Η πρώτη και πιο θεμελιώδης αξία της αναρχικής κοσμοθεωρίας είναι η εναντίωση σε κάθε εξουσία. Δεν αποδέχεται κανενός είδους καταπίεση και επιβολή, τις πολεμάει μέχρι τέλους και προωθεί την ελεύθερη αλληλεπίδραση των ατόμων. Ο αναρχικός αγώνας επιδιώκει μια σειρά πραγμάτων ταυτόχρονα: να αρνείται κάθε μορφή εξουσίας, να την καταπολεμά όπου την εντοπίζει εξωτερικά ή εσωτερικά και την ίδια στιγμή να καλλιεργεί ένα γόνιμο περιβάλλον για την ανάπτυξη σχέσεων και δομών βασιζόμενων στην ελευθερία, τον αμοιβαίο σεβασμό, την αλληλεγγύη.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αρκετά σαφές πως για τον κόσμο που εμπνέεται από τις αναρχικές αντιλήψεις και προσπαθεί να χτίσει την συνείδησή του βασισμένος σε αυτές, δεν έχει θέση κανένας διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπων. Όλα τα άτομα είναι ισότιμα και διαφορετικά, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε επιμέρους στοιχείων τα χαρακτηρίζουν (φύλο, καταγωγή, σεξουαλικότητα, σωματικά χαρακτηριστικά κλπ). Μες στο δυστοπικό καπιταλιστικό σύστημα, οι πολλαπλές και πολύμορφες εξουσίες που μας κατακλύζουν καθημερινά δημιουργούν ένα σύνολο καταπιεσμένων υποκειμένων που συνυπάρχουμε στους ίδιους δρόμους, καθένα με διαφορετικό επίπεδο καταπίεσης (ταξικό, έμφυλο, εθνικό κ.α.). Τα εν λόγω επίπεδα δεν μπορούν να συγκριθούν εύκολα στο πώς επιδρούν στο εκάστοτε άτομο, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και το μόνο σίγουρο είναι ότι οφείλουμε να τα πολεμάμε όλα αυτά μαζί, ταυτόχρονα.
Μία ακόμη παρατήρηση που θα μπορούσε να έχει νόημα για το πως αντιλαμβανόμαστε και εν τέλει πως αντιμετωπίζουμε τις διάφορες μορφές καταπίεσης που μας ασκούνται, είναι ότι όλες υφίστανται εντός του πλαισίου της εποχής μας. Το οποίο πλαίσιο είναι η παντοδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος, με τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας που προωθεί κεντρικά. Εκμετάλλευση, εξουσία και καταπίεση σαφώς έχουν υπάρξει και σε πολλά άλλα συστήματα, ωστόσο αν θέλουμε να εντοπίσουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά που αυτές φέρουν στην εποχή που εμείς ζούμε και στον τρόπο που τις βιώνουμε, δεν θα μπορούσαμε να τις αποκόψουμε από το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνται. Συνεπώς, κάθε κριτική που μιλάει για κάποια μορφή καταπίεσης χωρίς παράλληλα να την εντάσσει μες στο συγκεκριμένο (καπιταλιστικό) περιβάλλον όπου αυτή αναπτύσσεται, είναι στην καλύτερη περίπτωση επιφανειακή.
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια πολύ κόσμο, προερχόμενο συχνά από φιλελεύθερες πολιτικές αφετηρίες, να προσεγγίζει τον αναρχικό χώρο. Αυτό πιθανότατα γίνεται λόγω και της οπτικής που αναφέρθηκε παραπάνω, πως δηλαδή ο αναρχικός αγώνας οφείλει να είναι ανοιχτός να συμπεριλάβει κάθε άτομο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε διαχωρισμού ή χαρακτηριστικού του· αρκεί φυσικά να μην φέρει εξουσιαστικά/καταπιεστικά στοιχεία ή αλλιώς να αγωνίζεται συνειδητά να τα αποβάλλει. Η ριζοσπαστικοποίηση ανθρώπων προερχόμενων από άλλες αφετηρίες και η συστράτευσή τους με την αναρχική-αντιεξουσιαστική αντίληψη και δράση, δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί επιτυχία του αναρχικού χώρου που καταφέρνει να προσεγγίζει ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια και να τα στρέφει προς πιο εξεγερσιακές και αγωνιστικές κατευθύνσεις.
Ωστόσο, εδώ προκύπτει ένα ζήτημα του κατά πόσο τα συγκεκριμένα άτομα είναι διατεθειμένα πράγματι να κάνουν το βήμα αυτό, από τον φιλελεύθερο δικαιωματισμό στην επαναστατική στράτευση. Καταρχήν, απαιτείται να βρεθούν σε μια διαδικασία όπου σιγά-σιγά θα απαρνούνται όλα τους τα πιθανά προνόμια και να παλέψουν για την κατάργηση όλων των μορφών καταπίεσης, όχι μόνο για όσες τυχαίνει να βρίσκονται στην πλευρά των καταπιεσμένων. Ένας εργάτης στην Δύση πρέπει να αναρωτηθεί γιατί οι γείτονές του από το Μπαγκλαντές μένουν δέκα μαζί στο σπίτι ή γιατί τα παιδιά στο Κονγκό δουλεύουν από οκτώ χρονών, μία γυναίκα που καθημερινά την καταπιέζει η πατριαρχία θα πρέπει να σκεφτεί κατά πόσο εκμεταλλεύεται τα ταξικά προνόμια που ίσως έχει κληρονομήσει από την οικογένειά της και ένας μετανάστης στην Αχαρνών οφείλει να ξεπεράσει την πιθανή εχθρικότητά του απέναντι σε αγόρια που περπατάνε αγκαλιά στον δρόμο.
Αναμφίβολα, ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι τέλειος και ότι πλέον δεν είναι φορέας καμίας καταπίεσης με κανέναν τρόπο· αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ειλικρινής διάθεση να προχωράμε όλο και περισσότερο σε μια τέτοια διαδρομή.
Ένα δεύτερο ζήτημα που αναδύεται από την συσχέτιση του αναρχικού αγώνα με κόσμο που κινείται κυρίως γύρω από φιλελεύθερες αντιλήψεις, είναι αυτό της πολιτικής ορθότητας. Μίας κουλτούρας γεννημένης στις ΗΠΑ, η οποία έχει ως κύριο στόχο να επηρεάσει τον τρόπο έκφρασης, με σκοπό την μη-προσβολή συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Προοδευτικά βέβαια, σε κάποιες εκφάνσεις της συμβαίνει να φτάνει μέχρι και την παρέμβαση στον τρόπο σκέψης: αφού δεν μπορείς να το πεις ποτέ δεν έχει νόημα ούτε να το σκέφτεσαι, όπως και “αυτό μην το σκέφτεσαι καν, είναι πολύ άσχημο και δεν είσαι σε θέση να το καταλάβεις”.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η κριτική σκέψη και η αμφισβήτηση κάθε άποψης που σκοπεύει να μας επιβληθεί ως η μόνη ορθή, αποτελούν συγκροτητικό στοιχείο όχι μόνο της πολιτικής μας αντίληψης αλλά και της ίδιας μας της προσωπικότητας. Μέσα σε έναν κόσμο που με όλους τους τρόπους ήθελε να μας πείσει να γίνουμε φιλήσυχοι πολίτες, να εκμεταλλευτούμε όπως μπορούμε τους γύρω μας και να συμμετάσχουμε στην εύρυθμη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, η άρνησή μας να συμμορφωθούμε προήλθε τόσο από ένστικτο, όσο όμως και από την αδιάκοπη κριτική ματιά προς εκείνα που μας προωθούσαν. Πάντοτε, η ελεύθερη σκέψη και η ελεύθερη συζήτηση θα έχουν θεμελιώδη ρόλο για την διαμόρφωση της συνείδησής μας και με όποιο άτομο σκοπεύει να μας τις περιορίσει, σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να συμπορευτούμε συντροφικά.
Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό των βιωμάτων και της διαχείρισής τους. Το βίωμα ενός ατόμου είναι απολύτως δική του υπόθεση, επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δεν μπορεί να μεταφερθεί ολοκληρωμένα, είναι λοιπόν πάνω απ’ όλα προσωπικό ζήτημα. Αυτό που σίγουρα μπορεί να ενδιαφέρει τις πολιτικές διαδικασίες, είναι το τί μπορεί να γίνει ώστε ένα δυσάρεστο βίωμα να μην επαναληφθεί. Και το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι προσωπική υπόθεση, ούτε έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο το άτομο που βίωσε μία καταπιεστική συνθήκη. Εδώ παίρνει χώρο και αποκτά ιδιαίτερη σημασία η συζήτηση, η ενδοσκόπηση και η επικοινωνία, τόσο μεταξύ των ανθρώπων που εμπλέκονται περισσότερο στην κάθε περίσταση, όσο και γενικότερα μεταξύ του κινήματος.
Τέλος, μέσα στον αναρχικό αγώνα δεν χωράνε σε καμία περίπτωση γενικεύσεις. Ούτε οι συνηθισμένες-παραδοσιακές, ούτε οι μεταμοντέρνες δήθεν “αντιδραστικές”. Αναγνωρίζουμε τα κυρίαρχα πλαίσια της εποχής, αλλά πάντοτε αντιμετωπίζουμε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ελπίζοντας μάλιστα στην διαρκή εσωτερική μας εξέλιξη. Καθένας κρίνεται μόνο για τις πράξεις του. Προχωράμε συλλογικά, απορρίπτουμε κάθε διαχωρισμό, κρατάμε το μυαλό μας ανοιχτό και αγωνιζόμαστε μαζί ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και κάθε εξουσία. Η Αναρχία είναι και οφείλει να παραμείνει το βασίλειο της ελευθερίας.