλάθοντας με τη φαντασία του το καθένα από μας την ιστορία, στη βάση μιας πραγματικότητας που την καθιστά αληθή, θα μπορούσε να πλάσει και με τη φαντασία του μια πολιτική που ακόμη δεν υπάρχει στη βάση μιας ιστορικής αλήθειας, θα τολμούσαμε να αναγνώσουμε την οριακή συγκυρία αντίστασης σχεδόν εντός του θανάτου (με αφορμή το χωροχρονικό πλαίσιο της ιρανικής επανάστασης), ως το δυνάμει πεδίο της δημιουργικής διαδικασίας εκείνης που θα μπορούσε να κυοφορήσει νέες μορφές έξω από τις παραδοσιακές σχέσεις εξουσίας. Πρόκειται ίσως, με όρους παρόντος -εφόσον επιχειρηθεί αυτό το άλμα- για το οριακό εκείνο σημείο στο οποίο διακινδυνεύονται όλα άφοβα, από την ασφάλεια μέχρι την ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή, το σημείο της έκρηξης κάθε εξεγερτικής αντίστασης, η οποία χωρίς συγκροτημένα πολιτικά προγράμματα, ενέχει αυτή τη δυναμική δημιουργίας, και πραγματικής έκφρασης της ανθρώπινης ελευθερίας με τη συνταρακτική ορμή σφαίρας μετά την εκπυρσοκρότηση. Πιθανώς, η διερεύνηση της μυστηριώδους αυτής δυναμικής του (οριακού) πεδίου εκδήλωσης της εξεγερτικής διαδικασίας, η οποία μάλιστα στην περίπτωση της ιρανικής επανάστασης, εκφράστηκε από το κοινωνικό σώμα μαζικά, σχεδόν με ομόφωνη βούληση, να ήταν το στοιχείο που τόσο προσήλκυσε το ενθουσιώδες ενδιαφέρον του Foucault, χωρίς όμως να τον ενδιαφέρει να υπεισέλθει σε περαιτέρω κριτική της μεταγενέστερης φάσης διαμόρφωσης των πολιτικών προταγμάτων της επανάστασης ούτε φυσικά, της τελικής της έκβασης –ο ίδιος άλλωστε διερωτάτο αν μελλοντικώς, το ενιαίο αυτό κίνημα του Ιράν, θα είχε το σθένος να ξεπεράσει τους ίδιους του τους φραγμούς και να υπερβεί ό,τι είχε αποτελέσει για καιρό το ίδιο του το θεμέλιο, υποδηλώνοντας ενδεχομένως έτσι, παρά την κριτική που του ασκήθηκε κατόπιν για αφελή πολιτική εκτίμηση, και τις δικές του αμφιβολίες σχετικά με της μετεπαναστατικές εξελίξεις. Μια τέτοιας λογής εστίαση του ενδιαφέροντος, στο ενδιάμεσο οριακό πεδίο εκδήλωσης της εξεγερτικής διαδικασίας, θα δικαιολογούσε ίσως και το γεγονός της τελικής παύσης κάθε ενασχόλησης από την πλευρά του Φουκώ με το κοινωνικοπολιτικό σκέλος της επανάστασης, μετά το τέλος της οριακής αυτής γενικευμένης εξεγερτικής φάσης δημιουργίας, την άνοιξη του 1979. Επαναλαμβάνεται βεβαίως, πως η προηγούμενη προσέγγιση, ακολουθώντας τη βιωματική πορεία της φουκωικής γραφής στα κείμενα σχετικά με το Ιράν, επίσης οριακά, επιχειρεί άλματα κατανόησης και περιορίζεται στα όρια του πιθανού.
Το συλλογικά βιωμένο νόημα στο όνομα του οποίου οι χιλιάδες εξεγερμένοι-ες δε δίσταζαν να αντισταθούν ακόμη κι ενώπιον του θανάτου, το οποίο και συνεπήρε ως πολιτική εμπειρία τον Foucault, τόσο στην περίπτωση των μαχητικών φοιτητικών διαδηλώσεων και γενικών απεργιών εναντίον της νεο-αποικιοκρατίας το 1968 στην Τυνησία όπου και βρισκόταν τότε ως καθηγητής («τον Μάρτη του ’68 του τρίτου κόσμου», όπως τον αποκαλούσε αντιστικτικά προς τον γαλλικό Μάη του ’68), όσο και στην περίπτωση της ιρανικής επανάστασης μια δεκαετία αργότερα, εφόσον αυτό δεν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας οριενταλιστικής ματιάς -στη βάση του διπόλου δύσης κι ανατολής-, σχεδόν συνδέεται με ένα αόρατο νήμα, με τον ενθουσιασμό που αρχικά είχε εμπνεύσει το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης το 2010. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η αποστροφή της νεο-φιλελεύθερης νεωτερικότητας η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη φουκωική οπτική, δείχνει να συναντά μέσω της οριακής νοηματοδότησης της αντίστασης δια του θανάτου, προνεωτερικές κοινωνικές διαδικασίες με ζωντανά ίχνη πνευματικότητας. Ενάντια σε έναν στενά εκλογικευμένα τεχνοκρατικό, γραφειοκρατικοποιημένο και απομαγεμένο καπιταλιστικό κόσμο, ο Foucault αναγνώριζε στην ιρανική επανάσταση και την οριακή αυτοθυσία των εξεγερμένων, μια διαδικασία χωρίς πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα, ακριβώς λόγω της επιβίωσης σε αυτήν, της πολιτικής πνευματικότητας που διασφάλιζε ενότητα –παλμού και δυναμικής, κι όχι απολύτως πολιτική- στο κίνημα, τουλάχιστον στην πρώτη του εξεγερσιακή φάση.
Αυτή η ιδιαίτερη πνευματικότητα που νοηματοδοτούσε την εξέγερση μέχρι θανάτου, εγγράφοντας έτσι στοιχεία πνευματικότητας στο πολιτικό, βεβαίως συμπλέκεται και μέσω την έννοιας του δικαίου με τη θρησκεία (άλλωστε, το ισλάμ δεν είναι απλώς θρησκεία, αλλά τρόπος ζωής και μετοχή σε μια ιστορία κι έναν πολιτισμό), και δη, τον σιιτικό ισλαμισμό, καθώς το θρησκευτικό στοιχείο (πνευματικότητας) αποτελούσε για τους/τις εξεγερμένους/ες ιρανούς/ές, υπόσχεση κι εγγύηση για την αναζήτηση του νέου που θα άλλαζε ριζικά την υποκειμενικότητά τους. Η διάκριση στο πλαίσιο του σιισμού μεταξύ της εξωτερικής υπακοής στον κώδικα και της εσωτερικής πνευματικής ζωής, προτάσσοντας με τον τρόπο αυτό μια πιο εσωτερική εκδοχή της θρησκείας, προσέφερε χώρο για την αναζήτηση του ριζοσπαστικού που θα μπορούσε να ανακαινίσει το σύνολο της ύπαρξης, μέσα από την επιστροφή στην πνευματική εμπειρία, καθώς η γενική ισλαμιστική θρησκευτική ταυτότητα άλλωστε προϋπήρχε, χωρίς να παρέχει ως τότε χώρο για αναζήτηση αυτού (του ριζοσπαστικού) -με τον τρόπο αυτό, ο Foucault αιτιολογούσε το 1979 σε συνέντευξή του, τη σύνδεση της ιρανικής αντίστασης μέσω της ανάγκης της για ριζική δημιουργική αλλαγή όλων των μορφών σχέσεων στο πλαίσιό της, όχι μόνο με τους άλλους αλλά με τον εαυτό, τα πράγματα και το θεό, με την πνευματικότητα της θρησκείας, χωρίς σε καμία περίπτωση να έχει ποτέ αναφερθεί ή ακόμη περισσότερο, νομιμοποιήσει, την πειρατεία της επαναστατικής διαδικασίας από την κυριαρχία του σιιτικού κλήρου. Συνεπώς, η έννοια της πολιτικής πνευματικότητας, όπως την έθετε ο Foucault, μπορεί να νοηθεί ως άρνηση της πολιτικής με τη μορφή της τεχνικής της εξουσίας, στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πολιτικής που δε θα μεταρρυθμίζει απλώς τους θεσμούς, δε θα βελτιώνει μόνο τους οικονομικούς δείκτες ή θα αναδιατάσσει τις διεθνείς σχέσεις, μα που θα αλλάζει πρωτίστως τους ίδιους τους ανθρώπους, συμπαρασύροντας όλα τους τα βιώματα κι εν τέλει, όλη τους την υποκειμενικότητα.
Η σύνδεση, λοιπόν, του θρησκευτικού στοιχείου με την αναζήτηση της πνευματικότητας εκείνης που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά υποκειμενικότητες, αλληλοπεριχωρούμενη έτσι με το πολιτικό, είναι αυτή που ενδιαφέρει τον Foucault, κι όχι μια απλουστευμένη ερμηνεία της ιρανικής επανάστασης μέσω του θρησκευτικού φανατισμού από τα πάνω: ο Foucault αναφέρεται σχετικά στην εικόνα μουλάδων συνοικιών ή κοινοτήτων που ακούγονταν χωρίς να έχουν ενθρονιστεί από κάποιους (προσελκύοντας κόσμο γύρω τους αυθορμήτως με τα λόγια τους), ενώ διευκρινίζει παράλληλα, πως αυτό δε συνεπάγεται ότι ο λόγος των μουλάδων ήταν κι εξ ορισμού επαναστατικός, αλλά ότι η εσωτερική δύναμη που έχει ο λόγος αυτός να μεταμορφώνει μυριάδες μορφές δυσαρέσκειας και μίσους, οργής κι αγανάκτησης, δυστυχίας κι απελπισίας, σε μια ενιαία δύναμη η οποία ενέχει τον τρόπο των κοινωνικών σχέσεων, τον τρόπο του συνυπάρχειν και του συζητάν, τον τρόπο του να μπορεί κανείς/καμία να ακούγεται από τους άλλους και να διεκδικεί μαζί τους την ίδια στιγμή που διεκδικούν κι εκείνοι/ες, είναι το καθοριστικό πνευματικό αυτό στοιχείο που συμμετέχει και συνδιαμορφώνει την επαναστατική διαδικασία.
Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα κι οι συνδέσεις που ο Foucault επισημαίνει (στο πλαίσιο συζήτησης: Michel Foucault και Baqir Parham, Σεπτέμβριος 1978), μεταξύ του σιισμού και ορισμένων ευρωπαϊκών θρησκευτικών κινημάτων στα τέλη του μεσαίωνα μέχρι και τους 17ο και 18ο αιώνα, τα οποία ουσιαστικά ήταν μεγάλα λαϊκά κινήματα εναντίον της φεουδαρχίας και των πρώτων απάνθρωπων σχηματισμών της αστικής κοινωνίας, αλλά και διαμαρτυρία ενάντια στον απόλυτο έλεγχο του κράτους –για παράδειγμα το κίνημα του Savonarola στη Φλωρεντία, των αναβαπτιστών του Μύνστερ στη διάρκεια του Πολέμου των Χωρικών στη Γερμανία αλλά και των πρεσβυτεριανών στην Αγγλία την εποχή του Cromwell. Περί τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα, όλα αυτά τα κινήματα στην Ευρώπη, προτού μορφοποιηθούν σε πολιτικά, εμφανίζονταν ως (χριστιανικού) θρησκευτικού χαρακτήρα, κι εναντιώνονταν στο κράτος, την κυβερνητική γραφειοκρατία και τις κοινωνικές και θρησκευτικές ιεραρχίες. Το στίγμα των κινημάτων αυτών είναι εξαιρετικής σημασίας για τη θρησκευτική και πολιτική αφύπνιση της Δύσης, καθώς ήταν θρησκευτικά επειδή ήταν πολιτικά, κι ήταν πολιτικά επειδή ήταν θρησκευτικά. Η αλληλοπεριχώρηση αυτή θρησκείας και πολιτικής στη χριστιανική ευρωπαϊκή παράδοση πολιτικής πνευματικότητας που έχει εκλείψει από τη νεωτερικότητα, καθώς συναντά δι-ιστορικά τη θρησκευτική όσο και πολιτική υπόσταση του ισλάμ στο υπόβαθρο της πολιτικής πνευματικότητας της ιρανικής επανάστασης, οδηγεί τον Foucault στο συμπέρασμα πως η ιστορία των θρησκειών κι η σύνδεσή τους με την πολιτική, αξίζει να διερευνηθούν εκ νέου.
Και στα δυο κομβικά ζητήματα του φουκωικού προβληματισμού με αφορμή την πολιτική εμπειρία του Foucault από την ιρανική επανάσταση, ασκήθηκε πολύμετωπη και δριμεία κριτική: τόσο το βίωμα της αντίστασης μέχρι θανάτου όσο κι η αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής πνευματικότητας, ερμηνεύτηκαν μέσα από το πρίσμα του οριενταλισμού ή της εσφαλμένης κι ιδεαλιστικής πολιτικής εκτίμησης που απλώς, παρείχε στήριξη σε μια επανάσταση θρησκευτική –πολύ σημαντική υπήρξε κι η κριτική σε σχέση με την αποσιώπηση από την πλευρά του φιλοσόφου των αντιφεμινιστικών παραμέτρων όλων των φάσεων της ιρανικής επανάστασης. Ο ρόλος των έμφυλων ζητημάτων και παραβιάσεων στο πλαίσιο της ιρανικής επανάστασης, δείχνει να παραλείπεται στη φουκωική ανάλυση. Ωστόσο, η ενεχόμενη στην ίδια την πραγματικότητα, διϊστορική διαλεκτική, μέσα από τα γεγονότα των ημερών στο Ιράν, μετά τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί από τη θρησκευτική αστυνομία, φέρνει στο εξεγερτικό επίκεντρο του εδώ και του τώρα, τη σύγκρουση με την έμφυλη καταπίεση από θρησκείες-κράτη, απαντώντας εμπράκτως στην αποσιώπηση κι από την πλευρά του φιλοσόφου, των φεμινιστικών οπτικών στην ιστορία των πρόσφατων ιρανικών αντιστάσεων.
«Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει, «Επαναστάτησε για μένα· η τελική απελευθέρωση όλων των ανθρώπων εξαρτάται από αυτό.» Διαφωνώ όμως με οποιονδήποτε θα έλεγε, «Είναι ανούσιο να επαναστατήσεις· δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει τίποτε.» Κανείς δεν επιτάσσει σε όσους ρισκάρουν τη ζωή τους για να αναμετρηθούν με κάποια εξουσία. Ένας κατάδικος διακινδυνεύει τη ζωή του για να διαμαρτυρηθεί για τις άδικες τιμωρίες· ένας τρελός δεν αντέχει άλλο να είναι έγκλειστος και ταπεινωμένος· ένα σύνολο αρνείται το καθεστώς που το καταπιέζει. Αυτό δεν καθιστά τον πρώτο αθώο ούτε θεραπεύει τον δεύτερο και δε διαβεβαιώνει το τρίτο πως το αύριο είναι υπόσχεση. Ακόμη περισσότερο, κανένας δεν υποχρεούται να τους στηρίξει. Κανείς δεν υποχρεούται να θεωρήσει πως αυτές οι συγκεχυμένες φωνές ηχούν καλύτερα από άλλες ή διατυπώνουν την ίδια απόλυτη αλήθεια. Αρκεί που υπάρχουν έχοντας στραμμένο εναντίον τους ο,τιδήποτε είναι αποφασισμένο να τις εξαναγκάσει σε σιωπή, για να υπάρχει η θέληση να τις ακούσουμε και να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που προσπαθούν να πουν; Ζήτημα ηθικής τάξης; Πιθανόν. Ζήτημα πραγματικότητας, χωρίς καμία αμφιβολία.», “Useless to revolt?”, Michel Foucault, 1979.
Με αφορμή την τρέχουσα εξέγερση στο Ιράν,
οργή για τις/τους των δολοφονημένες/ους εξεγερμένες/ους
Ενάντια σε κάθε καταπίεση από θρησκευτικές-κρατικές αστυνομίες & στρατούς
Ούτε θεός ούτε αφέντης